Τις προηγούμενες μέρες, είδαμε επιτέλους να εμφανίζονται στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Δια Βίου Μάθησης και Νεολαίας οι νέοι Οδηγοί Σπουδών για κάποιες από τις ειδικότητες των ΙΕΚ. Ανάμεσα στις ειδικότητες είναι και αυτή του Ραδιοφωνικού Παραγωγού, από τον τομέα ΜΜΕ, η οποία μέχρι σήμερα λειτουργούσε χωρίς επίσημο οδηγό σπουδών. Αν και χαρμόσυνο νέο, μας περίμενε μια έκπληξη σχετικά με την ειδικότητα, τόσο σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος, όσο και με τα προτεινόμενα προσόντα εκπαιδευτών που δύναται να αναλάβουν τα μαθήματα.
Το ραδιόφωνο, ως ΜΜΕ, ανήκει στον επιστημονικό τομέα της επικοινωνιολογίας και της μαζικής επικοινωνίας. Παρ’ όλο που, όπως ο εισηγητής του Οδηγού Σπουδών επικαλείται, «Εξειδικευμένες σπουδές Ραδιοφωνικών Παραγωγών –εκτός ΙΕΚ– δεν παρέχονται στη χώρα μας» (σ.13, νέου Οδηγού Σπουδών), τα τμήματα ΜΜΕ του Πανεπιστημίου, και ειδικότερα το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, παρέχει αναλυτική και όχι «περιορισμένη» γνώση σχετικά με το αντικείμενο.
Θα έπρεπε ο εισηγητής να γνωρίζει ότι, εκτός από την θεωρητική κατάρτιση στην επικοινωνία, το δημοσιογραφικό λόγο, την πολιτική επιστήμη, την οικονομία –πολιτική –αθλητισμό –πολιτισμό –ιστορία, τη δημοσιογραφική πρακτική, τις δημόσιες σχέσεις κ.ά., στο τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ παρέχεται και η απαραίτητη τεχνολογική και πρακτική γνώση μέσω της προσομοίωσης της ραδιοφωνικής παραγωγής, προηχογραφημένης και live. Θα έπρεπε να γνωρίζει ο εισηγητής ότι 22 από 32 μαθήματα του προγράμματος διδάσκονται πολύ αναλυτικά στο Πανεπιστήμιο, καθώς και το σύνολο των πρακτικών που εφαρμόζονται στα μαθήματα Πρακτικής Άσκησης (4 εξάμηνα). Τα υπόλοιπα 6 μαθήματα, που αφορούν στην μουσική εκπαίδευση και την ορθοφωνία διδάσκονται στα τμήματα Μουσικών Σπουδών των ελληνικών ΑΕΙ, και αποτελούν αντικείμενο επιλεγόμενων μαθημάτων των τμημάτων ΜΜΕ.
Το γεγονός ότι το σύνολο αυτών των γνώσεων, που αφορούν στο συγκεκριμένο κλάδο, υπάρχουν με αναλυτική εξειδίκευση στα ελληνικά ΑΕΙ, αλλά υποτιμούνται από τον εισηγητή, έχει σημασία τόσο όσον αφορά στο περιεχόμενο των μαθημάτων, όσο και σχετικά με τους εκπαιδευτές που δύνανται να διδάξουν. Αφ’ ενός, λοιπόν, βλέπουμε το σύνολο των δημοσιογραφικών μαθημάτων να έχει διαφορετικό και πολύ μικρότερο περιεχόμενο από τα (ίδια) μαθήματα του τμήματος Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερ (επίσης ΙΕΚ), αλλά (κατά την προσωπική μου κρίση) αυτό το περιεχόμενο είναι και πολύ χαμηλότερο από άποψη εμβάθυνσης στο αντικείμενο.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της υποβάθμισης μαθήματος είναι το μάθημα του Δημοσιογραφικού Λόγου, μάθημα πολύ βασικό για όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Ευτυχώς στον κλάδο του δημοσιογραφικού λόγου, και δη του ελληνικού δημοσιογραφικού λόγου, υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία επιστημονικού επιπέδου από ερευνητές διεθνούς αναγνώρισης (μέσα σε αυτούς και καθηγητές των αντίστοιχων τμημάτων ΜΜΕ της χώρας), με βάση την οποία είναι συγκροτημένος ο οδηγός σπουδών του τμήματος Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερ των ΙΕΚ.
Ένα μόνο μικρό μέρος αυτής της ύλης αποτελεί την ύλη του νέου Οδηγού Σπουδών των Ραδιοφωνικών Παραγωγών, και μάλιστα το μέρος αυτό που είναι το πιο αμφισβητήσιμο επιστημολογικά (δλδ τα «λάθη» στο λόγο, μέρος των οποίων αποτελεί συμβολή της λαϊκής χρήσης της γλώσσας, και επιστημονικά και γλωσσολογικά παύουν να αποτελούν «λάθη»). Παρ’ όλο που σε αυτό το σημείο ο μελλοντικός εκπαιδευτής θα περίμενε να τίθεται και το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα (έτσι όπως συμβαίνει και στα άλλα τμήματα ΜΜΕ), ο εισηγητής δεν το έχει θεωρήσει σημαντικό. Η επιστημονική ένδεια σε αυτό το σημείο του προγράμματος σπουδών αντιτίθεται σε κάθε ελληνικό επιστημονικό σύγγραμμα Δημοσιογραφικού Λόγου, και δίνει την αίσθηση ότι, είτε έχει γίνει λάθος, είτε είναι ένας οδηγός σπουδών βασισμένος στην εμπειρική σχέση με το αντικείμενο και όχι την επιστημονική. Απουσιάζει δε, τελείως, η τυπολογία των ειδών του Δημοσιογραφικού Λόγου με βάση ο επίπεδο προφορικότητας (όπως και κάθε άλλη τυπολογία και κατηγοριοποίησή) του, και η ανάλυση του λόγου στα συγκεκριμένα επίπεδα –τύπους. Μέρος της ύλης δλδ, που δεν είναι ένας στείρος επιστημονισμός, αλλά αποτελεί βάση για μια ουσιαστική σχέση ενός μελλοντικού ραδιοφωνικού παραγωγού με το βασικό του εργαλείο, τη γλώσσα.
Αντίστοιχα λειψή είναι και η ύλη στο επίσης βασικό μάθημα της Θεωρίας της Επικοινωνίας. Ο πλούτος των θεωριών που αναλύονται στο μάθημα του τμήματος Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερ (ΙΕΚ), οι οποίες βοηθούν την κατανόηση του ρόλου τους ως παραγωγών μαζικής επικοινωνίας, έχει μειωθεί δραστικά, μένοντας σε μερικές μεμονωμένες από αυτές. Αυτά είναι μόνο δύο από τα πολλά παραδείγματα ενός περιεχομένου σπουδών που στη θεωρητική κατάρτιση προσιδιάζει «φτωχό αδελφάκι» του τμήματος Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερ, παρ’ όλο που στόχος του τμήματος είναι να εξειδικεύσει τους εκπαιδευόμενους στην ραδιοφωνική παραγωγή τόσο μουσικών, όσο και δημοσιογραφικών εκπομπών.
Ως επακόλουθο αυτής της ένδειας περιεχομένου των μαθημάτων, έρχεται και η παντελής απαξίωση των πτυχίων των Πανεπιστημιακών τμημάτων ΜΜΕ, στα απαιτούμενα προσόντα των εκπαιδευτών. Από το σύνολο των μαθημάτων (32), μόνο για ένα μάθημα κρίνει ο εισηγητής ικανή συνθήκη την κατοχή πτυχίου ΜΜΕ (θεωρία της επικοινωνίας). Σε όλα τα υπόλοιπα δημοσιογραφικά μαθήματα θεωρείται ικανός να διδάξει μόνο επαγγελματίας με 5ετή (αποδεικνυόμενη) εμπειρία, ενώ πτυχιούχος με μικρότερη (ή και καθόλου) εμπειρία δεν θεωρείται ικανός. Αυτό ισχύει και για τα αμιγώς θεωρητικά μαθήματα, που απαιτούν και υπόβαθρο θεωρητικής κατάρτισης, όπως είναι ο δημοσιογραφικός λόγος, η ιστορία του ραδιοφώνου (που διδάσκεται αναλυτικά στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, και δεν μαθαίνεται από την επαγγελματική εμπειρία), το πολιτικό, πολιτιστικό, αθλητικό ρεπορτάζ κ. ά.
Το πιο εντυπωσιακό, τέλος, είναι ότι σε εξειδικευμένα θεωρητικά μαθήματα, άλλων κλάδων (Αρχές Πολιτικής Επιστήμης, Δημόσιες Σχέσεις, Πολιτική Ιστορία Μεταπολεμικής Ελλάδας, Θεσμοί και Λειτουργία της ΕΕ, Δίκαιο και Δεοντολογία) ο εισηγητής προτείνει, ελλείψει επιστημόνων του αντίστοιχου κλάδου, το μάθημα να διδάσκεται από επαγγελματία ραδιοφωνικό παραγωγό, ενώ αφήνει απ’ έξω τον απόφοιτο τμήματος ΜΜΕ του πανεπιστημίου, που έχει διδαχθεί και μπορεί να ανατρέξει στο σύνολο του απαραίτητου υλικού προς διδασκαλία. Η σημαντική καινοτομία εδώ είναι πως ο εισηγητής του Οδηγού Σπουδών δεν εμπιστεύεται καν τη μοριοδότηση του Υπ. Παιδείας (που ούτως ή άλλως υπερμοριοδοτεί την επαγγελματική εμπειρία σε σχέση με την επιστημονική κατάρτιση), και αρνείται το δικαίωμα στη διδασκαλία των αποφοίτων των ελληνικών Πανεπιστημίων, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τα πτυχία και το (αναγνωρισμένο παγκοσμίως) επίπεδο σπουδών που αυτά παρέχουν. Εδώ τίθεται πραγματικό ζήτημα διενέργειας των μαθημάτων, καθώς το Πανεπιστήμιο είναι ο χώρος που συγκροτείται η επιστημονική σκέψη και ο διαχωρισμός από τον εμπειρισμό. Ένας μη επιστημονικά καταρτισμένος επαγγελματίας που καλείται να διδάξει Πολιτική Επιστήμη, Δημόσιες Σχέσεις, Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία, Θεσμούς της ΕΕ (κ.ο.κ), είναι πολύ πιθανό να υποπέσει στον εμπειρισμό, και μάλιστα να το κάνει θεωρώντας ότι βοηθά. Θα στερήσει όμως από τους εκπαιδευόμενους μια σφαιρική αντίληψη των αντικειμένων, την οποία μπορούν μετέπειτα να χρησιμοποιήσουν στην επαγγελματική τους ζωή.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω την ανάγκη ουσιαστικής αναβάθμισης του επιπέδου σπουδών των ελληνικών ΙΕΚ (Δημοσίων και Ιδιωτικών), με στόχο τον καλύτερο δυνατό εξοπλισμό των εκπαιδευόμενων με ολοκληρωμένα και ουσιαστικά επαγγελματικά εφόδια. Ο αυριανός απόφοιτος καλείται να εργαστεί σε ένα δύσκολο και πολύπλοκο τομέα, αυτόν των ΜΜΕ, και ο θεωρητικός και πρακτικός εξοπλισμός του, είναι αυτός που θα τον βοηθήσει να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Ο επιστημονικός πλούτος, ειδικά των τελευταίων δεκαετιών, που έχει αναπτυχθεί στην χώρα μας γύρω από τον κλάδο της επικοινωνίας, θα πρέπει να αποτελεί όπλο στα χέρια των εκπαιδευόμενων για την κατανόηση του επαγγέλματος που καλούνται να ασκήσουν, μαζί με την διδασκαλία των νέων τεχνολογικών εργαλείων και δυνατοτήτων. Δυστυχώς όμως, από τον νέο οδηγό σπουδών, φαίνεται να αντιμετωπίζεται η επιστήμη ως τροχοπέδη για τον νέο επαγγελματία.
Τελευταίο κενό στον οδηγό σπουδών είναι η μη πρόβλεψη σπουδών των εκπαιδευτών, σε περίπτωση μη κάλυψης της θέσης από επαγγελματία, δίνοντας έτσι το ελεύθερο στους διευθυντές να επιλέξουν κατά βούληση. Σε κάθε περίπτωση, κι έτσι όπως λειτουργεί το Μητρώο Εκπαιδευτών Ενηλίκων, ένας πτυχιούχος Δημοσιογραφίας δεν δύναται να δηλώσει αυτά τα μαθήματα, παρ’ όλο που (και αυτό είναι το πιο περίεργο) ένας επαγγελματίας με 5ετή εμπειρία προηγείται ούτως ή άλλως σε μοριοδότηση από αυτόν, ακόμη κι αν είναι απόφοιτος μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού.
Απέναντι στην υποβάθμιση των σπουδών μας, αλλά και των σπουδών των εκπαιδευόμενών μας, οφείλουμε να αγωνιστούμε για μια συνολική αναβάθμιση των ΙΕΚ τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε ρόλο.
ΥΓ. Η παρένθεση (αποδεικνυόμενη) στην επαγγελματική εμπειρία δεν έχει τοποθετηθεί τυχαία. Στον κλάδο της Δημοσιογραφίας στην χώρα μας κυριαρχεί ένα καθεστώς απλήρωτης εργασίας (μη τυπικής «πρακτικής»), μαύρης και ελαστικής συνθήκης, εργασίας με «μπλοκάκι» (τυπικά ελ. επαγγελματίες –ουσιαστικά μισθωτοί που αυτασφαλίζονται). Αυτές οι συνθήκες μπορεί να οδηγήσουν τους συναδέλφους με 5 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας να μην μπορούν να την αποδείξουν.
Ιωάννου Καλλιρρόη
(μεταπτυχιακό «Δημοσιογραφία και Νέα Μέσα Επικοινωνίας», ΑΠΘ, εκπαιδεύτρια ενηλίκων σε δ. ΙΕΚ)
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη