Με όπλα ένα ευφυές σενάριο και το χαρισματικό της cast, η ταινία «Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» ξεκινά ως κοινωνικό δράμα για να μεταμορφωθεί σε μια αιχμηρή κοινωνική σάτιρα και μια ιστορία εξιλέωσης. Πληθωρική σε αυτά που θέλει να πει, άλλοτε πετυχαίνει με ακρίβεια και άλλοτε αστοχεί, όμως δικαιολογημένα ανήκει στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Η οργή της Μίλντρεντ Χέιζ
Όπως μας πληροφορεί ο τίτλος-σιδηρόδρομος, ο άξονας περιστροφής του σύμπαντος της ταινίας είναι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι. Η Μίλντρεντ Χέιζ, κουβαλώντας βαρύ και οργισμένο πένθος για την φρικιαστική δολοφονία της κόρης της, νοικιάζει τρεις παρατημένες διαφημιστικές πινακίδες για να θέσει μια απλή ερώτηση: Η κόρη μου βιάστηκε και δολοφονήθηκε, λέει η πρώτη πινακίδα. Ένα χρόνο μετά, κανένας ένοχος, λέει η δεύτερη. Πως και έτσι, σερίφη Γουίλαμπι;, λέει η τρίτη.
Αυτό το «συμβάν» στην μικρή κοινότητα του Έμπινγκ διαρρηγνύει την φαινομενική ομαλότητα και ηρεμία. Κατά κάποιο τρόπο, η Μίλντρεντ αυτό επιθυμεί: Βλέπει τον σερίφη, την αστυνομία, το Έμπινγκ ολόκληρο, να έχει επιστρέψει σε μια ληθαργική ηρεμία ενώ εκείνη ξεχειλίζει ακόμα από οργή. Σε αυτήν την «κανονικότητα» ούτε θέλει ούτε μπορεί να επανενταχτεί. Ο σερίφης Γουίλαμπι την επισκέπτεται, σε μια προσπάθεια να της εξηγήσει την «κατάσταση των πραγμάτων» και επιπλέον να την πληροφορήσει πως είναι στα τελευταία του, υποφέροντας από καρκίνο στο πάγκρεας. Έρχεται ειρηνικά και της ζητά έντιμα να κάνει πίσω. Η Μίλντρεντ τον διώχνει με τραχύ κυνισμό.
Αυτό που ακολουθεί στις «Τρεις Πινακίδες..» είναι ένα υβρίδιο ύφους με πολλές γνώριμες επιρροές: Η ούτως ή άλλως αιχμηρή και σατιρική πένα του σκηνοθέτη-σεναριογράφου Martin McDonagh (αξίζει να θυμηθούμε το εκπληκτικό In Bruges αλλά και το υποτιμημένο Εφτά Ψυχοπαθείς), το βίαιο και σαρκαστικό Κοενικό σύμπαν, η υπερβολή του Ταραντίνο, το καθαρόαιμο γούεστερν, παντρεύονται και «συνομιλούν» βρίσκοντας πολλά κοινά σημεία επαφής. Η Μίλντρεντ Χέιζ, την οποία υποδύεται σε ρόλο ζωής η Frances McDormand (κατ’εξοχήν …Κοενική φιγούρα), στέκεται μόνη και ανυποχώρητη απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν σταματά σε κανένα εμπόδιο: Βρίζει, χτυπάει και πετάει μέχρι και οικιακές μολότοφ στην Αστυνομία∙ ακόμα και έτσι δεν σταματά να δείχνει όψης της τρυφερότητας και της καλοσύνης της, υπενθυμίζοντας πως δεν είναι μια απλή μαινάδα αλλά χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για ένα σκοπό (δικαιοσύνη) που τα καθαγιάζει και την ηρωποιεί.
Από την χειραφέτηση στην διαφορετικότητα
Είναι αναμφίβολα ωραίο να βλέπεις μια γυναίκα που ο κόσμος θεωρεί παλαβή και σκύλα, που ο βίαιος άντρας της την είχε παρατήσει για μια 18χρονη, που η Αστυνομία την αντιμετωπίζει με περιφρόνηση και αργότερα με οργή, να τα βάζει με όλους και με όλα χωρίς να ιδρώνει μπροστά στις απειλές ή την κοινωνική κατακραυγή. Σε έναν κατ’ εξοχήν «αντρικό» ρόλο, η Μίλντρεντ κηρύττει έναν πόλεμο αξιών απέναντι σε μια κοινωνία που δεν είναι ακριβώς διεφθαρμένη αλλά κουβαλάει όλα τα «κακώς κείμενα» της αμερικανικής κουλτούρας. Ρατσισμός, μισογυνισμός, εχθρότητα απέναντι σε κάθε τι «διαφορετικό», είναι στοιχεία που συνυπάρχουν στους ανθρώπους του Έμπινγκ, είτε «καλούς» είτε «κακούς». Σε μια χαρακτηριστική της αιχμηρής πένας του McDonagh σκηνή, η Μίλντρεντ κατηγορεί έναν αστυνομικό πως έχει βασανίσει έναν «αράπη» στην ανάκριση. Εκείνος διαμαρτύρεται: «Δεν βασάνισα έναν αράπη, βασάνισα έναν έγχρωμο», προσπαθώντας μέσω της …πολιτικής ορθότητας να εξιλεώσει τον εαυτό του.
Η ταινία, στηριγμένη εξ’ ολοκλήρου σε διαλόγους σαν αυτόν, μεταμορφώνεται συνεχώς καθώς η ιστορία εξελίσσεται. Το οργισμένο πένθος της Μίλντρεντ είναι η αφετηρία, μα το αίτημά της για δικαιοσύνη γρήγορα γίνεται ένα μάλλον συλλογικό αίτημα για εξιλέωση. Άλλωστε η Μίλντρεντ νιώθει ενοχή για τον χαμό της κόρης της, ο σερίφης Γουίλαμπι νιώθει ενοχή για την παραίτησή του από την υπόθεση, ακόμα και αυτός ο ρατσιστής αστυνομικός (περισσότερα για αυτόν σε λίγο) νιώθει ενοχή για την μέχρι τώρα πορεία της ζωής του και τις πράξεις του.
Το αίτημα για εξιλέωση μοιάζει να αναβλύζει από ολόκληρο το Έμπινγκ, καθώς ολόκληρο το Έμπινγκ είναι τελικά ένοχο: Μπορεί να μην βίασε και σκότωσε την κόρη της Μίλντρεντ αλλά (ξέρει πως) κουβαλάει σημαντικό μέρος της ευθύνης για μια πράξη που έχει μείνει ατιμώρητη.
Τα πολλά πρόσωπα της ταινίας
Οι «Τρεις Πινακίδες…» λοιπόν, αφού έκαναν μια επιβλητική εμφάνιση στις Χρυσές Σφαίρες, βρίσκονται σήμερα με εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και καλύτερης ταινίας. Για πολλούς κριτικούς και μεγάλο μέρος του κοινού, η αγαπημένη στα φεστιβάλ ανά τον κόσμο ταινία είναι το φαβορί για να κατακτήσει τα χρυσά αγαλματίδια. Η σάτιρα άλλωστε του McDonagh, Ιρλανδού στην καταγωγή και με μεγάλη θεατρική εμπειρία, είναι πολύ επίκαιρη και «εντός θέματος» στην μη ανεκτική και μισανθρωπική «Αμερική του Τραμπ». Το πορτρέτο ειδικά της Μίλντρεντ, μιας χειραφετημένης και οργισμένης ηρωίδας που όλοι προσπαθούν να «πατρονάρουν», αντηχεί στην οργισμένη χειραφέτηση της εποχής∙ ομολογουμένως, η ταινία είναι η ταινία της Μίλντρεντ, δηλαδή ταινία της Frances McDormand, που άλλοτε φωνάζοντας και άλλοτε σιωπώντας μεταφέρει οργισμένη ενέργεια σε κάθε σκηνή που συμμετέχει. Γίνεται σύμβολο ακριβώς επειδή η μάχη της ξεπερνάει ένα απλό προσωπικό της πένθος: Γίνεται το «αγκάθι» μιας πόλης (ή χώρας) που θα ήθελε να κοιμάται ήσυχα και να κάνει κάποιες φορές και τα «στραβά μάτια» για κάποια παραστρατήματα. Όπως ο πολύ καλός και στιβαρός σερίφης Γουίλαμπι (Woody Harrelson, σταθερά εξαιρετικός τα τελευταία χρόνια σε ότι κάνει), που κάπως διακωμωδεί τις ρατσιστικές παρεκτροπές των υφιστάμενών του ή αποδέχεται στωικά τις εξάρσεις βίας και το Κακό που κυκλοφορεί εκεί έξω. «Δεν μπορώ να τους πιάσω όλους», της λέει.
Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό υλικό για μια ταινία, όμως σχετικά γρήγορα ο McDonagh αποφασίσει να βάλει τον πήχη του ψηλότερα. Ύστερα από την (spoiler, μικρό) επιλογή του σερίφη Γουίλαμπι να δώσει τέλος στην ζωή του, φοβούμενος την επερχόμενη φθορά της αρρώστιας, η πένα (και ο φακός) του McDonagh ανοίγει σε εύρος. Η κληρονομιά του Γουίλαμπι, δηλαδή μια σειρά επιστολών που άφησε σε διάφορους ήρωες της ταινίας, αποτελούν μια τρόπον τινά «ανώτερη» παρέμβαση στην εξέλιξη της ιστορίας. Κάπου αναδύεται και η μορφή του μέχρι πρότινος, ρατσιστή, ομοφοβικού, βίαου βλάκα και μαμάκια Ντίξον, που ξεκινάει το δικό του ταξίδι για την εξιλέωση, ταρακουνημένος από τις συμβουλές του μέντορά του να «πάψει να νιώθει τόση οργή».
Ίσως έχει αργήσει η ώρα του Sam Rockwell, που υποδύεται τον Ντίξον, ενός ηθοποιού με πολλές αρετές αλλά και μοναδική ικανότητα στους γκροτέσκους ρόλους, και το πιθανό του Όσκαρ δεν θα είναι καθόλου άδικο. Όμως ο χαρακτήρας του Ντίξον είναι το σημείο που η ταινία μπατάρει: Ανεξαρτήτως των προθέσεων του σκηνοθέτη, αρκετές κριτικές έχουν εστιάσει πάνω στην κάπως εύκολη «συγχώρεση» που δίνεται σε έναν ρατσιστή αστυνομικό. Κριτικές που αποφαίνονται πως, όσο καλός και αν είναι ο McDonagh στην σκιαγράφηση ενός χειραφετημένου γυναικείου χαρακτήρα, άλλο τόσο «τουρίστας» είναι στα θέματα της έμφυλης βίας στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα ωστόσο της ιστορίας του Ντίξον δεν έχει να κάνει με την εξιλεωτική του «μεταμόρφωση» σε έναν μετανοημένο πρώην ρατσιστή που αυτοθυσιάζεται για το δίκαιο. Ο McDonagh στην πραγματικότητα υποστηρίζει, εντελώς ανθρωπιστικά και αισιόδοξα, πως δύναται να εξαλειφθούν οι προκαταλήψεις υπό την σωστή καθοδήγηση. Δεν είναι λοιπόν τόσο η συμφιλίωση που φέρει στο τέλος, ανάμεσα στην οργισμένη με τον Νόμο Μίλντρεντ και τον εκπρόσωπο της κακής πλευράς του Νόμου Ντίξον- το πρόβλημα είναι πως αυτή η συμφιλίωση επιτυγχάνεται γύρω από την κοινή τους βούληση να «πάρουν το νόμο στα χέρια τους». Με άλλα λόγια, πως το σύστημα παραμένει σκάρτο και πάντα θα κάνει πλάτες στους προνομιούχους, οπότε ο λόγος δίνεται στην αυτοδικία.
Με άλλα λόγια, η οργή της Μίλντρεντ, η επιφοίτηση του Ντίξον, οι μικρές και μεγάλες μεταμορφώσεις που πυροδοτούνται από τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι, επιχειρούν για μια μονάχα στιγμή να επισκεφτούν το «εμείς» και ένα νέο συλλογικό ήθος, αλλά τελικά επιστρέφουν (ηττημένες) στον εαυτό τους, αναπνέοντας την ίδια οργή και απογοήτευση. Στο ανοιχτό φινάλε δεν παίζονται πια πάρα πολλά: Το Έμπινγκ θα επιστρέψει στην ομαλότητα και η Μίλντρεντ, αργά ή γρήγορα, θα περάσει από την οργή στην αποδοχή και την συμφιλίωση με την τραγωδία.
Εν κατακλείδι
Με όχημα και καύσιμο την οργή, ο McDonagh στήνει ένα προσγειωμένο και ταυτόχρονα γκροτέσκο σύμπαν χωρίς καλούς και κακούς. Επιχειρεί και καταφέρνει να μεταμορφώσει την συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με τους ήρωές του καθώς αυτοί αναζητούν ένα τρόπο να διοχετεύσουν την οργή τους και να αναμετρηθούν με τις ενοχές τους. Ακόμα και τα πιο «γκρίζα» σημεία της προβληματικής του και το μάλλον αμήχανο επιμύθιο καταφέρνουν και κρύβονται πίσω από τις ερμηνείες των ηθοποιών και το tour-de-force της Frances McDormand. Τολμηρή στα ερωτήματα, εύγλωττη και ευφυής στις διατυπώσεις τους, κάπως αβέβαιη ακόμα για τις απαντήσεις, αναμφίβολα δηλαδή μια ταινία ταιραστή της εποχής της.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη