Θεόδωρος Παπαηλίας
Οι μετακινήσεις πληθυσμών αποτέλεσαν, ανέκαθεν, σημαντικό σημείο αντιπαράθεσης κατά τη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αντίστοιχες συγκρούσεις εμφανίζονται και στην οικονομική θεωρία. Έτσι, κατά τους μεν η μετανάστευση συνιστά έναν εξισορροπητικό μηχανισμό, ενώ κατ’ άλλους το αντίθετο.
Η καινοτομία του παρόντος σύντομου δοκιμίου εντοπίζεται στην καταγραφή των οικονομικών, κυρίως, συνεπειών που παρουσίασε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο θέμα της υπεξαίρεσης του ανθρωπίνου κεφαλαίου, αντικειμένου που δεν απαντάται συστηματικά στη βιβλιογραφία.
1. Η περίοδος 1951-1971
Η μετανάστευση αποτελεί ένα γνώριμο φαινόμενο στην Ελλάδα. Στην περίοδο 1890-1910 (σε έναν πληθυσμό 2,7 εκατομμυρίων το 1907) μετακινήθηκαν, κυρίως προς τις ΗΠΑ, 300 χιλιάδες. Ο πόλεμος και η παγκόσμια κρίση (1929-33) περιόρισαν το φαινόμενο. Μεταπολεμικά, αρχικά λόγω πολιτικών λόγων (εμφύλιος) και εν συνεχεία ένεκα της οικονομικής ανάπτυξης (διπλή αναπτυξιακή σύνθλιψη του αγροτικού τομέα) μεγάλες μάζες αγροτών και ακολούθως αστικού πληθυσμού, λόγω της διατήρησης του εργατικού μισθού σε χαμηλά επίπεδα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Στο διάστημα 1951-71 η καθαρή μετανάστευση άγγιξε τις 300 χιλιάδες από την ύπαιθρο και τις 370 από τις πόλεις.1
Οι συνέπειες περιγράφονται συνήθως ως ολέθριες για τις χώρες εκροής. Στην περίπτωση της Ελλάδας πλέον της απορρύθμισης της φυσικής αύξησης του πληθυσμού, αφού το 80% των μεταναστών ήταν ηλικίας 15-44 ετών, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις ήταν εξίσου σημαντικές. Περαιτέρω η παλιννόστηση, κυρίως των δεκαετιών 1980 και 1990, αφορούσε ηλικιωμένα άτομα με αναπόφευκτες επιδράσεις στο σύστημα υγείας και ασφάλισης. Υπήρξε όμως βαθύτερη συνέπεια στις εξελίξεις. Τα άτομα που μεταναστεύουν έχουν επιβαρύνει τη χώρα τους με ποικίλες δαπάνες (εκπαίδευσης, υγείας κ.λπ.). Το κόστος διάπλασης ενός ατόμου σχετίζεται προφανώς με το επίπεδο ανάπτυξης του κάθε κράτους, τη δομή του κ.ο.κ. Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται σε ορισμένα έτη, χάριν συντομίας, η αξία της εκροής της εργατικής δύναμης από την Ελλάδα στην αλλοδαπή.
Το 1951 στον αστικό τομέα το κόστος ανερχόταν στις 5,1 χιλ. δολ. ΗΠΑ (στήλη 3), ενώ στον αγροτικό στις 4,6 χιλιάδες (στήλη 5). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πλήθος των μεταναστών τεκμαίρεται ότι το έτος αυτό οι εκροές ανήλθαν σε 99 εκατ. δολ. 2 Το 1971 το συνολικό κόστος ήταν 402 εκατ. δολ.
Συνάγεται δηλαδή ότι η Ελλάς επιδότησε την ανάπτυξη, κατά κύριο λόγο, της Δυτικής Γερμανίας με το δυσκολότερο δημιουργούμενο αγαθό: την εργατική δύναμη. (Αντίστοιχα φυσικά ίσχυσαν για όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου). Μεγάλο μέρος του γερμανικού θαύματος οφείλεται ακριβώς σε αυτό, δηλαδή στην υπεξαίρεση της εργατικής δύναμης.
Η μεγάλη κάθοδος προς την Ελλάδα
2. Περίοδος 1991-2000
Ι. Ο πίνακας 2 φωτογραφίζει την αντίθετη πλευρά. Μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος, μεγάλα πλήθη από τις χώρες αυτές (κυρίως Αλβανία και Βουλγαρία) μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα. Στη στήλη 2 παρουσιάζονται οι νόμιμοι και οι εκτιμώμενοι παράνομοι μετανάστες. Η στήλη 3 αποτυπώνει το κόστος σχηματισμού του ατόμου του έτους 1971 σε τιμές 1991. Διατυπώθηκε η άκρως συντηρητική υπόθεση ότι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών ήταν το ίδιο με εκείνο της Ελλάδας το 1971 (στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τις διεθνείς στατιστικές, ήταν αρκετά υψηλότερο, άρα και το κόστος μεγαλύτερο). Τεκμαίρεται (στήλη 4) ότι τα κράτη αυτά επιδότησαν την Ελλάδα το 1991 με 1.112 δισ. δραχμές ή με 6,1 δισ. δολ. (στήλη 6), ενώ το 2000 με 27,4 δισ. δολ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ (στήλη 8) το όφελος κυμάνθηκε από 7,7% το 1991 σε 28,1% το 2000. Υπό αυτήν την έννοια η Ελλάς εκμεταλλεύτηκε εργατικό δυναμικό (υπεξαίρεσε πόρους), όπως παλαιότερα οι ΗΠΑ, η Γερμανία κ.λπ. από τις αδύναμες χώρες, για το οποίο δεν είχε καταβάλει καμία δαπάνη για τη δημιουργία του. Δηλαδή, συνάγεται ότι οι ισχυρότερες χώρες αντί να παράγουν εργατική δύναμη εκμεταλλεύονται τη δημιουργούμενη από τις φτωχότερες. Όπως ο κεφαλαιοκράτης μισθώνει εργατική δύναμη για το κόστος της οποίας δεν δαπάνησε οτιδήποτε.
ΙΙ. Τα οφέλη όμως ήταν πολλαπλάσια. Πλέον της σταθεροποίησης του κόστους εργασίας (κάτι για το οποίο κατηγορούνταν εντόνως οι μετανάστες της Νότιας Ευρώπης από τους Γερμανούς εργαζομένους στην περίοδο 1960-75), δημιουργήθηκε καθαρό προϊόν.
2. Περίοδος 1991-2000
Ι. Ο πίνακας 2 φωτογραφίζει την αντίθετη πλευρά. Μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος, μεγάλα πλήθη από τις χώρες αυτές (κυρίως Αλβανία και Βουλγαρία) μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα. Στη στήλη 2 παρουσιάζονται οι νόμιμοι και οι εκτιμώμενοι παράνομοι μετανάστες. Η στήλη 3 αποτυπώνει το κόστος σχηματισμού του ατόμου του έτους 1971 σε τιμές 1991. Διατυπώθηκε η άκρως συντηρητική υπόθεση ότι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών ήταν το ίδιο με εκείνο της Ελλάδας το 1971 (στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τις διεθνείς στατιστικές, ήταν αρκετά υψηλότερο, άρα και το κόστος μεγαλύτερο). Τεκμαίρεται (στήλη 4) ότι τα κράτη αυτά επιδότησαν την Ελλάδα το 1991 με 1.112 δισ. δραχμές ή με 6,1 δισ. δολ. (στήλη 6), ενώ το 2000 με 27,4 δισ. δολ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ (στήλη 8) το όφελος κυμάνθηκε από 7,7% το 1991 σε 28,1% το 2000. Υπό αυτήν την έννοια η Ελλάς εκμεταλλεύτηκε εργατικό δυναμικό (υπεξαίρεσε πόρους), όπως παλαιότερα οι ΗΠΑ, η Γερμανία κ.λπ. από τις αδύναμες χώρες, για το οποίο δεν είχε καταβάλει καμία δαπάνη για τη δημιουργία του. Δηλαδή, συνάγεται ότι οι ισχυρότερες χώρες αντί να παράγουν εργατική δύναμη εκμεταλλεύονται τη δημιουργούμενη από τις φτωχότερες. Όπως ο κεφαλαιοκράτης μισθώνει εργατική δύναμη για το κόστος της οποίας δεν δαπάνησε οτιδήποτε.
ΙΙ. Τα οφέλη όμως ήταν πολλαπλάσια. Πλέον της σταθεροποίησης του κόστους εργασίας (κάτι για το οποίο κατηγορούνταν εντόνως οι μετανάστες της Νότιας Ευρώπης από τους Γερμανούς εργαζομένους στην περίοδο 1960-75), δημιουργήθηκε καθαρό προϊόν.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 3: Στη στήλη 3 εμφανίζεται ο αριθμός των ημερομισθίων που εισέπραξε ο κάθε μετανάστης ετησίως. Το 1991 υπελογίσθη ότι ο μέσος μετανάστης εργαζόταν 100 ημέρες (όταν ο Έλλην απασχολείτο 300). Το 2000 ο αριθμός των ημερών απασχόλησης είχε ανέλθει σε 150 ημέρες (αυτό σημαίνει ότι το μισό έτος οι μετανάστες θεωρήθηκαν ως άνεργοι). Υπολογίσθηκε (στήλη 5) ότι το μέσο ημερομίσθιο με τιςπάσης φύσεως επιβαρύνσεις του μετανάστη το 1991 ανήρχετο σε 5 χιλ., ενώ το 2000 πλησίασε τις 9 χιλ. δρχ. Η στήλη 6 δείχνει το ετήσιο εισόδημα (εξ εργασίας) που εισέπραξαν όλοι οι μετανάστες. Στην αρχή της περιόδου άγγιξε τα 100 δισ. ενώ το 2000 το 1 τρισ. δρχ. Στη στήλη 9 σημειώνεται το μέσο μικτό ημερομίσθιο του Έλληνα εργάτη (στο οποίο περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.). Από 8 χιλιάδες το 1991 ανήλθε στις 16 χιλ. το 2000. Εάν οι μετανάστες αμείβονταν με τα κατώτερα ημερομίσθια των Ελλήνων, τότε οι πάσης φύσεως εργοδότες θα επιβαρύνονταν ετησίως με 160 δισ. δρχ. το 1991 (στήλη 10) έναντι 1,9 τρισ. το 2000. Στην επόμενη στήλη ανιχνεύεται το ετήσιο όφελος (καθαρό προϊόν) από τη χρήση αλλοδαπών εργαζομένων αντί Ελλήνων, ενώ στη στήλη 12 αναδύεται το ετήσιο πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν διέφερε αξιόλογα από το μερίδιο αυτό. Όθεν, από τον παντοπώλη της γειτονιάς, που αύξανε τις πωλήσεις του, ή τον ενοικιαστή αθλίων κατοικιών μέχρι τον αγρότη ή τον βιοτέχνη ή τον βιομήχανο που υποάμειβαν (εκμεταλλευόμενοι) τον αλλοδαπό εργάτη, έμεναν όλοι κερδισμένοι (υπεξαιρούσαν πλεόνασμα). Τυπική περίπτωση κλοπής υπεραξίας.
3. Τα έτη 2006 και μετά
Μετά το 2000 και ιδιαίτερα μετά το 2005 ένας ογκούμενος αριθμός αλλοδαπών εισέρχεται καθημερινώς στα σύνορα. Είναι προφανές ότι η πλεονάζουσα αυτή εργατική δύναμη δεν δύναται να απασχοληθεί (λόγω ισχνής οικονομικής ανάπτυξης). Ενώ οι μετανάστες της περιόδου 1991-2000 μετακινούνταν από χώρες που διέθεταν βιομηχανία (με συνέπεια να έχουν αποκτήσει εργοστασιακή συνείδηση), οι εισερχόμενοι μετά το 2005 προέρχονται κατά κύριο λόγο από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας, πολλοί εκ των οποίων ουδέποτε έχουν εργασθεί σε εργοστάσιο, με συνέπεια η συντριπτική πλειονότητα να ασχολείται με το εμπόριο ή στην καλύτερη των περιπτώσεων με τη γεωργία. Υφίσταται δηλαδή ποιοτική διαφορά: οι παλιννοστούντες, οι Ρωσοπόντιοι, οι οικονομικοί μετανάστες από τις σοσιαλιστικές χώρες είχαν κάποια εργασία,κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει με τους πλείστους των μετοίκων από την Αφρική και την Ασία. Εκεί το πλεονάζον ανεκπαίδευτο εργατικό δυναμικό αναζητεί δουλειά κυρίως στον τριτογενή τομέα κάτω από εξαιρετικά γλίσχρες αμοιβές και εξαθλιωμένες συνθήκες διαβίωσης. Στην πραγματικότητα, φυτοζωεί δημιουργώντας δυσχέρειες στις πόλεις. Φαίνεται ότι, ενώ η Ελλάς στις αρχές του 1960 κατάφερε να αποφύγει τις παραγκουπόλεις και τις τενεκεδοσυνοικίες, αφού το υποαπασχολούμενο δυναμικό διοχετεύτηκε στο εξωτερικό, εκτονώνοντας ως βαλβίδα την κοινωνική πίεση, τώρα στις αρχές της δευτέρας δεκαετίας του 21ου αιώνα επανακάμπτει ο κίνδυνος δημιουργίας παρόμοιων καταστάσεων.
Στον πίνακα 4 εκτίθενται τα προσωρινά, μη πλήρως επιβεβαιωμένα, ευρήματα έρευνας στην οποία καταγράφεται το οικονομικό βάρος που υφίσταται η χώρα από τους μετανάστες αυτούς. Στο κόστος έχουν προσμετρηθεί η επιβάρυνση για τη συλλο- γή των απορριμμάτων, η επιπρόσθετη αστυνόμευση, τα κονδύλια της όποιας – χαμηλής – υγειονομικής περίθαλψης τυγχάνουν κ.λπ.
Το 2006 ο αριθμός των πλεοναζόντων, ήτοι των άνευ εργασίας αλλοδαπών, ανήρχετο σε 360 χιλ. άτομα περίπου έναντι 740 χιλ. το 2010 και 830 το 2011. Στη στήλη 3 ιχνηλατείται η ημερήσια επιβάρυνση των ανθρώπων αυτών στην οικονομία. Το 2006 ανήρχετο σε λιγότερο από 110 λεπτά κατά κεφαλήν, έναντι 2,5 ευρώ το 2010 και 2,9 το 2011. Σε ετήσια βάση (στήλη 4) το κόστος ήταν 402, 910 και 1.059 ευρώ αντίστοιχα κατά άτομο. Τοιουτοτρόπως, η επιβάρυνση της οικονομίας προσεγγίζεται σε 145 εκατ. ευρώ το 2006 έναντι 879 το 2011 (δηλαδή υπερεξαπλασιάσθηκε). Στα ανωτέρω δεν υπολογίσθηκαν οι διάφορες δαπάνες (κόστος περιπολίας στα σύνορα, αμοιβές συνοροφυλάκων, κόστος λειτουργίας επίγειων και θαλασσίων μέσων αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης κ.λπ.). Συνεκτιμώμενες, το συνολικό κόστος ίσως είναι διπλάσιο ή και πλέον.
Μετά το 2000 και ιδιαίτερα μετά το 2005 ένας ογκούμενος αριθμός αλλοδαπών εισέρχεται καθημερινώς στα σύνορα. Είναι προφανές ότι η πλεονάζουσα αυτή εργατική δύναμη δεν δύναται να απασχοληθεί (λόγω ισχνής οικονομικής ανάπτυξης). Ενώ οι μετανάστες της περιόδου 1991-2000 μετακινούνταν από χώρες που διέθεταν βιομηχανία (με συνέπεια να έχουν αποκτήσει εργοστασιακή συνείδηση), οι εισερχόμενοι μετά το 2005 προέρχονται κατά κύριο λόγο από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας, πολλοί εκ των οποίων ουδέποτε έχουν εργασθεί σε εργοστάσιο, με συνέπεια η συντριπτική πλειονότητα να ασχολείται με το εμπόριο ή στην καλύτερη των περιπτώσεων με τη γεωργία. Υφίσταται δηλαδή ποιοτική διαφορά: οι παλιννοστούντες, οι Ρωσοπόντιοι, οι οικονομικοί μετανάστες από τις σοσιαλιστικές χώρες είχαν κάποια εργασία,κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει με τους πλείστους των μετοίκων από την Αφρική και την Ασία. Εκεί το πλεονάζον ανεκπαίδευτο εργατικό δυναμικό αναζητεί δουλειά κυρίως στον τριτογενή τομέα κάτω από εξαιρετικά γλίσχρες αμοιβές και εξαθλιωμένες συνθήκες διαβίωσης. Στην πραγματικότητα, φυτοζωεί δημιουργώντας δυσχέρειες στις πόλεις. Φαίνεται ότι, ενώ η Ελλάς στις αρχές του 1960 κατάφερε να αποφύγει τις παραγκουπόλεις και τις τενεκεδοσυνοικίες, αφού το υποαπασχολούμενο δυναμικό διοχετεύτηκε στο εξωτερικό, εκτονώνοντας ως βαλβίδα την κοινωνική πίεση, τώρα στις αρχές της δευτέρας δεκαετίας του 21ου αιώνα επανακάμπτει ο κίνδυνος δημιουργίας παρόμοιων καταστάσεων.
Στον πίνακα 4 εκτίθενται τα προσωρινά, μη πλήρως επιβεβαιωμένα, ευρήματα έρευνας στην οποία καταγράφεται το οικονομικό βάρος που υφίσταται η χώρα από τους μετανάστες αυτούς. Στο κόστος έχουν προσμετρηθεί η επιβάρυνση για τη συλλο- γή των απορριμμάτων, η επιπρόσθετη αστυνόμευση, τα κονδύλια της όποιας – χαμηλής – υγειονομικής περίθαλψης τυγχάνουν κ.λπ.
Το 2006 ο αριθμός των πλεοναζόντων, ήτοι των άνευ εργασίας αλλοδαπών, ανήρχετο σε 360 χιλ. άτομα περίπου έναντι 740 χιλ. το 2010 και 830 το 2011. Στη στήλη 3 ιχνηλατείται η ημερήσια επιβάρυνση των ανθρώπων αυτών στην οικονομία. Το 2006 ανήρχετο σε λιγότερο από 110 λεπτά κατά κεφαλήν, έναντι 2,5 ευρώ το 2010 και 2,9 το 2011. Σε ετήσια βάση (στήλη 4) το κόστος ήταν 402, 910 και 1.059 ευρώ αντίστοιχα κατά άτομο. Τοιουτοτρόπως, η επιβάρυνση της οικονομίας προσεγγίζεται σε 145 εκατ. ευρώ το 2006 έναντι 879 το 2011 (δηλαδή υπερεξαπλασιάσθηκε). Στα ανωτέρω δεν υπολογίσθηκαν οι διάφορες δαπάνες (κόστος περιπολίας στα σύνορα, αμοιβές συνοροφυλάκων, κόστος λειτουργίας επίγειων και θαλασσίων μέσων αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης κ.λπ.). Συνεκτιμώμενες, το συνολικό κόστος ίσως είναι διπλάσιο ή και πλέον.
1. Η «ακαθάριστη» μετανάστευση ανήλθε στο ίδιο διάστημα σε 1.070.000 άτομα και η παλιννόστηση σε 402 χιλιάδες συνεπώς η «καθαρή» μετανάστευση σε 670 χιλιάδες. Ο πληθυσμός αυτήν την περίοδο κυμάνθηκε στα 8,5 εκατομμύρια περίπου. Παπαηλίας (2006), «Το αλλοδαπό εργατικό δυναμικό», Διόνικος, Αθήνα.
2. Εάν οι εκτιμήσεις πραγματοποιηθούν με τη μέθοδο του Sauvy, τότε το κόστος είναι επταπλάσιο ή εννεαπλάσιο, (βλέπε: Sauvy A. (1963), «Théorie générale de la population», Paris, vol.1).
2. Εάν οι εκτιμήσεις πραγματοποιηθούν με τη μέθοδο του Sauvy, τότε το κόστος είναι επταπλάσιο ή εννεαπλάσιο, (βλέπε: Sauvy A. (1963), «Théorie générale de la population», Paris, vol.1).
* Ο Θεόδωρος Παπαηλίας είναι καθηγητής στο ΤΕΙ Πειραιά
Πηγή: Το Ποντίκι
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 27/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη