Thumbnail
Οι αστοχίες των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης το πρώτο εξάμηνο του 2015 ως σημείο εκκίνησης της απαξίωσης τους.

Εδώ και λίγα χρόνια έχει ευρέως εμπεδωθεί η άποψη πως οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα είναι κομματικά κατευθυνόμενες και ότι οι εταιρίες που τις διεξάγουν είναι σαφώς εξαρτημένες από επιχειρηματικά συμφέροντα. Στη βάση ποιών στοιχείων τεκμηριώθηκε η συγκεκριμένη άποψη; Στην οριακή αστοχία των περισσότερων δημοσκοπικών εταιριών να αποτυπώσουν τις εκλογικές προτιμήσεις των ψηφοφόρων το διάστημα πριν από την δεύτερη εκλογική μάχη του Σεπτεμβρίου 2015 [1] ακόμα και με ανοιχτές κάλπες (exit polls), καθώς όμως και στην ολοκληρωτική τους - αν και όχι όλων [2] - αστοχία κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος. Στην πραγματικότητα όμως ενώ όντως οι εταιρίες μετρήσεων σε γενικές γραμμές δεν «βρήκαν» τα εκλογικά αποτελέσματα, παράλληλα με αυστηρά επιστημονικούς όρους, οι οποίοι θα αναλυθούν συνοπτικά στη συνέχεια, δεν έπεσαν έξω, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Υπό αυτή την έννοια το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε αυτά κάθε αυτά τα ευρήματα των δημοσκοπικών εταιριών αλλά στο πώς αυτά χρησιμοποιούνται (είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω όντως πολιτικής σκοπιμότητας) αλλά σαφώς και στην απροθυμία πολλών δημοσκόπων να εμπλουτίσουν τις μεθόδους και τεχνικές τους. Και σε επιστημονικό επίπεδο οι δυνατότητες της δειγματοληπτικής μεθόδου συλλογής δεδομένων είναι πολύ συγκεκριμένες.

Το περιθώριο σφάλματος και τα επιστημονικά όρια της δειγματοληπτικής μεθόδου.

Σε μια διαδικασία δειγματοληψίας επειδή εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο σύνολο του πληθυσμού, η επιστημονική κοινότητα σε διεθνές επιπεδο έχει αποδείξει πως ένα ποσοστό (όπως πχ. το ποσοστό πρόθεσης ψήφου) που προκύπτει από τις απαντήσεις ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος του πληθυσμού είναι ικανό να προβλέψει όχι την ίδια την πραγματική τιμή/ποσοστό στον πραγματικό πληθυσμό αλλά ένα διάστημα ποσοστών (περιθώριο σφάλματος) στα όρια του οποίου τις 95 από τις 100 φορές (και όχι όλες τις φορές γιατί η Στατιστική όπως και καμία άλλη επιστήμη δεν είναι τέλεια) που θα επαναληφθεί η μέτρηση, η τιμή του δείγματος θα «πέσει» εντός των ορίων του διαστήματος που έχουν από πριν οριστεί, το οποίο συνήθως για δείγμα 1067 στοιχείων είναι +-3% [3,4]. Με απλά λόγια, όταν ένα πρωτοσέλιδο ή ένα διαδικτυακό site παρουσιάζει για παράδειγμα τη Νέα Δημοκρατία με ποσοστό 30% να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ με διαφορά 7% (καθώς ο τελευταίος σημειώνει δειγματικό μέσο ποσοστό 23%) δεν αποτυπώνει τα πραγματικά ευρήματα της δημοσκόπησης, παρά μόνο με πολύ αχνό και μάλλον επικίνδυνο τρόπο. Γιατί στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη μέτρηση, αν στο τυχαίο και αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού δείγμα, η πρόθεση ψήφου μετρηθεί ξανά και ξανά, τις 95 από τις 100 φορές η Νέα Δημοκρατία θα προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου από 1% έως 13%, με βάση το επιστημονικά καθορισμένο περιθώριο λάθους. Ας φανταστούμε λοιπόν πόσο (ακόμα) πιο άστοχο είναι ένα βαρύγδουπο πρωτοσέλιδο που αναφέρεται σε σίγουρη νίκη του κόμματος Α έναντι του κόμματος Β με διαφορά 5%, δεδομένου ότι η πραγματική τιμή του κόμματος Α είναι πιθανό να συμπίπτει εν τέλει με τον «πάτο» του δειγματικού εύρους του και η πραγματική τιμή του κόμματος Β να συμπίπτει με την αντίστοιχη «οροφή» του δικού του δειγματικού εύρους. Είναι προφανές ότι σε αυτή τη περίπτωση η πραγματική σειρά των κομμάτων θα είναι διαφορετική! Υπό αυτή την έννοια, οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να αποκαλύψουν με ακρίβεια τις εκλογικές προτιμήσεις που θα γεννήσει μια εθνική κάλπη, αλλά σίγουρα μπορούν να ανιχνεύσουν τις τάσεις της.

Η υποχώρηση της αυστηρά μονοκομματικής ταύτισης και η δυνητική εκλογική επιρροή

Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης (δημοσκοπήσεις) ως στατιστικό εργαλείο, όταν χρησιμοποιούνται από έγκριτους πολιτικούς επιστήμονες είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για την ανίχνευση πολιτικών στάσεων και συμπεριφορών αλλά και τη διερεύνηση εκλογικών προτιμήσεων. Σε μια τέτοια κατεύθυνση κινείται και η μεθοδολογία της «δυνητικής εκλογικής επιρροής/απήχησης» που στην Ελλάδα χρησιμοποιεί η Prorata [5], και η οποία απεγκλωβισμένη από το άγχος του να φανερώσει τι ακριβώς κρύβει μια μελλοντική φανταστική κάλπη, εξάγει έναν πλούτο πληροφοριών, που προσφέρει εξαιρετικά μεγάλες δυνατότητες ως προς την - σε τελική ανάλυση άκρως σημαντική - εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Τι είναι όμως η «δυνητική εκλογική επιρροή» και πως επιχειρεί να λύσει προβλήματα ως προς την ανάλυση της εκλογικής προτίμησης που οφείλονται στις τάσεις πολιτικής ρευστότητας και υποχώρησης της μονοκομματικής ταύτισης [6,7] που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας αλλά και διεθνώς; Σε αντίθεση με την πρόθεση ψήφου η οποία καταγράφει την εκλογική προτίμηση ενός μόνο κόμματος όπως θα συνέβαινε σε πραγματικές συνθήκες μιας εκλογικής μάχης, η δυνητική εκλογική επιρροή καταγράφει την πιθανότητα εκλογικής στήριξης για κάθε ένα ξεχωριστά κόμμα και στη συνέχεια αθροίζει τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν πιθανότητα ίση ή μεγαλύτερη του 50% να επιλέξουν κάθε κόμμα , καθώς και τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν πιθανότητα ίση ή μεγαλύτερη του 80% να επιλέξουν κάθε κόμμα. Τι προκύπτει όμως από μια τέτοιου τύπου ερώτηση; Ένα εκλογικό κατώτατο και ένα αντίστοιχο ανώτατο όριο για κάθε κόμμα, αφού πολλοί ερωτώμενοι θα απαντήσουν μεταξύ άλλων πως δίνουν μηδενική ή σχεδόν μηδενική (20%) πιθανότητα να στηρίξουν κάποιο κόμμα. Αυτή η πληροφορία είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη όχι μόνο για επιστήμονες πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς αλλά και για τα κομματικά επιτελεία, τα οποία μπορούν να διαμορφώσουν πτυχές της επικοινωνιακής τους στρατηγικής με βάση αυτά τα ευρήματα. Όταν για παράδειγμα υπάρχει ένα ακροατήριο με έντονα κοινωνικά φιλελεύθερα χαρακτηριστικά (πχ. ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα) που αμφιταλαντεύεται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, Ποταμιού και ΚΙΝΑΛ είναι σαφές πως αυτή η πληροφορία μπορεί να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για τα κομματικά επιτελεία και την στρατηγική τους. Και αυτές είναι μόνο λίγες από τις πολλές δυνατότητες του συγκεκριμένου εργαλείου [8].

Η δυνητική εκλογική επιρροή και οι αναποφάσιστοι

Το σημαντικό όμως «πρόβλημα» που δημιούργησε η πολιτική ρευστότητα και η υποχώρηση της αυστηρά μονοκομματικής ταύτισης των ψηφοφόρων ήταν και η διόγκωση της μεγάλης δεξαμενής των αναποφάσιστων. Οι πρωτοφανείς σε ποιότητα, ποσότητα και πυκνότητα πολιτικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015 (βλ. δύο εθνικές εκλογές, διαπραγμάτευση, δημοψήφισμα, διαχείριση αποτελέσματος δημοψηφίσματος, για πρώτη φορά αξίωση εννέα κομμάτων να εισέλθουν στη βουλή) διαδραμάτισαν τον δικό τους καταλυτικό ρόλο στην δημοσκοπική αστοχία της περιόδου [9] αλλά και ανέδειξαν την ανάγκη ανίχνευσης νέων μεθοδολογικών οδών στις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Σε αυτή τη κατεύθυνση και λαμβάνοντας υπόψη τη τρέχουσα διαδικασία αναδιαμόρφωσης του πολιτικού περιβάλλοντος στη χώρα μας, η δυνητική εκλογική επιρροή μοιάζει ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο γιατί ακριβώς συλλέγει από όσους δηλώνουν αναποφάσιστοι ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές πληροφορίες, όπως για παράδειγμα το (α) ποίες είναι οι πιθανότητες να προσέλθουν εν τέλει στις κάλπες και αν φυσικά το πράξουν (β) ποιο κόμμα θα στηρίξουν πιθανότατα. Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν για παράδειγμα μια καλή εικόνα σχετικά με το αν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του 2015 έχουν κλείσει οριστικά την πόρτα στο κυβερνόν κόμμα ή δεν αποκλείουν να το στηρίξουν εκ νέου -και υπό συνθήκες που το κυβερνόν κόμμα μπορεί να διαμορφώσει- και άρα να αποτελέσουν δυνητικά μια κρίσιμη εκλογική μάζα [10]. Εναλλακτικά, οι πληροφορίες αυτές δίνουν τη δυνατότητα στα κόμματα να επιλέξουν μια στρατηγική της τελευταίας στιγμής, προβάλλοντας ή μη την αναγκαιότητα να προσέλθουν οι αναποφάσιστοι πολίτες στις κάλπες, ανάλογα με το αν οι τελευταίοι δηλώνουν μεγαλύτερη πιθανότητα να στηρίξουν το δικό τους ή κάποιο ανταγωνιστικό κόμμα.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι η διερεύνηση της πρόθεσης ψήφου άχρηστη και ως εκ τούτου πρέπει να αντικατασταθεί από την ανίχνευση της δυνητικής εκλογικής επιρροής; Η απάντηση είναι πως όχι. Η επιστημονική κοινότητα έχει τεκμηριωμένους θεωρητικά και εμπειρικά λόγους να πιστεύει πως τα διαφορετικά εργαλεία είναι υπό συγκεκριμένες συνθήκες χρήσιμα. Η πρόθεση ψήφου μοιάζει πιο χρήσιμη πλησιάζοντας προς τις εκλογές, καθώς οι πολίτες τείνουν να έχουν πιο αμετάβλητη συγκριτικά εκλογική προτίμηση, ενώ η δυνητική εκλογική επιρροή είναι πιο χρήσιμη όταν το πολιτικό παιχνίδι «παίζεται ακόμα» και ως εκ τούτου το τοπίο είναι ιδιαιτέρως ρευστό. Υπό αυτή την έννοια, μοιάζει πως μακροπρόθεσμα εντός ενός εκλογικού κύκλου, το ένα εργαλείο συμπληρώνει το άλλο και πως η εναλλακτική χρήση τους ενισχύει τις πιθανότητες μιας πιο ακριβούς εκλογικής εκτίμησης του αποτελέσματος, με βάση την παρατήρηση, μελέτη και συνεκτίμηση των ευρημάτων.

Η ευθύνη των ΜΜΕ και των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης

Είναι όμως το πρόβλημα των δημοσκοπήσεων μια συζήτηση που περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από την ορθή επιλογή μεθοδολογίας, αφορώντας έτσι μόνο τους δημοσκόπους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι έχουν συγκεκριμένες ευθύνες για το πώς προβάλλουν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Γιατί τα στείρα νούμερα (δειγματικοί μέσοι) που σχεδόν καθολικά παρουσιάζουν τα εγχώρια ΜΜΕ ουσιαστικά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Και εδώ μερίδιο ευθύνης έχει και η δημοσιογραφική κοινότητα, και όχι τα νούμερα, γιατί είτε λόγω πίεσης «από τα πάνω» είτε λόγω άγνοιας, συμβάλλει στο να μην ενημερώνεται ο αναγνώστης μιας δημοσκόπησης από την πρώτη κι όλας στιγμή για το περιθώριο λάθους μιας μέτρησης, διαστρεβλώνοντας ουσιαστικά τα ίδια τα ευρήματα [11].

Βέβαια αν κάποιος υποστηρίζει πως όντως υπάρχει «μαγείρεμα» αριθμών (και άρα ευθύνη των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης), ώστε να καλλιεργείται «κλίμα νίκης» για κάποιο κόμμα, οι συνέπειες μιας τέτοια πρακτικής δεν δύναται με ασφάλεια να τεκμηριωθεί πως ευνοούν το ένα ή το άλλο κόμμα [12]: ενώ όντως η αίσθηση μιας επικείμενης νίκης ενός κόμματος συχνά συμπαρασύρει ψηφοφόρους προς αυτό το ίδιο, πρώτο στις δημοσκοπήσεις κόμμα (bandwagon effect), μπορεί επίσης υπό συνθήκες να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τους χλιαρούς ψηφοφόρους του δεύτερου κόμματος (underdog effect). Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή έγκειται σε μια επιστημονική συζήτηση [13], σύμφωνα με την οποία τα περισσότερα εμπειρικά ευρήματα τείνουν να στηρίζουν την άποψη πως το «κλίμα νίκης» ενός κόμματος περισσότερο καλλιεργεί το bandwagon effect, παρά το underdog effect, και επίσης ότι σε περιβάλλοντα ρευστότητας (που συνεπάγεται αγωνία για το τι σκέφτεται, νιώθει, προτιμάει και επιλέγει εν τέλει ο «άλλος») η άποψη των άλλων μπορεί να επηρεάσει σημαντικά και τη δική μας εκλογική προτίμηση. Τέλος, στην ίδια λογική, η εμμονή πολλών ελληνικών εταιριών στην λεγόμενη «παράστασης νίκης», η οποία από επιστημονική άποψη δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία -καθώς απλώς επιβεβαιώνει πως οι ερωτώμενοι διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις (!)- συντελεί στην ένταση του bandwagon effect.

Σε κάθε περίπτωση -όποια κι αν είναι η πραγματικότητα- τα στείρα νούμερα περισσότερο μοιάζουν να συντηρούν την καχυποψία και την απαξίωση των δημοσκοπήσεων, παρά να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της χαμένης τους «αξιοπιστίας». Άρα εκ των πραγμάτων, είτε λόγω πολιτικών εξαρτήσεων, είτε λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, πολύ συχνά τα ίδια τα ΜΜΕ διαμορφώνουν ένα πλαίσιο απαξίωσης των δημοσκοπήσεων. Γιατί αν για παράδειγμα μια δημοσκόπηση  βρει μια μέση δειγματική διαφορά +/- 4% υπέρ ενός κόμματος και εν τέλει το πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα αντιστρέψει την δοθείσα από την συγκεκριμένη δημοσκόπηση σειρά των κομμάτων, πιθανότατα θα στοχοποιηθεί η ίδια η εταιρία που έτρεξε την μέτρηση, παραβλέποντας το από τα πριν δοσμένο εύρος τιμών ή το σχετικό κείμενο του υπεύθυνου πολιτικού αναλυτή που παρατήρησε τι κρύβεται πίσω από αριθμούς και διαγράμματα.

Εν τέλει, είναι οι δημοσκοπικές εταιρίες αθώες; Η απάντηση είναι και πάλι μάλλον αρνητική. Όχι όμως γιατί μπορεί να τεκμηριωθεί εύκολα ότι οι δημοσκόποι «πειράζουν» τα νούμερα, όπως πολύ συχνά υποστηρίζεται, αλλά πολύ περισσότερο γιατί ορισμένοι (σκόπιμα ή μη) δεν προχωράνε στην αναθεώρηση και βελτιστοποίηση των εργαλείων τους (όπως πχ. της παραδοσιακής τεχνικής στάθμισης προς την ψήφο στις προηγούμενες εκλογές, που όπως αποδείχθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν είναι a priori ορθή) ή επιμένουν σε ερωτήσεις αμφιλεγόμενης επιστημονικής αξίας, όπως η «παράσταση νίκης». Είναι τέλος, οι δημοσκοπικές εταιρίες χειρότερες απ’ ότι στον υπόλοιπο κόσμο; Μάλλον όχι, καθώς μέχρι και τον πολιτικό σεισμό του 2015 αποτύπωναν με σχετική ακρίβεια τις τάσεις εκλογικής συμπεριφοράς του πραγματικού πληθυσμού, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έβγαζαν σταθερά μέχρι και την ημέρα των εκλογών άλλον πρόεδρο, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2016, χώρα στην οποία το σταθερό πολιτικό περιβάλλον σαφώς ευνοεί την ακρίβεια των μετρήσεων [15]. Φυσικά, παρόμοιες της ελληνικής δημοσκοπικές αστοχίες παρατηρήθηκαν και σε άλλα περιβάλλοντα, όπως αυτό εντός των οποίων διεξήχθησαν οι γαλλικές εκλογές του 2017 [16], όπου όμως η πολιτική ρευστότητα (νέο κόμμα Μακρόν, άνοδος Λεπεν) ήταν σαφώς πιο περιορισμένη απ’ ότι στη χώρα μας.

 

Συνοπτικά:

(α) χρειάζεται βελτιστοποίηση των μεθοδολογικών εργαλείων ανίχνευσης και εκτίμησης της εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων, λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον ρευστότητας, με την συνδυαστική χρήση της πρόθεσης ψήφου και της δυνητικής εκλογικής επιρροής, καθώς και αναπροσαρμογή των τεχνικών στάθμισης.

(β) η ανάδειξη των δημοσκοπήσεων ως πολιτικών γεγονότων μεγίστης μάλιστα σημασίας με ταυτόχρονη παρουσίαση στείρων αριθμών (δειγματικοί μέσοι) που συχνά επικεντρώνονται στην διακύμανση της λεγόμενης «ψαλίδας», καθώς και αντιεπιστημονικών συμπερασμάτων για τον αριθμό των κομμάτων που εισέρχονται στη βουλή και την κατανομή των εδρών, αν δεν είναι εκ του πονηρού και εξυπηρετεί σκοπιμότητες, είναι σίγουρα δημοσιογραφικά αντιδεοντολογική.

(γ) για την επανάκτηση της χαμένης τους αξιοπιστίας, οι εταιρίες δημοσκοπήσεων πρέπει να επιβάλλουν τη δημοσιοποίηση των ανώτατων και κατώτατων ορίων εντός των οποίων εκτιμάται ότι τοποθετείται το πραγματικό ποσοστό/τιμή του κάθε κόμματος, με όχι με τυπικούς όρους και αστερίσκους αλλά με σαφήνεια ως προς τις πραγματικές δυνατότητες της στατιστικής, ενώ παράλληλα οφείλουν να αποφεύγουν ερωτήσεις που ουσιαστικά δεν προσφέρουν τίποτα στην ανάλυση της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς, όπως η λεγόμενη μέτρηση της «παράστασης νίκης».

 

Άγγελος Σεριάτος

MSc researcher, Political Communication (University of Amsterdam)

Επιστημονικός συνεργάτης της εταιρίας ερευνών κοινής γνώμης Prorata.

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] https://www.news247.gr/afieromata/oi-provlepseis-ton-dimoskopiseon-kai-ta-pragmatika-apotelesmata-ton-eklogon-ta-teleytaia-20-chronia.6419933.html

[2] http://www.efsyn.gr/arthro/psifizoyn-ohi-stin-protasi-ton-thesmon

[3] Field, A. (2009). Discovering statistics using SPSS. Sage publications.

[4] Κολυβά-Μαχαίρα, Φ. (1995). Μαθηματική Στατιστική. Ζήτη, σελ. 334.

[5] http://www.efsyn.gr/arthro/diavazontas-mia-dimoskopisi

[6] Kriesi, H., Grande, E., Lachat, R., Dolezal, M., Bornschier, S., & Frey, T. (2006). Globalization and the transformation of the national political space: Six European countries compared. European Journal of Political Research, 45(6), 921-956.

[7] Γεωργιάδου, Β., Καφέ, Α. (2018). Εκλογική συμπεριφορά. Παπαδόπουλος.

[8,14] Κωνσταντινίδης, Γ. (2018). Επιλέγοντας: η κοινή γνώμη και τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και στον κόσμο 2015-2017. Τζιόλα.

[9] https://www.publicissue.gr/11933/polls-2015-report/

[10] https://prorata.gr/2018/09/12/i-porta-tou-upogeiou/

of the International AAAI Conference on Weblogs and Social Media. AAAI Press, pp. 122–129, 2010.

[11] https://neaselida.gr/parapolitika/o-proedros-tis-metron-analysis-gia-to-protoselido-ton-neon-einai-lathos/

[12] Van der Meer, T. W., Hakhverdian, A., & Aaldering, L. (2015). Off the fence, onto the bandwagon? a large-scale survey experiment on effect of real-life poll outcomes on subsequent vote intentions. International Journal of Public Opinion Research, 28(1), 46-72.

[13] Irwin, G., & Van Holsteyn, J. J. (2000, August). Bandwagons, underdogs, the Titanic, and the Red Cross: the influence of public opinion polls on voters. In Communication presented at the 18th Congress of the International Political Science Association, Québec (pp. 1-5).

[14] Bursztyn, L., Cantoni, D., Funk, P., & Yuchtman, N. (2017). Polls, the press, and political participation: the effects of anticipated election closeness on voter turnout. National Bureau of Economic Research.

[15] https://www.nytimes.com/2017/05/31/upshot/a-2016-review-why-key-state-polls-were-wrong-about-trump.html

[16] https://fivethirtyeight.com/features/macron-won-but-the-french-polls-were-way-off/

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

foto_education.jpg
Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας: Οι οριστικοί Πίνακες Συμβούλων Ψυχολόγων, Συμβούλων Σταδιοδρομίας, Εκπαιδευτικού Προσωπικού
Οριστικοί Πίνακες Συμβούλων Ψυχολόγων-Συμβούλων Σταδιοδρομίας-Εκπαιδευτικού Προσωπικού – Ανακοίνωση από το ΙΝΕΔΙΒΙΜ
Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας: Οι οριστικοί Πίνακες Συμβούλων Ψυχολόγων, Συμβούλων Σταδιοδρομίας, Εκπαιδευτικού Προσωπικού
Εκπαίδευση
Ειδική Αγωγή: «Ντροπή την ημέρα της απεργίας να παροτρυνόμαστε να πάμε στη δουλειά έστω και καθυστερημένα»
Καταγγελία της ΠΟΣΕΕΠΕΑ για την ανακοίνωση που έλαβαν εργαζόμενοι των ΚΕΔΑΣΥ για βραδεία προσέλευση και πρόωρη αποχώρηση κατά μία ώρα πριν τη λήξη...
Ειδική Αγωγή: «Ντροπή την ημέρα της απεργίας να παροτρυνόμαστε να πάμε στη δουλειά έστω και καθυστερημένα»
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: Ιδρύεται «Επώνυμη Έδρα Διδασκαλίας και Έρευνας στις Μικρασιατικές Σπουδές»
Ανακοινώθηκε η ίδρυση «Επώνυμης Έδρας Διδασκαλίας και Έρευνας στις Μικρασιατικές Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας: Ιδρύεται «Επώνυμη Έδρα Διδασκαλίας και Έρευνας στις Μικρασιατικές Σπουδές»