Donald Trump: Η ορκωμοσία του Προέδρου της La La Land
Το La La Land είναι μια ταινία που είναι εξαιρετικά δουλεμένη πάνω στις αναφορές της και τις ταινίες που έχει βασιστεί, και πετυχαίνει κάθε στόχο στην εντέλεια.

Εν μέσω ενός χλιαρού πλήθους αλλά και ταραχών σε αρκετές πολιτείες, ο νεόκοπος Πρόεδρος των ΗΠΑ ανέλαβε καθήκοντα σε μια διχασμένη και αβέβαιη χώρα. Σίγουρα αναμένονται πολλές πολιτικές εξελίξεις καθώς τα πολλά πρόσωπα της Αμερικής φαίνεται πως οδηγούνται σε συγκρούσεις. Ωστόσο, όλοι φαίνεται να συμφωνούν σε κάτι: Στο πόσο ωραία ταινία είναι το La La Land, που μετά τις χρυσές σφαίρες αναμένεται να σαρώσει και τα πολυθρύλητα αγαλματίδια του θείου Όσκαρ. Το δίχως άλλο, μάλλον είναι η ταινία που θα έκατσε να δει ο νέος πορτοκαλί πλανητάρχης με την Melanie, μια μέρα πριν την ορκωμοσία του.

City of Stars

Που βρίσκεται όμως αυτή η La La Land; Μα φυσικά, στην πόλη των αγγέλων, στο Los Angeles. Που αν είναι κυριολεκτικά η πόλη των αγγέλων, τότε οι άγγελοι έχουν γκρίζα από το καυσαέριο φτερά, το 50% είναι Λατίνοι και το άλλο 50% μοιράζεται σε λευκούς και μαύρους. Μεγάλο ποσοστό αυτών δουλεύει σε κάποιο πόστο στη βιομηχανία του θεάματος. Επιπλέον, όσοι και όσες κυνηγούν μια μέρα να βρεθούν σε αυτή τη βιομηχανία, το Los Angeles είναι η γη της επαγγελίας, το μέρος που πρέπει να σταθούν και να χαζέψουν τα όνειρά τους καθώς γίνονται πραγματικότητα.

Φυσικά, η πανέμορφη ταινία του David Chazelle, αφού κάνει ένα πολύ-πολιτισμικό μουσικό σκετς στην αιώνια κίνηση των δρόμων του Los Angeles στην αρχή της ταινίας, λίγη σημασία δίνει στην πολυχρωμία και πολυσπερμία της πόλης. Το ολόλευκο και εκπληκτικά φωτογενές ζευγάρι (Ryan Gosling, Emma Stone) του κλέβει όλη την προσοχή του. Όχι άδικα-πρόκειται για δυο ηθοποιούς με εκπληκτική χημεία, που είχε φανεί από το Crazy Stupid Love (2011). Ο Ryan Gosling υποδύεται έναν αμετανόητο λάτρη της τζαζ, τον Seb, που ονειρεύεται να ανοίξει ένα μπαρ που θα παίζει την αυθεντική τζαζ. Η χαρισματική Emma Stone υποδύεται την Mia, ένα κορίτσι με μεγάλο όνειρο να γίνει μια σταρ το σινεμά. Και οι δυο τους ξεκινούν από τα πολύ χαμηλά: Όταν γνωρίζονται, ο Seb παίζει τα…κάλαντα σε piano bars και η Mia όντως δουλεύει σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό studio αλλά ως υπάλληλος σε καφετέρια. Ο έρωτάς τους θα είναι ένα παράλληλο ταξίδι αυτογνωσίας: Για τα όνειρα που μετράνε και τα όνειρα που είναι ονειροπολήσεις της νεότητας. Για την κυνικότητα της ζωής έναντι του ρομαντισμού της φαντασίας. Για τις θυσίες του να κυνηγάς αυτό που αγαπάς.

Βέβαια, οι θυσίες δεν είναι δα και τόσο μεγάλες, εδώ που τα λέμε. Ο Seb έχει το περιθώριο να απολύεται από τις διάφορες δουλίτσες του καθώς φαίνεται ότι η πλούσια αδερφή του τον υποστηρίζει. Μόλις αποφασίζει να «υποχωρήσει» λίγο από τις αρχές του για την αγνή τζαζ και να συμμετέχει σε μια pop μπάντα (με jazz καρδιά αλλά πολύ μοντέρνες παραγωγές) γίνεται αμέσως είδωλο. Από την άλλη, η Mia έχει το περιθώριο να «αποτύχει» στις φιλοδοξίες της, καθώς την περιμένει το πάντα φιλόξενο σπιτάκι της κάπου στα βορειοδυτικά, όπου μπορεί να διαλέξει μια άλλη καριέρα. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ονειρεύεται με «δίχτυ ασφαλείας», πράγμα που δεν είναι απαραίτητα κακό. Άλλωστε, η πλειοψηφία των μεγάλων αστέρων της βιομηχανίας του L.A. la Land έχει μια ανάλογη προέλευση και είχε ανάλογο δίχτυ καθώς ξεκινούσε.

Πότε διαδραματίζονται όλα αυτά; Εδώ ο σκηνοθέτης στήνει μια εξαιρετικά ευφυή ατμόσφαιρα. Καθώς η ταινία του είναι ένας φόρος τιμής στην κινηματογραφική εποχή των μιούζικαλ, και καθώς είναι βέβαιο πως δεν θα υπήρχε περίπτωση άνθρωποι να χορεύουν στο Los Angeles χωρίς selfie stick και live feed στο facebook, η ταινία του David Chazelle μοιάζει να είναι τοποθετημένη σε έναν κάπως απροσδιόριστο χωροχρόνο, παράλληλο με τον δικό μας. Σκέψου το 1950 με smartphone. Ή την εποχή που οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με Cadillac αλλά και Toyota Prius. Ο Chazelle θολώνει τα νερά του χρόνου έτσι ώστε να συνδυάσει το retro με το μοντέρνο, την νοσταλγία με την επικαιροποίηση. Και σε αυτό τα καταφέρνει άριστα. Κυρίως, καταφέρνει κάτι που σαν σύλληψη μπορεί να φάνταζε αστείο: Πως μπορεί να φτιαχτεί ένα πετυχημένο και συγκινητικό μιούζικαλ το 2017, την εποχή δηλαδή των ειδικών εφέ και των σούπερ-ηρώων. 

Make Hollywood great again

Εύλογο, θα πει κάποιος. Τα μιούζικαλ είναι κειμήλιο μιας χρυσής εποχής. Επίσης, είναι απόδραση, είναι feel good σινεμά. Και μάλιστα, σε ένα σινεμά που έχει παραγεμίσει με blockbuster και ήρωες με κολάν και διαστημικά κλωτσομπουνίδια. Ο τετραπέρατος απόφοιτος του Χάρβαρντ, ήδη αναγνωρισμένος από το Whiplash (Χωρίς Ανάσα), αποφάσισε να ποντάρει πάνω στο σωστό άλογο για να πρωτοτυπήσει: Την νοσταλγία. Άλλωστε, είναι μάλλον παράταιρο να πρωτοτυπεί κανείς όταν βασίζει την δημιουργία του σε ένα είδος που μεσουράνησε περίπου έναν αιώνα πριν. Αλλά όπως ακριβώς έκαναν και οι αδερφοί Duffer με την (εκπληκτική) τηλεοπτική σειρά Stranger Things, ο κινηματογράφος του βασίζεται στην συλλογική αγωνία ενός κορεσμένου κοινού να δραπετεύσει από το παρόν και να επιστρέψει στην παραμυθία του. Είτε αυτή λέγεται παραμυθία των παραμυθιών των ‘80s, είτε αυτή αφορά στην εποχή που οι κινηματογραφικοί ήρωες χόρευαν και τραγουδούσαν για να ξορκίσουν τα χρόνια της μεγάλης κατάθλιψης μετά το κραχ του 1929.

Το La La Land είναι μια ταινία που είναι εξαιρετικά δουλεμένη πάνω στις αναφορές της και τις ταινίες που έχει βασιστεί, και πετυχαίνει κάθε στόχο στην εντέλεια. Εκθέτει μάλιστα και την ίδια την φιλοσοφία της δημιουργίας της σε έναν διάλογο του Seb με τον pop τραγουδιστή με τον οποίο ‘’αναγκάζεται’’ να συνεργαστεί, τον οποίο υποδύεται ο γνωστός pop star John Legend. Ο τελευταίος του λέει καθαρά: «Αφού λατρεύεις θρύλους όπως ο Nat King Cole, αυτοί ήταν πρωτοπόροι τότε, εσύ πως είσαι τόσο συντηρητικός και θέλεις να παίζεις μόνο αυτούς;». Και εκεί ο Seb δέχεται να εγκαταλείψει το πιάνο του για τα μπλιμπλίκια και τα φαντεζί synthesizer για να κατακτήσει το νεανικό κοινό, διατηρώντας ωστόσο την «jazzy» καρδιά του, για να μπορεί το ίδιο νεανικό κοινό να νιώθει σε μια συνέχεια με τα μεγάλα σουξέ του παρελθόντος.

Για να μην τα πολυλογούμε, όλα αυτά είναι όντως πολύ όμορφα. Μόνο που η χρωματιστή παλέτα του David Chazelle λειτουργεί στην εντέλειά της με μια βασική προϋπόθεση: Να είναι λευκός ο νοσταλγός-δέκτης.

Λευκή Τζαζ

Το ομώνυμο βιβλίο του James Elroy ολοκληρώνει την τετραλογία του Λος Άντζελες, μαζί με αξεπέραστα έργα του όπως η Μαύρη Ντάλια και το Λος Άντζελες Εμπιστευτικό. Έχει καιρό τώρα εξαντληθεί η ελληνική του μετάφραση από τις εκδ. Άγρα (όποιος/α το έχει παρακαλώ να επικοινωνήσει άμεσα με την γραμματεία!!) και είναι για πολλούς μια από τις κορυφαίες δουλειές του μαιτρ του νουάρ. Θεωρείται και από τον ίδιο τον συγγραφέα μη κινηματογραφήσιμο. Μπορεί το σκοτεινό LA του να μην έχει καμία σχέση με το φωτεινό LA του La La Land, αλλά η πιο λευκή των λευκών τζαζ γράφτηκε από τον David Chazelle. Η λεύκανση αυτή μπορεί να γίνεται για εμπορικούς σκοπούς, μπορεί απλά να βρίσκονται μερικοί κακοπροαίρετοι και να το υπεραναλύουν, μπορεί να μην υπάρχει μαύρος ηθοποιός με την γοητεία του Ryan Gosling, αλλά αυτό το νοσταλγικό ρομάντζο λίγη σχέση έχει με το LA, την τζαζ αλλά και τα ίδια τα μιούζικαλ. Άλλωστε, τα μιούζικαλ δεν νοσταλγούσαν άλλη παλιότερη εποχή: Αναζητούσαν την απόδραση και την κινηματογραφική μαγεία τους στο χωροχρόνο τους. Και η μονομέρεια στο ‘’λευκό χρώμα’’ τη δεκαετία του ’30 και του ’40 δεν ήταν ακριβώς σκηνοθετική επιλογή, αλλά η πραγματικότητα της εποχής.

Ας μην γελιόμαστε: Η νοσταλγία δεν είναι κάτι ουδέτερο, πανανθρώπινο ή οικουμενικό. Δεν είναι μονάχα ο αναστεναγμός μιας χαμένης νιότης και δεν έχει σχέση αυτή η νοσταλγία με την κυρίως ειπείν νοσταλγία, που αφορά το άλγος του νόστου, δηλαδή της απομάκρυνσης από τα πάτρια εδάφη. Όταν το 80% των ψηφοφόρων του Trump δηλώνει πως ‘’νοσταλγεί’’ τα 50’s, δεν νοσταλγεί μια πατρίδα την οποία εγκατέλειψε- νοσταλγεί την ίδια του την πατρίδα αλλιώτικα, την νοσταλγεί με τον ίδιο τρόπου που ένας μαύρος θα αντιμετώπιζε μια τέτοια επιστροφή με γνήσιο φόβο. Η νοσταλγία του τόπου ορίζει συγκινητικές αφηγήσεις από τον Όμηρο ακόμα. Η νοσταλγία του χρόνου ωστόσο, είναι κάτι διαφορετικό.

Άλλωστε πολύ σπάνια κάτι καλό ξεκινάει με την φράση «τον παλιό καλό καιρό»- αξίζει να σκεφτεί κανείς και τα συνήθη συμφραζόμενα όταν αυτή η φράση χρησιμοποιείται και εδώ, στην Ελλάδα. Δεν συμπίπτει κάθε νοσταλγία με αυτήν του Γιοκαρίνη και φυσικά δεν μιλάμε για την αναπόληση της νιότης και των διαφόρων τρόπων που απολάμβανε κανείς την μουσική ή το σινεμά ή τον ελεύθερο χρόνο του. Άλλωστε, ψυχές που δεν γερνάνε σπανίως νοσταλγούν νεότητες. Όταν αυτό συμβαίνει, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με το παρόν. Επιπροσθέτως, το μεγάλο ζητούμενο, η δραπέτευση στο αύριο είναι ομιχλώδης και κοπιαστική. Σε αυτή την συλλογική αγωνία, οι καρικατούρες του χθες μπορούν να βρουν το σύνθημα με το σωστό παρελθοντικό/νοσταλγικό γκελ (make America great again) και οι καρικατούρες του σήμερα να αναπολούν περασμένα μεγαλεία, μεγάλους προγόνους, ακόμα και…. οδοποιητικές επταετίες.

Ah, the good ol’ times

Αν η ρίζα του συντηρητισμού είναι η προσκόλληση στο παρελθόν, η νοσταλγία δεν παύει να θυμίζει την μεγάλη δουλειά που απαιτεί το πέρασμα από το σήμερα στο αύριο. Ακόμα και το θανατερό για τα ινδάλματα 2016 δεν ήταν παρά μια υπενθύμιση του ‘’δεν το κάνουν πια έτσι’’, ‘’δεν υπάρχουν πλέον τέτοιοι καλλιτέχνες’’ κ.ο.κ. Αυτό δεν είναι ψέμα ούτε συντηρητισμός. Αυτό είναι το ατελείωτο παρόν του ‘’Τέλους της ιστορίας’’. Βέβαια, ακόμα και τα σπουδαιότερα των μυθιστορημάτων, δικαιούνται να κάνουν μερικές κοιλιές χωρίς να επιβάλλουν στον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει παλιότερες σελίδες.

Με αυτήν την έννοια, δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει τον ταλαντούχο David Chazelle ή το υπέροχο cast του πως σιγοντάρουν τον Donald Trump και την νοσταλγική του ρητορεία. Άλλωστε, στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, τα πρόσωπα του σκοτεινού παρελθόντος δεν φέρουν μαζί τους μονάχα νοσταλγική διάθεση -επενδύουν κυρίως και περισσότερο στον φόβο. Στο La La Land οι ήρωες μαθαίνουν να μην φοβούνται να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να πάνε και κόντρα στα στεγανά τους. Όμως, στον αυστηρά αποστειρωμένο από την πραγματικότητα κόσμο τους, η δραπέτευσή τους δεν γίνεται προς το μέλλον, αλλά προς το ίδιο το παρελθόν που θα ήθελαν να αποδώσουν μονάχα ένα φόρο τιμής.

Το La La Land λοιπόν δεν είναι ηθελημένα η χώρα που θα ήθελε να είναι πρόεδρος ο Donald. Ο δημιουργός της απλά αφουγκράστηκε ένα συλλογικό αίσθημα, όπως θα έκανε κάθε δημιουργικός, ανήσυχος και πετυχημένος σκηνοθέτης. Το ίδιο συλλογικό αίσθημα θα αφουγκραστεί μάλλον και η Ακαδημία, και το La La Land θα σηκώσει αρκετά Όσκαρ. Όμως, όπως ακριβώς το συζητούσαμε και σε προηγούμενο άρθρο (βλ. Η αβάσταχτη πολιτική ορθότητα της Meryl Streep), μήπως καμιά φορά η τέχνη οφείλει να επανανοηματοδοτεί αυτά τα συλλογικά αισθήματα; Και μήπως ο βασικός της σκοπός δεν είναι να αφουγκράζεται αυτά τα συλλογικά αισθήματα με τόση μονομέρεια; Αναμφίβολα, η μαύρη κοινότητα γέννησε την τζαζ και σίγουρα την αγάπησε περισσότερο από τον Seb. Αναμφίβολα, δεν υπάρχει κάποιος μαύρος που να νοσταλγεί την χρυσή εποχή του Hollywood, μια εποχή στην οποία μάλλον εργαζόταν εκεί χωρίς κανέναν δημιουργικό ρόλο και με τις χειρότερες πιθανές συνθήκες.

Άλλωστε, το τραγούδι και ο χορός της επόμενης ημέρας, ειδικά αν ξεκινήσει από το L.A., δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολυφωνικό, πολυπολιτισμικό και πολύχρωμο κομψοτέχνημα, ένα υπέροχο παραμύθι που μένει να κινηματογραφηθεί, μένει να γραφτεί, μένει να εμπνεύσει νέους και νέες καλλιτέχνες που ρίχνονται στην μάχη των ονείρων με το βλέμμα τους στο μέλλον και χωρίς να λοξοκοιτούν στην ευκολία του χθες.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα