Σαν σήμερα φεύγει ο μεγάλος ποιητής των οριζόντων, Νίκος Καββαδίας
1.«Ο Γεμιτζής»
(θαλασσόλυκος και αταξίδευτος)
Πέρα απ’ το Να πετάχτηκε μπροστά τους στο δρόμο. Διαγώνια περασμένο το ταγάρι και στο χέρι του κρατούσε ραβδί. Φόραγε ναυτικό σκούφο. Έκοψαν απότομα ταχύτητα. Ήταν σα σκιαγμένος με περίεργο βλέμμα, αλλά δεν σκιάχτηκε που τους είδε. Ο φίλος της παρέας που τον ήξερε, τον ρώτησε αν πάει μακριά. Εγύρισε και τους κοίταξε. Η ματιά του σταμάτησε σ’ εκείνη. Πολύ μακριά είπε κι ανέβηκε στην καρότσα. Της έκανε εντύπωση το βλέμμα του. Είχε μια επίμονη πίκρα. Πού μένει; ρώτησε. Παντού, της απάντησαν και τριγυρνάει στις Ράχες. Σε κοντινή σχετικά απόσταση έκαμε νόημα να σταματήσουν. Απόρησε η Θαλασσινή! Στο κοίλωμα του βράχου είχε την πόρτα του. Από καραβίσιο ξύλο, με ρόζους. Τους κάλεσε να μπουν. Να τους φιλέψει κρασί και παξιμάδι, όπως είπε. Στο έμπα απλώθηκε όλο το μεγαλείο! Μικρό κρεββάτι κουκέτα και φινιστρίνι παράθυρο που το χάιδευαν εξωτερικά τα φλισκούνια. Από το μικρό άνοιγμα έβλεπε το Αιγαίο. Ολόκληρο! Πρόχειρη η κρεμάστρα από διχάλα δέντρου κρατούσε κάπα ναυτική με αγυάλιστα κουμπιά. Το σπίτι αρόδο στέκοταν ψηλά πάνω στα βράχια και η γοργόνα πέτρινη βαθειά και σκαλισμένη…
Γύρισε τις κούπες και γέμισε με φωκιανό. Τα παξιμάδια αν τα πέταγες σκότωνες άνθρωπο. Είχαν όμως τη μυρωδιά από το φούρνο του Κόλια. Το δικό του ψωμί ήταν ζυμωμένο με την αρμύρα της θάλασσας. Ήπιανε. Δεν ήταν ομιλητικός. Έφτανε όμως να κοιτάξεις τα μάτια του για να δεις τη φλόγα που σιγοκαίει τα σωθικά. Στα μέσα του κρασιού συναντήθηκε το βλέμμα του με το δικό της. Καραντί στην ψυχή του! Ο μπούσουλας αλίμονο, εχάθη! Δεν τόχε ξαναζήσει έτσι έντονα. Τραβέρσο, σκέφθηκε για να σωθεί. Ρολάρισε η μνήμη. Ασυγκράτητος άρχισε να απαγγέλει.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Gabrielle Didot
A Bord de l’«Aspasia», Πούσι, Kuro Siwo, Στεριανή ζάλη, Gambay’s Water, Εσμεράλδα, Καραντί, Αντινομία, Πικρία, Yara Yara.
Τρελός μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια…
Έπινε και την κοίταζε. Λυνόταν, τα είπε όλα, εκείνη την ώρα τη δύσκολη, είχε ανάγκη να την κρατήσει. Τώρα θα της τα πει όλα ξανά και ξανά, να την κάνει δική του. Να μην την αφήσει να φύγει, ποτέ πια…
Η Θαλασσινή ένοιωσε την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Πετάχτηκε έξω ν’ αναπνεύσει. Στην επιστροφή δεν έλεγε να καλμάρει. Ποιος ήταν αυτός; ρώτησε αναστατωμένη τους φίλους της νοιώθοντας ακόμα τα μαλλιά της πλεγμένα σαλαμάστρα. Ο Γεμιτζής της απάντησαν. Έτσι τον ξέρουν στην Ικαριά. Παλιός ναυτικός; Ξαναρώτησε. Ούτε που εταξίδεψε ποτέ του. Εδωνά ούλη του τη ζωή.
2. Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες
Ταξίδευε από παιδί.
Το πρώτο στοίχημα που έβαλε ήταν ότι θα μπορούσε να γνωρίσει τον κόσμο σε 80 ημέρες. Αφού το έκανε ο εκκεντρικός Λονδρέζος Φιλέας Φογκ γιατί όχι και εκείνος ως εκκεντρικός Κεφαλλονίτης; Ιδιόρρυθμος όπως και ο πλοίαρχος Νέμο κατασκευάζει το δικό του σκαρί, τον μικρό «ναυτίλο» και θαλασσοδέρνεται μακριά από την αδικία του κόσμου. Διαβάζοντας ώρες ατελείωτες Ιούλιο Βερν γεννιέται μέσα του ο φόβος μήπως μείνει αταξίδευτος όπως εκείνος. Έτσι που όταν του δίνεται η ευκαιρία να μπαρκάρει από ανάγκη στα δεκαεννιά, αρπάζει την τύχη δίχως άλλη σκέψη. Αν και μεγαλωμένος στη στεριά δεν τα κατάφερνε με την ίδια άνεση και το θράσος των ομηλίκων του. Γεννήθηκε σεμνός και ντροπαλός. Την πρωτογνώρισε Χριστούγεννα στο σπίτι του θείου του. Το διάφανο δέρμα του προσώπου της χάιδευαν επιμελώς ριγμένες ανοιχτόχρωμες μπούκλες. Το βλέμμα του στάθηκε στο τελείωμα του φορέματός της κάτω απ’ τη γάμπα με τη δαντελένια ζωγραφιά.
Το σκέφτηκε πολύ πριν της μιλήσει, σχεδόν στο τέλος της βραδιάς. Με επίπονη προσπάθεια και φυσικό τραυλισμό επιχείρησε προσέγγιση, με θέμα τη μουσική που άκουγαν.
Γύρισε και τον κοίταξε με απορία, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά. Της φάνηκε «λίγος», αδέξιος ίσως να διεκδικήσει το «ωραίον»; Το ερώτημα δεν απαντήθηκε εκείνη τη βραδιά, γιατί η δεσποινίδα του Μοντιλιάνι στο άκουσμα της φωνής της μητέρας της τραβήχτηκε προς τον ακριανό καναπέ, εκεί που η αδελφή της συντρόφευε με νεανικά γέλια, νεαρό δανδή φοιτητή της νομικής επιστήμης.
Καιρό μετά το πρώτο του μπάρκο μαθαίνει πως η ομορφούλα του τραβιότανε με τον φοιτητή και πολλά υποσχόμενο, ως γόνο οικογένειας μαουνιέρηδων στην προοπτική αξιοπρεπούς γάμου. Στην είδηση… ο Κόλιας ανακατώθηκε. Δεν έκανε γι’ αυτά. Συνηθισμένος στη μοναξιά του με αδιόρατη μελαγχολία στο βλέμμα, αλλά κεφάτος εξωτερικά πάντα, ζούσε τα κενά της ζωής του όπως έλεγε – τα διαστήματα ανάμεσα στα μπάρκα- με την γλυκειά προσμονή του επόμενου ταξιδιού.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ’ αγιάζι.
Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι…
Gambay’s water
«Πούσι» 1947
3. Βάρδια ζωής
Την πρώτη του βάρδια σε θέση ευθύνης ο Κόλιας αναλαμβάνει στα δεκαοκτώ όταν συνειδητοποιεί το μεγάλο και χωρίς επιστροφή ταξίδι του Πατέρα (1929). Η ανάγκη να σταθεί στην κενή θέση που άφησε ο χαμός του, δίνει ώθηση στην τάση φυγής που είχε μέσα του από χρόνια και μπαρκαρει ως ναυτης στο φορτηγο’’ Αγιος Νικολαος’’. Ο μικρός Μαυρής ήταν γεννημένος για την περιπλάνηση. Αργότερα ευαίσθητος και σκεπτικός για τα συμβάντα της γενιάς του έμαθε να ξαγρυπνά την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται. Στο ξεκίνημά του, οι υποχρεώσεις της στεριάς τον έσπρωξαν σε «δύσκολες βάρδιες κακός ύπνος και μαλάρια…» της θάλασσας.
Όταν ο πόλεμος απλώνει μαύρες φτερούγες πάνω από την πατρίδα, ο Μαραμπού «πετάει» επιστρέφοντας από τη θάλασσα στο βουνό. Μένει ξέμπαρκος στον πόλεμο του ’40 και κάνει βάρδιες στο Αλβανικό μέτωπο ως ημιονηγός και τραυματιοφορέας κρατώντας στο νου και την καρδιά του τις αναμνήσεις.’’ Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας.Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε.Το ίδιο μου κάνει’’(Του Πολέμου).Δεν θα ξεχάσει το άλογό του, αισθάνεται την ανάγκη να του γράψει με τα σκληρά του χέρια, μιλάει μαζί του,θυμάται και υπόσχεται’’Φυλάω ακόμα το ξυστρί και τη βούρτσα σου .Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί , όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες.Θα σου ξαναγράψω!...’’(Στο Άλογο μου.Κούδεσι,Μάρτης 1941). Σε κακή κατάσταση επιστρέφει με τους τελευταίους ξυπόλητος, ξεπαγιασμένος και πεινασμένος. Φυσική συνέχεια για τους αλύτρωτους ήταν η ένταξη στην Αντίσταση του λαού κατά του ναζισμού και χωρίς δεύτερη σκέψη ο ποιητής αναλαμβάνει βάρδια στο ΕΑΜ. Ετούτο το σκαρί είχε αριστερόστροφη πορεία και βάρδια. «Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη».
Συγκλονισμένος από τα γεγονότα της Κατοχής και της Αντίστασης γράφει το ποίημα «Αντίσταση» που δημοσιεύεται στα «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14, Αύγουστος 1945) με αφιέρωση στην Μέλπω Αξιώτη.
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβηουν και εκείνα
Θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ’ αγαπάς : Κόκκινη Κίνα
Γιομάτα παν τα Ιταλικά στην Ερυθρά
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό– Μαύρη Μανία
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα – Ισπανία και Πασσιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δέντρα, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά.
Το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Τα Δεκεμβριανά του ’44 είναι αβάσταχτα για τον Κόλια. Σ’ εκείνη τη μαύρη ατμόσφαιρα των διώξεων των αγωνιστών της Αντίστασης δημοσιεύει το ποίημα Federico Garcia Lorca για τη δολοφονία του ποιητή από τους φασίστες του Φράνκο στο χωριό Βιθνάρ στις 19 Αυγούστου 1936’’Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό /και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι./Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,/τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι’’ («Ελεύθερα Γράμματα»,φυλλο3(19-5-1945). Συνεργάζεται με το περιοδικό της ΕΠΟΝ και γράφει «Στον τάφο του Επονίτη». Τον Ιούνιο του ’45 υπογράφει κείμενο διαμαρτυρίας για τις διώξεις των δημοκρατικών ελευθεριών. Αναλαμβάνει τη βάρδια του γραμματέα Λογοτεχνών του ΕΑΜ στη θέση του συγγραφέα Θέμου Κορνάρου που συλλαμβάνεται για το βιβλίο του’’Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία’’. Στις 6 Οχτώβρη του ’45 συντετριμμένος από τις πολιτικές εξελίξεις παραχωρεί τη θέση του στον Νικηφόρο Βρεττάκο και μπαρκάρει με το πλοίο «Κορινθία». Το 1947 καταμεσίς του εμφυλίου εκδίδεται το «Πούσι», χωρίς τα πολιτικά ποιήματα με εξαίρεση τον Λόρκα. Ο Κώστας Βάρναλης θα σταθεί στο πλευρό του και θα παρουσιάσει το ποίημα αυτό αποκρυπτογραφώντας τα πολιτικά σήματα του ασυρματιστή.
Όταν το 1948 οι μάχες στα βουνά ανάμεσα στο ΔΣΕ και τον Εθνικό Στρατό είναι σφοδρές και η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών διασπάται, ο Καββαδίας μένει πιστός στις αρχές του. Δεν γράφει πλέον συγκλονισμένος από τις εκτοπίσεις και τις εκτελέσεις. Μόνο ταξιδεύει. Από βάρδια σε βάρδια. Έτσι το 1954 έρχεται η «Βάρδια» μιας ζωής κι ενός πολέμου. Η ζωή του συνεχίστηκε σε πορεία αξόδευτη πρόσω και αριστερά. Αντιστάθηκε και συνέχισε να αγωνίζεται αλλά χωρίς ποτέ να γίνει καπετάνιος ούτε στο βουνό ούτε στη θάλασσα. Παρέμεινε ασυρματιστής.
4. Μαραμπού
Τον γοήτευαν τα παράξενα. Το ίδιο και κείνη. Αρκετές φορές προτίμησε τη συντροφιά της από τη διασκέδαση στο λιμάνι, καθώς η Μαρσίλια δεν ήταν τυχαίο λιμάνι. Εκείνη έδειχνε να τον περιμένει. Στο αντίκρυσμά του το βλέμμα της είχε κάτι περισσότερο από ευγένεια ψυχής. Ήταν η έλξη για το αλλόκοτο πουλί στο δικό της ονειρικό κόσμο. Ο νεαρός ναύτης με το μελαγχολικό βλέμμα και την ατημέλητη εμφάνιση έλκυε το ενδιαφέρον της Μαρίας αφού παρά το νεαρό της ηλικίας του έγραφε με σπάνια ευαισθησία. Συναντήθηκαν εκεί. Ο ποιητής που «ζωγράφιζε» με τρόπο μοναδικό τη ζωή των ναυτικών και η πριγκίπισσα που «έσκαβε» μέσα της αναζητώντας τις αιτίες. Στη μέση ένα Μαραμπού σύμβολο ίδιο και διαφορετικό για τον καθένα τους.
Για την Μαρία το πουλί αυτό στοίχειωνε την παιδική της ηλικία ώσπου το 1927 στα σαρανταπέντε της χρόνια, μαθήτρια του Freud ανακαλύπτει σ αυτό το συμβολισμό της ψευδαίσθησης. Την ίδια εποχή ο ποιητής δοκιμάζει ν’ ανοίξει τα δικά του φτερά. Για την αναλυόμενη πριγκίπισσα το Μαραμπού παραπέμπει στο πένθος της μικρής Μαρίας για την απώλεια της μητέρας της. Την ίδια απώλεια βιώνει και ο νεαρός Κόλιας από το θάνατο του πατέρα του που οριοθετεί το τέλος της εφηβείας του. Το πουλί – ψευδαίσθηση ως σημείο συνάντησης συνδέει δύο διαφορετικούς ανθρώπους και κόσμους στο φαντασιακό, ενώ συμβολίζει την ταύτιση της κόρης με την πεθαμένη μητέρα και την ταύτιση του ποιητή με το Αλλόκοτο που σφραγίζει το έργο και τη ζωή του. Η αμφισημία του Μαραμπού διαπερνά, περιγράφει και καθορίζει την πορεία του Κόλια και της Μαρίας. Μακρινές πτήσεις για τον Καββαδία, βουτιές ενδοσκόπησης και αναστοχασμού για τη Βοναπάρτη.
Ο πελαργόμορφος εντυπωσιάζει τον «καταραμένο» ποιητή για το όνομα και τη figura του, ταυτίζεται με αυτό που τον γοητεύει, αλλά δεν του αρέσει, όπως ο εαυτός του.
Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…
«ΜΑΡΑΜΠΟΥ» 1933
5. Το καμπαρέ
Με καιρό επιάσανε λιμάνι. Όσο τον τραβούσε η θάλασσα, άλλο τόσο τον έθελγε η στεριανή ζάλη.
Ο έρωτας για τον Κόλια ήταν κι αυτός με τις ώρες του, μυστήριος, όπως κι ο ίδιος. Δεν ήξερες πότε θα ξεσπάσει, σαν τις φουρτούνες. Ο Μαρκόνης, χρόνια τον επερίμενε, όχι για να σωθεί μα για να χαθεί μαζί του. Εκείνος όμως ο γαμημένος Θεός δεν χτυπούσε ποτέ την καμπίνα του. Μόλις το δέσανε το βαπόρι ξαμολύθηκε. Να ξεφύγει ήθελε και να ζήσει, γι’ αυτό ταξίδευε μια ζωή, για τίποτε άλλο…
Το πέρασμά του σήμερα από τα σπίτια της χαράς, του προκάλεσε μεγαλύτερη στεναχώρια. Η μέρα σκληρή κι αφτιασίδωτη δεν έκρυβε τίποτε, αντίθετα ενίσχυε τους «Παραλληλισμούς» του περιμένοντας τη νύχτα να τα ομορφήνει όλα.
Τρία πράματα στον κόσμο αυτό
πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών χαμένων γυναικών.
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.
Από τη συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Στην αναμονή της νύχτας, σκέφτηκε να δει την έκθεση του αγαπημένου του ζωγράφου. Του το μήνυσε ο Δόκιμος. «Μην τη χάσεις· είναι μόνο γι’ αυτή τη βδομάδα. Είσαι τυχερός που είμαστε εδώ», πρόσθεσε. Έτσι ο Κόλιας ψάχνοντας την τύχη του ανηφόρισε στα στενά μονοπάτια της τέχνης. Ετούτοι οι τοίχοι με τα γεμάτα από χρώματα τελάρα, ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στον Κόλια και γι’ αυτό θαύμαζε και ενθάρρυνε τη Νίκη να ζωγραφίζει.
Η αίθουσα τέχνης είχε λίγο κόσμο. Λιγότεροι οι φιλότεχνοι, περισσότεροι οι αργόσχολοι. Καθηλωμένος έμεινε να απολαμβάνει το «καμπαρέ». Στον πίνακα, ο άνδρας που βρωμούσε αψέντι και χάζευε τη χορεύτρια ήταν απέραντα θλιμμένος και μόνος. Γιατί άραγε τον τραβούσαν οι θλιμμένοι του κόσμου; Σκεφτόταν τη στιγμή που την ένιωσε πλάι του, περισσότερο να κάνει χάζι, παρά να μελετά, ένα άλλο εύθυμο θέμα. Το φρέσκο στο βλέμμα της, το βελούδινο πρόσωπο, η αλύγιστη σιλουέτα. Οι παλμοί ανέβηκαν από το σκίρτημα της καρδιάς. Αλλά τι ελπίδες είχε; Στη στιγμή η ψυχή του σφίχτηκε περισσότερο απ’ ό,τι τον πίεζε το στενό ναυτικό ημίπαλτο. Σας αρέσει ο Τουλούζ Λωτρέκ; τόλμησε. Συγκρατημένη του απάντησε καταφατικά. Το παιχνίδισμα στην κίνηση του ποδιού με τη γόβα τον προκάλεσε τρελά. Στις μικρές αίθουσες δεν την άφηνε από τα μάτια του. Παρακολουθούσε το κορίτσι σε κάθε του λεπτομέρεια. Είναι τέλεια, ψιθύρισε, μάλλον δυνατά. Φαίνεται να σας άρεσαν τα έργα, τον ρώτησε η υπεύθυνη της gallery καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο πίσω από τη νεαρή οπτασία. Τέλεια! επανέλαβε και την πρόλαβε πριν στρίψει στο πρώτο στενό με τα μικρά καφέ της Μονμάρτης.
Συνεσταλμένος όπως πάντα στην στεριανή του ζωή, δανείστηκε το θάρρος από το άρωμά της.
Το αψέντι στον πίνακα του προκάλεσε την τρικυμία στα χείλη. Το πάθαινε και στις μεγάλες συγκινήσεις. Αλλά το ξεπέρασε. Να προσφέρω καφέ, ρώτησε και να μιλήσουμε για τέχνη; Εννοούσε, να προσφέρει και τη ζωή του ακόμη, αν εκείνη ήθελε, σαν έτοιμος από καιρό να δοθεί…
Αύριο, ίσως, του απάντησε. Δεν είχε χρόνο, είχε μάθημα. Ο Κόλιας ντράπηκε για την επιμονή του, αλλά δεν είχε περιθώρια. Αύριο, συμφώνησε, εδώ, ορίζοντας τον τόπο και τον χρόνο.
Την επαύριο ο μαρκόνης περίμενε το σημάδι του έρωτα που, μέρα με τη μέρα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο… Σαν καταραμένος ποιητής τριγυρνούσε τη μέρα, επαίτης του έρωτα στο στενό του φευγαλέου πόθου και τις νύχτες ζωγράφιζε το κορμί της με λέξεις… Πικρία… που τον συνόδευε μέχρι το ξημέρωμα.
Ο χρόνος πίεζε. Θα έφευγαν.. Σκέφθηκε να ξεμείνει και να την περιμένει για καιρό, αλλά λυπήθηκε τη γοργόνα που θα μαράζωνε στο μπράτσο του άβρεχτη. Από το πόρτο ορίστηκε η αναχώρηση.
Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα βάραιναν τις νύχτες του και γέμιζαν σελίδες ατελείωτες για τον ποιητή. Από ανάγκη για το άγγιγμα κατηφόρισε πριν τον απόπλου στο «σπίτι της χαράς». Εκεί που ένοιωθε ασφαλής και βέβαιος για την ανταπόκριση και για λίγη αγάπη…
Το σκηνικό γνώριμο ίδιο με κείνο στον πίνακα του Λωτρέκ. Ο ποιητής μέσα στον πίνακα μ’ ένα ποτήρι αψέντι και η νεαρή Μαροκινή να λικνίζεται στο θαμπό φως της βρώμικης λάμπας.
Λίγο το αψέντι, λίγο η ανάμνηση από το άρωμά της, την έφερε απέναντί του, όπως τότε στη gallely. Οι ματιές τους συναντήθηκαν επίμονα σε μία έκρηξη πόθου. Ήρθες επιτέλους! Τραύλισε ο Κόλιας.
Ο φουγάρος βρώμισε το λιμάνι. Μακρόσυρτο και βασανιστικό το σφύριγμα του απόπλου.
Το σινιάλο δεν άφηνε περιθώρια.
Μόλις που πρόλαβε να σαλτάρει από τον πίνακα ο Κόλιας.
Από τη μοναξιά της θέσης του στον ασύρματο, άρχισε να στέλνει s.o.s στον Έρωτα. Στην ψυχή του ρεστία…
6. Εσμεράλδα
Στη βάρδια ενημερώθηκε για την άφιξή του. Και στα ποστάλια, σκέφτηκε ο Κόλιας, μπορεί να συμβούν απρόοπτα. Η χαρά του ήταν διπλή. Τόσο για την συνάντηση με τον σπουδαίο ποιητή όσο και για τον τόπο της συνάντησης. Το βαπόρι του έδινε μια σταθερά και παρ’ ότι πλεούμενο τον έκανε να αισθάνεται σιγουριά, σα να έπαιζε εντός έδρας. Θαύμαζε τον ποιητή και περίμενε να τον χαιρετίσει. Εκείνος παρ’ ότι αστός και ευγενής δεν καταδέχτηκε έστω και μια τυπική χειραψία. Ο Κόλιας πικράθηκε από την ανημπόρια στο πλησίασμα.
Κάποτε πάλι συναντήθηκαν στη Βηρυττό. Ο Μαραμπού προσπάθησε να του φανεί χρήσιμος. Με όπλο το χιούμορ που διέθετε πήρε το θάρρος να του μιλήσει για τις χαμηλές προσδοκίες του έρωτα, στη γειτονιά των σπιτιών της «χαράς». Γωνιά που αγνοούσε ο Γιώργος στη Βηρυττό. Συνήθως ακολουθούσε τις λεωφόρους. Τα στενοσόκακα του Κόλια δεν ήταν της προτίμησής του. Ο διπλωμάτης αστός σάστισε και αντέδρασε με παγωμάρα. Δυσκολεύτηκε να διαχειριστεί την περίπτωση, αρνούμενος το χιούμορ του Κόλια που έμεινε με την απορία, πώς ο ποιητής που θαύμαζε δεν υπερβαίνει τα όρια του γυάλινου κόσμου, στον οποίο προφυλαγμένος ως διπλωμάτης έβλεπε μόνο μέσα απ’ το τζάμι. Η τέχνη του ήταν περίσσεια στο να τα περιγράφει όχι όμως και να τα ζει όπως ο Μαραμπού. Άραγε η στάση του Σεφέρη απέναντι στον Κόλια τον αμφισβητούσε ως δημιουργό ή ως άνθρωπο; Μπορεί και τίποτα από τα δύο. Μάλλον επρόκειτο για δυο διαφορετικούς κόσμους της ίδιας γενιάς. Την υψηλή και εντός ορίων ποίηση και λογοτεχνία της στέρεης- στεριανής αστικής τάξης της γενιάς του ’30 και την εκτός ορίων ποίηση της ίδιας γενιάς, που εκπροσωπούσε μοναδικά ο Καββαδίας. Ο μαρκόνης εκτίθεται με τη ζωή του ως «ρεμάλι» και Ιξίων, δεμένος σε τροχό αέναης κίνησης, εξόριστος των θεών και των ανθρώπων. Γι’ αυτό και στα 1933 από τη δύναμη της περιστροφής γίνεται πελαργόμορφο πουλί για μακρινά ταξίδια, ώστε να γλιτώσει από την πλήξη.
Περίπου την ίδια εποχή ο ποιητής της «Άρνησης» (1931) συγκρούεται με το περιβάλλον του και το απαρνιέται αλλά μόνο στην ποίηση, στην οποία μεγαλουργεί. Συντετριμμένος γράφει διοχετεύοντας μεγαλείο στα ποιήματά του, εμμένοντας όμως στη γραμμή της διπλωματίας. Δεν επιθυμεί να τα μπερδέψει αλλά τα διατηρεί σε ισορροπία ως άλλος άνθρωπος με δύο ονόματα στην ίδια πορεία. Στην τάξη του παραμένει σταθερός αν και βασανίζεται. Ιξίων κι αυτός; Έτσι «ζωγραφίζει» τις στεριές αλλά και τις θάλασσες. Τις στέρνες του, τα σπίτια του, τη γη του, τ’ ακρογιάλια του, ο βασιλιάς της Ασίνης. Η αγάπη του για τη θάλασσα είναι ένα άλλο μεγάλο κομμάτι του εαυτού του αλλά τη βλεπει από τη στεριά, ενώ ο Κόλιας ως Ποσειδώνας κατοικεί μέσα της, την εξουσιάζει και την υμνεί ως έρωτα χωρίς να «τηνε κατουράει».Τίποτα στα χεράκια μου ,μανα μου δε φτουράει /Έρωτας,μαλαματικά,ξόμπλια και φυλαχτά./Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά./Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ Από τη συλλογή ‘’ΤΡΑΒΕΡΣΟ’’
Στην απέναντι όχθη συνεχίζεται η ζωή του Γιώργου κανονικά στον ανέμελο κόσμο των αστών ή και με διαλείμματα μετοικεσίας, ενισχύοντας την άμυνα του ποιητή. Στη διατήρηση των ισορροπιών του συνηθίζει την ψευδώνυμη κάποιες φορές λογοτεχνική δραστηριότητα. Τα αθυρόστομα «Εντεψίζικα», τα πρόστυχα, τυπώνονται μετά τον θάνατό του το 1989 ως έργο του Μαθιού Πασχάλη δηλ. του Γιώργου Σεφέρη, φροντισμένα από τον Γ.Π. Σαββίδη που δεν ήταν άλλος από τον Γ.Π. Ευτυχίδη. Δηλαδή ψευδώνυμο πάνω στο ψευδώνυμο, όχι μόνο στις νεαρές ηλικίες που πολλοί επιλέγουν ψευδώνυμο από ιδιοτροπία ζωής, αλλά και μετά θάνατον, ίσως από ποιητική σκοπιμότητα;
Από την άλλη μεριά ο παιγνιώδης και καλοπροαίρετος Μαραμπού χωρίς έπαρση, στα στεριανά διαλείμματα χαίρεται με την παρέα της άλλης όχθης, της λογοτεχνικής γενιάς του ’30 που πολλές φορές τον σνομπάρει. Η διαφορά της γενιάς αυτής από τον Κόλια είναι εμφανής στην αίσθηση της αρμύρας. Ιδιαίτερος και άφοβα εκτεθειμένος στους καιρούς ως γνήσιος καψοκαλύβας, θα προσπαθήσει για μια ακόμη φορά, σαν μικρότερος, την προσέγγιση με το αίτημα φιλίας προς τον Γιώργο. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Σπουδαίος και γενναιόδωρος όπως πάντα ο Κόλιας θα κάνει την έκπληξη διαφορά. Το 1947 μια νύχτα με «Πούσι» θα συναντήσει τον Γιώργο και θα του χαρίσει την «Εσμεράλδα» του.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω« σε προδίνω»
Κι ο γρύλοςτου ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις.Πες μου,το πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
Ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Η ποίηση κατορθώνει αυτό που η ζωή εμποδίζει. Να γεφυρώνει τα χάσματα.
7. «Του έρωτα και του θανάτου»
Τη γνώρισε σαν ποιητής. Αργά στο χρόνο του… επόμενο να μην ήταν τυχαία. Η Θεανώ, μία από τις Δαναΐδες. Με τα μακριά μαλλιά της ριγμένα ξένοιαστα στους ώμους. Την κράτησε μέσα του φοβισμένος. Ήτανε ρίσκο. Εκείνη στην αρχή, ο Μαραμπούς στο τέλος. Αντινομία που τον τρόμαζε, ο έρωτας με τη Δαναϊδα.
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές
στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει
θαλασσοκόρη του βυθού –χίλιες οργιές–
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι
m/s Aquarius 1974
Ο φόβος των Δαναΐδων επέστρεψε. Μήπως τον σκότωνε κι έσκιζε την καρδιά του την πρώτη νύχτα του γάμου; Κι ήρθαν μπροστά, ανασύρθηκαν από το βάθος του ωκεανού τα πιο δυνατά σημάδια του έρωτα και του θανάτου. Μια μάγισσα, μια γυναίκα, που κάποτε του είχε πει πως θαρθούν όταν πλησιάζει το τέλος. Για τη μάγισσα της καρδιάς του, τη Fata Morgana πήρε το ρίσκο και τη χαρά
θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν
πούθ’ έρχεσαι; απ’ τη Βαβυλώνα
πού πας; στο μάτι του κυκλώνα
ποιαν αγαπάς; κάποια τσιγγάνα
πώς τη λένε; Φάτα μοργκάνα
Αφέθηκε να τον ταξιδέψει ο έρωτας. Δεν ταίριαζαν στον Κόλια οι υπολογισμοί για τις ζημίες. Προφυλαγμένος κι ασφαλής δεν ήτανε ποτές του. Εξάλλου, από ιδιοτροπία είχε φροντίσει για τα δύσκολα.
«Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο/ ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι/ όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες /που από ένα γέρο έμπορο αγόρασα στ’ αλγέρι./ Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν’ αγοράσεις/ με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το ’χει ζώσει./ Ένα στιλέτο έχω εγώ στη ζώνη μου σφιγμένο/ που η ιδιοτροπία μ’ έκανε και τόκαμα δικό μου/ κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω/ φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου.»(ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ,από τη συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ)
Έζησε με την αντιφατικότητα και τη μοναξιά του έρωτα για πολύ καιρό, δίχως έλεος για τον εαυτό του με πολύ πίκρα, που τον έφερε σε αδιέξοδο. Την ύστατη ώρα αυτός ο έρωτας τον συντρόφεψε στο ατέρμονο ταξίδι. Το τέλος σκληρό, στον έρωτα και στο θάνατο. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες αγάπες, την Γοργόνα και τη Θεανώ, ταίριαξε το αταίριαστο. Έμεινε στη στεριά κοντά της ενώ ευχόταν να χαθεί στη θάλασσα.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του
Γεια χαρά στεριά κι αντίο μαστέλο
γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου
έχει και στην κόλαση μπορντέλο.
FATA MORGANA(Στη Θεανώ Σουνά)
Από τη συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη