Προτείνει ένα μέτωπο με τις ζωντανές δυνάμεις του ευρωπαϊκού Νότου, μια συνεργασία χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες. Τι θα απαιτεί αυτό το μέτωπο; Την «εγκατάλειψη της κυρίαρχης λογικής που επιμένει να θέτει την κρίση υπό έλεγχο μέσα από τη λιτότητα και δημοσιονομική σταθεροποίηση» και τη στροφή σε κεϊνσιανές πολιτικές που οδηγούν στην έξοδο από την κρίση. Στην πράξη, τη σχετική χαλάρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας, τη στροφή σε επεκτατική πολιτική με μεγάλη κρατική ενίσχυση των επενδύσεων και μικρή επιστροφή των μεγάλων απωλειών των τελευταίων ετών στους εργαζόμενους.
Η λύση του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται απλή και προβάλλεται ως σωτήρια τόσο για τα μονοπώλια όσο και για το λαό. Δεν απαιτεί ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, ούτε αποδέσμευση από την ΕΕ. Ποια είναι όμως η αλήθεια;
Ας αναρωτηθούμε καταρχήν γιατί δεν ακολουθούν χωρίς επιφυλάξεις όλοι οι αστοί πολιτικοί αυτήν τη φαινομενικά απλή λύση; Γενικότερα γιατί η αστική πολιτική δεν καταφέρνει με τη μεταβολή των μισθών και της λαϊκής κατανάλωσης να αποτρέψει την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης;
Η απάντηση βρίσκεται στις νομοτέλειες κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι απλά μια παραγωγή εμπορευμάτων που αρκεί να πουληθούν. Είναι μια παραγωγή με σκοπό το κέρδος. Το κεφάλαιο επιδιώκει γενικά να ανασχέσει την πτώση του ποσοστού κέρδους αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης, το ξεζούμισμα των εργαζόμενων. Στην περίοδο της κρίσης η αστική επίθεση στοχεύει σε ακόμα φθηνότερη εργατική δύναμη, για να συγκρατηθεί η περαιτέρω πτώση του ποσοστού κέρδους. Αντίστοιχα με γνώμονα τη διασφάλιση του ποσοστού κέρδους οι μονοπωλιακοί όμιλοι επιλέγουν αν θα επενδύσουν στην εγχώρια παραγωγή ή θα εξάγουν τα κεφάλαιά τους. Μπορούν να επιλέξουν για παράδειγμα μεταφορά χρηματικού κεφαλαίου στο εξωτερικό (τα γνωστά παραδείγματα της Ελβετίας και του Λονδίνου) ή επενδύσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, στις οποίες έχουν μικρή επίδραση οι διακυμάνσεις της εγχώριας κατανάλωσης.
Καμία μεταβολή των μισθών δεν μπορεί επίσης να εξαλείψει την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, την ανισόμετρη ανάπτυξη της παραγωγής μεταξύ διαφορετικών κλάδων της οικονομίας.
Σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει αστική πολιτική που μπορεί να ματαιώσει την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, γιατί καμιά αστική διαχείριση δεν μπορεί να αναιρέσει τη θεμελιώδη αιτία της, τη σχέση εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο.
Η κεϊνσιανή πολιτική δεν μπορεί να εξαλείψει τις αντιφάσεις και τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής. Κάθε φάρμακο για τη θεραπεία ενός συμπτώματος - όπως η θεραπεία της μείωσης της λαϊκής κατανάλωσης μέσω της αύξησης των μισθών - γίνεται τελικά δηλητήριο για την πορεία του ποσοστού κέρδους.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκδηλώνεται περιοδικά και είναι γνήσιο τέκνο ενός συστήματος του οποίου σκοπός και κίνητρο της παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο και το κέρδος του, η διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του. Η ιστορία επιβεβαίωσε την αδυναμία της αστικής διαχείρισης να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος με την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την απαξίωση κεφαλαίου που επέφερε, μπόρεσε να δώσει ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι οι κεϊνσιανές επιλογές των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία και του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, τα κεϊνσιανά προγράμματα εκείνης της περιόδου ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την προετοιμασία και την πορεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αντίστοιχα η διεθνής κρίση της περιόδου '73-'75 ανέδειξε για μια ακόμα φορά την αδυναμία της κεϊνσιανής διαχείρισης. Η επεκτατική πολιτική με τα μεγάλα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων οδηγεί τελικά στη διόγκωση του δημόσιου χρέους και εμποδίζει την απαραίτητη απαξίωση κεφαλαίων, τη χρεοκοπία ζημιογόνων εταιρειών ώστε να διευκολυνθεί η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διλήμματα και διαφορετικές επιλογές μέσα στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης της κρίσης και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ όσο και γενικότερα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Υπάρχουν διάφορες επιλογές μεταξύ των δύο βασικών διαχειριστικών λύσεων της περιοριστικής, που εφαρμόζεται σήμερα στην ΕΕ, και της επεκτατικής πολιτικής, οι οποίες προσπαθούν να ελέγξουν πιο αποτελεσματικά την κατανομή της απαξίωσης του κεφαλαίου, να επιταχύνουν την έξοδο από την κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ωστόσο βλέποντας το θέμα από τη σκοπιά της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών καμιά απ' αυτές τις επιλογές δεν θίγει τα στρατηγικά συμφέροντα των μονοπωλίων.
Πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, του ίδιου δρόμου ανάπτυξης. Η όποια διαφορά τους αφορά τις προτεραιότητες, το διαφορετικό τρόπο και χρόνο που θα πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα για να τονωθεί ο ρυθμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ο φιλολαϊκός χαρακτήρας μιας πολιτικής κρίνεται πρώτα απ' όλα από το στόχο της. Ο στόχος της επιστροφής σε ψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης που ουσιαστικά πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιλαϊκός από τη φύση του, από τον ταξικό χαρακτήρα του.
Κάθε πολιτική που υποκλίνεται στην ανταγωνιστικότητα και υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί σε νέες θυσίες του λαού, στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτός ο προσανατολισμός δεν αλλάζει από τις υπαρκτές διαφορές της κεϊνσιανής διαχείρισης σε σχέση με τη νεοφιλελεύθερη, π.χ. στην ανοχή διόγκωσης του κρατικού χρέους, στο μέγεθος κρατικής χρηματοδότησης των μονοπωλιακών ομίλων, στη γενικότερη παρέμβαση του κράτους για τόνωση της ζήτησης, στο βαθμό του προστατευτισμού. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται επίσης από την ιστορική πείρα και την πρόσφατη διεθνή εμπειρία.
Οι κρατικές ενισχύσεις της πολεμικής βιομηχανίας και τα μεγάλα δημόσια έργα υποδομών για την προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία δεν ανέστειλαν την αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Ο βαθμός εκμετάλλευσης και η αύξηση της ψαλίδας μεταξύ πραγματικού μισθού και παραγωγικότητας δε μειώθηκε από την πολιτική του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ. Η σημερινή επεκτατική πολιτική του Αμερικανού προέδρου Ομπάμα δεν οδήγησε στη λαϊκή ευημερία στις ΗΠΑ, αλλά στο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας από τη δεκαετία του '60, σε αύξηση των μακροχρόνια άνεργων, καθώς και του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η στρατηγική της ΕΕ που υιοθετείται σε όλα τα κράτη - μέλη της, από όλες τις μονοκομματικές ή συμμαχικές κυβερνήσεις για διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης και νέων πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου μέσα από τις περιβόητες αναδιαρθρώσεις, δεν είναι τέκνο της κρίσης. Οι βασικές κατευθύνσεις εφαρμόζονται από τη δεκαετία του '90 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με πρωταγωνιστικό ρόλο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας ο Αλ. Τσίπρας πασχίζει να γίνει επίσημος συνομιλητής. Αυτή η στρατηγική στοχεύει να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων απέναντι σε ανερχόμενους ομίλους με πάμφθηνη εργατική δύναμη, όπως της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας.
Αυτή η στρατηγική δεν αμφισβητείται από τη νέα γαλλική κυβέρνηση και τις υπόλοιπες αστικές κυβερνήσεις του Μεσογειακού Νότου, οι οποίες παρά τη συζήτηση για τους όρους εφαρμογής του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας, βομβαρδίζουν τους εργαζόμενους με απανωτά πακέτα αφαίρεσης λαϊκού εισοδήματος και δικαιωμάτων σ' όλα τα επίπεδα. Η συζήτηση για τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου στην πραγματικότητα αφορά ευνοϊκές αλλαγές στην κρατική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων και των όρων δανεισμού τους, καθώς και τη διαχείριση της ακραίας φτώχιας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Το σχέδιο άμεσης σταθεροποίησης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ αφορά τη διαπραγμάτευση των όρων και του τρόπου σφαγής του λαού. Η διάκριση του δημόσιου χρέους σε νόμιμο και παράνομο - ανήθικο δεσμεύει το λαό να πληρώνει συνεχώς, ενώ ούτε ευθύνεται ούτε ωφελήθηκε από την υπερχρέωση του αστικού κράτους. Η συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με τις απαιτήσεις του ΔΝΤ να προχωρήσει το νέο «κούρεμα» που θα περιλάβει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα κράτη μέλη δανειστές, οδηγεί σε νέο σκληρό μνημόνιο αντιλαϊκών μέτρων και νέο «κούρεμα» των ασφαλιστικών ταμείων, των νοσοκομείων, των δημόσιων οργανισμών. Εξάλλου τη ρεαλιστική γραμμή της αποδοχής μεγάλων μειώσεων στους μισθούς εφαρμόζουν ήδη οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, άμεσα ή έμμεσα, στο εργατικό κίνημα.
Το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης με την ποικιλόμορφη κρατική στήριξη των επενδύσεων (κρατικών και ιδιωτικών) σε ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας δε συνιστά νέα ριζοσπαστική φιλολαϊκή πολιτική. Είναι βασικό στοιχείο του δρόμου που οδήγησε στη σημερινή βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης και στην υπερχρέωση του κράτους.
Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν αν βελτιώθηκε η θέση τους με τα μεγάλα έργα της Ολυμπιάδας 2004 και την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδυτών όπως για παράδειγμα η «Χόχτιφ» στο αεροδρόμιο των Σπάτων και η «Ντόιτσε Τέλεκομ» στον ΟΤΕ. Οι επενδύσεις συνοδεύτηκαν με τις μειώσεις πραγματικών μισθών, την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, τη ρύπανση του περιβάλλοντος, τη διπλή και τριπλή επιβάρυνση των λαϊκών στρωμάτων μέσα από τα ΣΔΙΤ και τις Συμβάσεις Παραχώρησης.
Τα νέα αναπτυξιακά εργαλεία που προτείνει, όπως για παράδειγμα οι κρατικές τράπεζες ειδικού σκοπού για την τόνωση της ανάπτυξης, εφαρμόζονται πολλά χρόνια από τις αστικές κυβερνήσεις, από τη Γερμανία (π.χ. κρατικές στεγαστικές τράπεζες) και την Ισπανία μέχρι τη Νότια Κορέα. Δεν ωφέλησαν τους Γερμανούς μισθωτούς, οι οποίοι καλούνται μάλιστα να πληρώσουν το άνοιγμά σε επισφαλή δάνεια και τις ζημιές αυτών των τραπεζών. Οι τράπεζες, ακόμα και υπό κρατικό έλεγχο, στον καπιταλισμό ή θα λειτουργούν με βάση το νόμο του κέρδους ή θα γίνουν προβληματικές και οι ζημιές τους θα μετακυληθούν στο λαό.
Η εκδήλωση της κρίσης, η όξυνση της ανισόμετρης ανάπτυξης στην ΕΕ όξυναν τον ανταγωνισμό και τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών μελών ακόμα και μέσα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας - Ιταλίας. Παρακολουθούμε τις Γαλλία και Ιταλία, με τη στήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, να πιέζουν τη Γερμανία να αναλάβει ρόλο εγγυητή του κοινού δανεισμού των κρατών μελών, ώστε να διασφαλιστούν ευνοϊκότεροι όροι δανεισμού των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης. Πιέζουν επίσης στην κατεύθυνση μιας σχετικής χαλάρωσης της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Η κυρίαρχη τάση της γερμανικής άρχουσας τάξης θέτει ως προτεραιότητα τη θωράκιση του ευρώ, αλλά αμφισβητεί τη σκοπιμότητα και τη δυνατότητα να επωμιστεί η Γερμανία μεγάλο βάρος της απαξίωσης κεφαλαίου στις υπερχρεωμένες χώρες.
Ο προσωρινός συμβιβασμός των Συνόδων Κορυφής της ΕΕ με το νέο αυστηρότερο πλαίσιο ενιαίας εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα και της δημοσιονομικής πολιτικής σε περίοδο κρίσης, ήδη τρίζει. Αυξάνουν οι δυσκολίες συμμόρφωσης για αρκετά κράτη μέλη, καθώς και οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρωζώνη.
Η διαπάλη για το μέλλον της Ευρωζώνης διαπλέκεται και με τον πόλεμο ευρώ - δολαρίου, ως διεθνών αποθεματικών νομισμάτων.
Σε αυτές τις συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων προκύπτει αντικειμενικά η ανάγκη αλλαγών στο μείγμα της αστικής διαχείρισης μεταξύ νομισματικής - δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής, μεταξύ απελευθέρωσης αγορών και κρατικού περιορισμού τους.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το βάθος της κρίσης, η απώλεια ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, η ανεπαρκής απαξίωση κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης, η σημαντική απώλεια δημοσιονομικής ευελιξίας, η όξυνση του ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή Βαλκανίων - Ανατολικής Μεσογείου αυξάνουν τις δυσκολίες και οξύνουν τις αντιφάσεις της αστικής πολιτικής.
Ενισχύεται ο προβληματισμός της άρχουσας τάξης σχετικά με το αν η παραμονή στην Ευρωζώνη υπό τους σημερινούς όρους, εξακολουθεί να υπηρετεί αποτελεσματικά το αστικό στρατηγικό συμφέρον της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου. Προβληματισμός που ενισχύεται καθώς παραμένουν πιθανά δύο βασικά ενδεχόμενα: η επιλογή μιας νέας εσωτερικής υποτίμησης με «νέο κούρεμα» του δημόσιου χρέους και το ενδεχόμενο ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας του κράτους, που θα συνδυαστεί με αναγκαστική έξοδο από την Ευρωζώνη.
Ολα τα τμήματα του ελληνικού μονοπωλιακού κεφαλαίου δεν έχουν τις ίδιες προτεραιότητες. Υπάρχουν διαφορές στον εξαγωγικό προσανατολισμό, στη σχέση τους με την εγχώρια αγορά, στην εξάρτησή τους από τις κοινοτικές ενισχύσεις κλπ.
Το εφοπλιστικό κεφάλαιο βρίσκεται σε τριβή με την τρόικα με αφορμή το θέμα των φοροαπαλλαγών του και πραγματική αιτία τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής ναυτιλίας. Ισχυροί εφοπλιστικοί όμιλοι έχουν προνομιακούς δεσμούς με ΗΠΑ - Βρετανία, ενώ προσδοκούν στην ενεργειακή συνεργασία με το Ισραήλ, για τη θαλάσσια μεταφορά φυσικού αερίου. Το καρτέλ καυσίμων (ΕΛΠΕ - MOTOROIL) προχώρησε σε διάβημα των ΕΛΠΕ προς το ΔΝΤ για τη σχετική έκθεσή του που δημοσιεύθηκε στη «Wall Street Journal». Αντίθετα οι μεγαλομέτοχοι των ελληνικών τραπεζικών ομίλων τρέμουν στην ιδέα της διακοπής της ανακεφαλαιοποίησης από την ΕΕ. Η διαπάλη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα για τον έλεγχο στρατηγικών υποδομών, όπως του δικτύου φυσικού αερίου, των λιμανιών, των αεροδρομίων, οξύνεται.
Πάνω σ' αυτή τη βάση αναμορφώνεται το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, ώστε να μπορέσει να δώσει περισσότερες εναλλαγές συνεργαζόμενων αστικών κυβερνήσεων.
Η κυρίαρχη γραμμή και η βεντάλια των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί αντικειμενικά αυτήν την αναμόρφωση. Εδώ εντάσσεται και η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για συμμαχία με τις δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Νότου που στηρίζονται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε σαν προοδευτική και φιλολαϊκή τη διαπραγμάτευση Μόντι - Ολάντ στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ του Ιούνη και κατηγόρησε τη συγκυβέρνηση ότι δεν εκμεταλλεύθηκε τη μεγάλη ευκαιρία με κατάλληλη εθνική διαπραγματευτική πολιτική. Στη συνέχεια ο Αλ. Τσίπρας στήριξε όπως προαναφέραμε το ΔΝΤ στη διαπραγμάτευσή του με την ΕΕ και ιδιαίτερα με τη Γερμανία για την ανάγκη «νέου κουρέματος» του ελληνικού χρέους, που περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα κράτη δανειστές.
Δεν πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητη η έμφαση που δίνει ο Αλ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ στη σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας - Ισραήλ (π.χ. ενημερωτική συνάντηση με Αβραμόπουλο, συνάντηση με τον πρόεδρο του Ισραήλ Σίμον Πέρες, συμμετοχή στο συνέδριο ΕΛΚΕΔΑ του πρέσβη του Ισραήλ και του διπλωματικού συμβούλου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ) καθώς και η προβολή των προεκλογικών δηλώσεών του κατά της Μέρκελ από ισχυρά αμερικανικά και βρετανικά μέσα ενημέρωσης.
Ορισμένες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που υπερβαίνουν την «αντιμερκελική» ρητορική του Τσίπρα και προτείνουν κάποια μορφή αστικής διακυβέρνησης που θα κινηθεί σε κατεύθυνση αποδέσμευσης από την Ευρωζώνη, αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της ΕΕ. Αποσυνδέουν όμως το ζήτημα του χρέους και της αποδέσμευσης από την ΕΕ από το ζήτημα της εξουσίας των μονοπωλίων, των σχέσεων καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, που κυριαρχούν στην Ελλάδα. Αποσυνδέουν την οικονομία από την πολιτική και εγκλωβίζουν το εργατικό κίνημα σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες, εστιάζοντας στο στόχο ανάδειξης «αριστερής κυβέρνησης» στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αυτή η γραμμή όχι μόνο δεν προετοιμάζει το κίνημα για σύγκρουση με την εξουσία των μονοπωλίων, αλλά αντίθετα το εγκλωβίζει σε ρόλο χειροκροτητή, μιας αλλαγής συμμαχιών και προτεραιοτήτων της αστικής τάξης, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού.
Γενικότερα η θολή «αντικυβερνητική - αντιμνημονιακή» γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να καθηλώσει το κίνημα στη διαπραγμάτευση νέων απωλειών, στην προσαρμογή στα ελάχιστα.
Το ΚΚΕ στηρίζει αποφασιστικά με κάθε τρόπο την οργάνωση του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του στις διεκδικήσεις για την αντιμετώπιση επειγόντων προβλημάτων. Προωθεί στη Βουλή πρόταση νόμου για την κατάργηση των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης. Προβάλει γραμμή αντεπίθεσης με πλαίσιο ριζοσπαστικών στόχων πάλης, το οποίο και περιλαμβάνει μέτρα ανακούφισης, ανακοπής της αντιλαϊκής επίθεσης, αλλά δεν εγκλωβίζει το κίνημα στη στήριξη μιας ρεφορμιστικής διαχείρισης. Στο έδαφος της πάλης για ανάκτηση των απωλειών, ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, αποκλειστικά δημόσια καθολική ασφάλιση, προστασία των ανέργων, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Υγεία και Παιδεία προσπαθεί να ισχυροποιήσει τον πολιτικό αγώνα για άλλο δρόμο ανάπτυξης, για αποδέσμευση από την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική λαϊκή εξουσία.
Η αποκάλυψη της σταθερής προσήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτική αστικής διαχείρισης, η ένταση της ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης (σχετικά με το χαρακτήρα της κρίσης, το ρόλο της ΕΕ, το δρόμο ανάπτυξης της εργατικής - λαϊκής εξουσίας) μέσα στο εργατικό κίνημα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση της αντοχής, της συνέχειας, της έγκαιρης προετοιμασίας μπροστά στην κλιμάκωση της πάλης.
Παίζει καταλυτικό ρόλο για να μην εγκλωβιστεί το κίνημα στο στόχο της αλλαγής αστικής κυβέρνησης και να μη γίνει ουρά στη διαπάλη των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Βοηθά επίσης να κατανοηθεί ουσιαστικά γιατί η εξέλιξη της ταξικής πάλης δεν θα είναι ευθύγραμμη, θα υπάρχουν υποχωρήσεις και αντεπιθέσεις.
Η πολιτικοποίηση του αγώνα θα φέρει αργά ή γρήγορα νικηφόρα αποτελέσματα στο βαθμό που συνδυάζεται με την καθημερινή προσπάθεια οργάνωσης των εργαζόμενων στους τόπους δουλειάς, στους κλάδους, στους χώρους κατοικίας, δίνοντας έμφαση στους βιομηχανικούς κλάδους της μεταποίησης, των κατασκευών, των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας.
Στις πλάτες των κομμουνιστών πέφτει η ευθύνη να μην αφήσουν τα λαϊκά στρώματα έρμαια στη δημαγωγία, στην άσφαιρη αντιπολίτευση και στον κυβερνητισμό της ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 27/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη