Thumbnail

 

Τα σχολεία σήμερα εργάζονται ενάντια στη διαμόρφωση της κριτικής σκέψης και στην ανάπτυξη της δημοκρατίας. Το κάνουν αυτό όχι επειδή έχουν ανίκανους και χωρίς προσόντα εκπαιδευτικούς, αλλά επειδή οι ζητούν από τους μαθητές να αναμασήσουν απομονωμένα γεγονότα. Διδάσκουν τους μαθητές να βλέπουν τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα των ανθρώπων απομονωμένα από την ιστορία, την ταξική πάλη. Πρόκειται για την «αντισηπτική» αποσύνδεση του πολιτισμού και της ιστορίας από την ταξική πάλη, τις σχέσεις δύναμης, τους αγώνες. Παρουσιάζουν τον πολιτισμό και την ιστορία σαν μια απλή επιτομή γεγονότων και αριθμών. Τα σχολεία, με αυτόν τον τρόπο, διδάσκουν όχι μόνο την άγνοια αλλά την άγνοια συνοδευμένη από την αδιαφορία. Έτσι, η κυρίαρχη παιδαγωγική απορρίπτει την κριτική παιδαγωγική και τη δημιουργική επίλυση προβλημάτων σαν «επικίνδυνες αριστερές» μεθόδους διδασκαλίας. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι εκπαιδευτικές αυθεντίες της κυρίαρχης παιδαγωγικής, μεθυσμένες από τον λόγο της Αποκάλυψης που διαπερνά τον πολιτικό λόγο της αμερικανικής αυτοκρατορίας, επισημαίνουν πόσο επικίνδυνες είναι για τη δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς οι ιδέες της Κριτικής Παιδαγωγικής χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα προδότες της χώρας τους όσους κάνουν κριτική στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Σε αυτές τις συνθήκες φαίνεται να υπάρχει μικρό περιθώριο για προοδευτικές παρεμβάσεις στα σχολεία που θα επιτρέψουν στους μαθητές, σύμφωνα με τα λόγια του Paulo Freire, «να διαβάσουν τη λέξη και τον κόσμο ταυτόχρονα».

Τα σχολεία έχουν θεωρηθεί σαν ο «Μεγάλος Εξισωτής» της κοινωνίας. Όμως, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αυτό δεν ισχύει πλέον ούτε θεωρητικά και νομικά, όπως διακήρυτταν τα αστικά συντάγματα και οι ιδέες της κλασικής αστικής οικονομικής και φιλοσοφικής σκέψης. Ο νεοφιλελευθερισμός με το νέο τρόπο διοίκησης και χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων έχει πετύχει την πλήρη εμπορευματοποίηση της λειτουργίας τους και την απόδοση σημαντικού μέρους των λειτουργιών τους στο κεφάλαιο. Τα σχολεία δεν έχουν πλέον σκοπό να παρέχουν «κοινή» και «δημόσια» παιδεία, έστω και νομικά, αλλά έχουν και επίσημα πλέον το σκοπό να παρέχουν διαφορετική παιδεία με κριτήριο την οικονομική κατάσταση των μαθητών τους. Και φυσικά όλοι οι δείκτες επίδοσης δείχνουν την συντριπτική αποτυχία και την πλήρη εγκατάλειψη από την πολιτεία των μαθητών από φτωχές οικογένειες και τους μη λευκούς μαθητές. Υπάρχει μια ανησυχητική διαφορά μεταξύ των επιπέδων βασικής εκπαίδευσης, των ποσοστών βαθμολόγησης και πρόσβασης στα κολλέγια ανάμεσα στα παιδιά που ζουν στις φτωχές γειτονιές των μεγαλουπόλεων και στα παιδιά που ζουν στα πλουσιότερα προάστια. οι επικρατούσες παιδαγωγικές μέθοδοι επικυρώνουν την κοινωνική και πολιτιστική ανισότητα έχοντας σοβαρές υλικές συνέπειες στους μαθητές από τα λαϊκά στρώματα. Η γνώση που αποκτούν οι μαθητές στο σχολείο απεικονίζει τις «εθνικές πεποιθήσεις» της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής τάξης και πιέζει σαν μεγάλος βράχος τις επόμενες γενιές. Αυτές οι πεποιθήσεις συνοδεύονται από το μύθο της αξιοκρατίας, που «δικαιολογεί» στον αμερικάνικο πληθυσμό γιατί όσοι δεν πέτυχαν στις σχολικές εξετάσεις γίνονται με δική τους ευθύνη εργάτες που πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν, και το μύθο της ύπαρξης μόνο της «μεσαίας τάξης» για να μην σκέπτεται ο πληθυσμός των ΗΠΑ ότι αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης μιας χούφτας κεφαλαιοκρατών.

Οι μαθητές που πετυχαίνουν στις εξετάσεις για τα καλά πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτοί που επιτυγχάνουν άριστα αποτελέσματα σε τυποποιημένα τεστ. Όμως, η ίδια η κοινωνική προέλευση του μαθητή προαναγγέλλει σε μεγάλο βαθμό για το αν ο μαθητής θα πετύχει ή όχι σε αυτά τα τεστ. Τα τεστ αυτά δεν στηρίζονται σε καμία σοβαρή παιδαγωγική ή ψυχολογική θεωρία. Όμως, υπάρχει ισχυρός θετικός στατιστικός συσχετισμός (αν όχι απόλυτη αντιστοίχηση) ανάμεσα στην επιτυχία σε αυτά τα τεστ και στην τυποποιημένη και ρηχή σκέψη. Έχουμε ένα σχολείο στο οποίο το χειρότερο είδος στεγνής μετωπικής διδασκαλίας συσχετίζεται με την επιφανειακή μάθηση. Οι εκπαιδευτικοί, υπό την πίεση του εξεταστικού συστήματος, «διδάσκουν για το τεστ» και οι μαθητές μαθαίνουν παπαγαλία ορισμένα γεγονότα, τύπους και αριθμούς. Με αυτόν τον τρόπο τα σχολεία μετατρέπονται σε εργοστάσια που βασική τους αποστολή είναι ο περιορισμός της διανοητικής ζωής της νεολαίας μας. Πρόκειται για αυτό το είδος της εκπαίδευσης που ο Freire αποκαλούσε «τραπεζική» και η οποία αντιστοιχεί με την κατάθεση γνώσης στα κεφάλια των σπουδαστών σαν να είναι άδεια. Πρόκειται για το είδος της εκπαίδευσης που εφαρμόζουν και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στους εργαζόμενους τους στα κατώτατα κλιμάκια, από τους οποίους ζητούν βασικές δεξιότητες χωρίς καμία κριτική και δημιουργική σκέψη. Τα σχολεία μας και η διδασκαλία έχουν κυριαρχηθεί από την «μονοκρατορία της κουλτούρας των πολυεθνικών επιχειρήσεων».

Η εξέταση των μαθητών στο πόσο καλά απομνημονεύουν γεγονότα και ημερομηνίες, δηλαδή θραύσματα γνώσεων οδηγεί στη δημιουργία μη κριτικών πολιτών. Ο τρόπος διδασκαλίας του πώς να απαντούν οι μαθητές σωστά και με επιτυχία στα τεστ περιορίζουν ασφυκτικά τη δυνατότητα να γίνουν μια συνεργατική ομάδα δημιουργικής μάθησης και κριτικού στοχασμού. Η τυποποιημένη διδασκαλία τελικά παρεμποδίζει την κριτική κατανόηση, καθώς το βάρος της πέφτει στο αποτέλεσμα των τεστ και όχι στο τι διεργασίες μάθησης θα αναπτυχθούν μέσα στην τάξη ώστε οι μαθητές να μάθουν να ερευνούν και να κρίνουν. Οι εξεταστικές δοκιμασίες έχουν νόημα όταν πληροφορούν τους εκπαιδευτικούς για τις αδυναμίες των μαθητών τους προκειμένου να τους βοηθήσουν να βελτιωθούν. Αυτό δεν συμβαίνει με τα τυποποιημένα τεστ. Επιπρόσθετα, οι μαθητές με περιορισμένες ικανότητες στα «ακαδημαϊκά» αγγλικά, που είναι η γλώσσα του σχολείου στις ΗΠΑ, αποτυγχάνουν μαζικά στις εξετάσεις καθώς συμβαίνει συχνά να μπορούν εμπειρικά να βρουν την απάντηση αλλά να μην καταλαβαίνουν την ορολογία και τη γλώσσα της ερώτησης. Σαφώς πρέπει να υπάρχει στο σχολείο ποικιλία τρόπων αξιολόγησης του μαθητή με διαφορετική φιλοσοφία από τη σημερινή.

Λίγα είναι τα βιβλία που έχουν συλλάβει το πρόβλημα της τυποποιημένης μάθησης για τις εξετάσεις, όπως Η Εκπαίδευση της Αμάθειας. Εδώ οι συγγραφείς αποτυπώνουν με ακρίβεια το πρόβλημα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που στηρίζεται στην «απομνημόνευση» θρυμματισμένων πληροφοριών.

Οι Κάτσικας και Θεριανός κριτικάρουν εύστοχα τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, στο οποίο απαιτείται οι μαθητές να μαθαίνουν αριθμούς και στεγνά γεγονότα χωρίς να μπορούν να τα συσχετίσουν αυτά με το φυσικό και κοινωνικό συγκείμενο και την ελληνική ιστορία. Όταν οι Κάτσικας και Θεριανός έκαναν τεστ σε 700 Έλληνες εφήβους σε βασικές γνώσεις της ιστορίας βρήκαν ότι είτε γνώριζαν τα γεγονότα χωρίς όμως να κατανοούν τη σημασία τους είτε τα αγνοούσαν. Η έρευνα τους έγινε με κομβικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, όπως η 28η Οκτωβρίου που ήταν η μέρα εισόδου της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μετά την εισβολή ιταλικών δυνάμεων στα εδάφη της, η μέρα εορτασμού της έναρξης της επανάστασης του 1821 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (25η Μαρτίου), η πρώτη σημαντική αντιστασιακή πράξη κατεβάσματος της σημαίας των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και με πιο πρόσφατα γεγονότα όπως η εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο της Αθήνας ενάντια στη χούντα το Νοέμβριο του 1973.

Ένας παράγοντας που ευθύνεται για αυτήν την κατάσταση είναι ο εξετασιοκεντρικός προσανατολισμός του σχολείου. Πρόκειται για ένα σχεδόν διεθνές φαινόμενο όπου η προετοιμασία για τυποποιημένες εξετάσεις οδηγεί τους μαθητές σε ανικανότητα κατανόησης και ερμηνείας της γνώσης καθώς και συσχετισμού της με το ευρύτερο πλαίσιο. Πρόκειται για μια «μελαγχολική» εκπαιδευτική κουλτούρα που είναι εμποτισμένη με τη διδασκαλία τεχνικών επιβίωσης στις εξετάσεις. Η επίλυση προβλήματος, μέσω της οποίας μαθαίνεται η δομημένη σκέψη και η δημιουργία επιχειρημάτων με αποδεικτική αξία, καταντά στη διδασκαλία για τις εξετάσεις ένας τραγέλαφος μνημοτεχνικών σοφισμάτων που συχνά προκαλούν το γέλιο και δεν συμβάλλουν σε κανενός είδους μόρφωση. Το ζητούμενο για τους Κάτσικα και Θεριανό είναι πως οι μαθητές θα κινητοποιηθούν πέρα από τις εξετάσεις προκειμένου να θέσουν την καθημερινή εμπειρία τους, την κοινωνία που ζουν και τη γνώση που μαθαίνουν στο σχολείο σε κριτική. Μόνο έτσι θα γίνουν ενεργοί πολίτες που θα μπορούν να παλέψουν για τα δικαιώματα τους σε μια κοινωνία που καθημερινά τους τα αρνείται και τα περιορίζει.

Η έρευνα του τι μαθαίνουν οι νέοι και ποια είναι η κυρίαρχη κουλτούρα τους, όπως αυτή των Κάτσικα και Θεριανού, είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες μια «αποθαρρυντική πρόκληση». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια τέτοια έρευνα είναι δύσκολο να γίνει. Η έρευνα εξαρτάται και χρηματοδοτείται όλο και περισσότερο από τους κυρίαρχους συντηρητικούς κύκλους και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Έχει αναπτυχθεί μια βιομηχανία ερευνών όπου τα ερευνητικά ερωτήματα καθορίζονται από το κατά πόσο συμπορεύονται με τις επιλογές του πολιτικού κατεστημένου και δεν ανοίγουν πολιτικά ζητήματα αμφισβήτησης της υπάρχουσας κατάστασης. Αποθαρρύνονται έτσι ερευνητικές ερωτήσεις που ανοίγουν πολιτικά ζητήματα και χρηματοδοτούνται οι έρευνες που στηρίζουν και ικανοποιούν τις ανάγκες του συμπλέγματος κράτους-πολυεθνικών-στρατού, το οποίο συντηρεί ανοικτά τα μέτωπα στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Το σύμπλεγμα αυτό προσπαθεί να κάνει πολιτικά απαθείς τους νέους και σε αυτό το πλαίσιο όλοι οι ερευνητές που έχουν κριτική ματιά σε αυτά τα ζητήματα και με τη δουλειά τους μπορούν να αμφισβητήσουν την ιδεολογική ηγεμονία των καπιταλιστών αντιμετωπίζονται σαν Λεβιάθαν από τα κέντρα που χρηματοδοτούν τις έρευνες. Επίσης, η έρευνα της κουλτούρας των νέων εμπλέκεται με την κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι του νέου, στην τάξη στο σχολείο και το πώς η κοινωνία διαχειρίζεται την παιδική και εφηβική ηλικία, οι οποίες στις ΗΠΑ είναι οι πλέον εμπορευματοποιημένες χρονικές περίοδοι της ανθρώπινης ύπαρξης. Το παιδί και ο έφηβος είναι ο καταναλωτής στον οποίο στοχεύει η συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτικών μηνυμάτων. Επίσης, εμπλέκεται με το ρόλο και τη λειτουργία των ιδεολογικών κρατικών μηχανισμών. Όλες αυτές οι παράμετροι σχετίζονται με την οικονομική οργάνωση και συμβάλουν καθοριστικά στην αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου, ιμπεριαλιστικού εθνικού κράτους.

Οι έφηβοι αντιμετωπίζονται συχνά σαν άτομα με «ανολοκλήρωτη» προσωπικότητα που χρειάζονται βοήθεια και καθοδήγηση για να μπουν στην κοινωνική ζωή. Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης είναι ότι οι «φωνές τους», αυτό που μας λένε, σπάνια εκτιμάται και κατανοείται. Οι έφηβοι θεωρούνται από τους ενήλικες ανίκανοι να κάνουν περίπλοκες σκέψεις και να καταλάβουν ιδέες. Είναι σημαντικό να υπερασπιστούμε την ιδέα ότι οι νέοι που φοιτούν στα δημόσια σχολεία είναι σε θέση να συμμετέχουν στην πολιτική, σε κινητοποιήσεις και στη διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτιστικών γεγονότων. Διαφορετικά, αν τους θεωρούμε ανώριμους για κάτι τέτοιο τότε τους θέλουμε παθητικούς καταναλωτές και τηλεθεατές.

Αναγνωρίζουμε ότι τα παιδιά στις καπιταλιστικές χώρες έχουν γεννηθεί σε κοινωνίες όπου η δύναμη και τα προνόμια είναι άνισα κατανεμημένα με βάση την κοινωνική τάξη όπου ανήκει ο καθένας. Σε αυτά τα αυτοαποκαλούμενα δημοκρατικά κράτη απαγορεύεται να ασκηθεί κριτική στο οικονομικό σύστημα. Η διάκριση ανάμεσα στη νομική δικαιοσύνη και την οικονομική δικαιοσύνη είναι το σήμα κατατεθέν της αμερικάνικης κοινωνίας. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, αλλά δεν κατέχουν όλοι μέσα παραγωγής ούτε έχουν τον ίδιο πλούτο. Οικονομική δικαιοσύνη, για πολλούς πολιτικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια άλλη λέξη για το σοσιαλισμό. Και λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου στις ΗΠΑ, ο σοσιαλισμός είναι ακριβώς μια λέξη υποκατάστατο του «δαιμονοποιημένου ολοκληρωτικού κομμουνισμού». Οι παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών στο σχολείο με σοσιαλιστικό περιεχόμενο ήταν πάντα δύσκολες. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 είναι σχεδόν αδύνατες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πολίτες ενημερώθηκαν από την κυβέρνηση του Μπους ότι η ιστορία αρχίζει ξανά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και σε αυτήν παλεύουν οι δυνάμεις του «καλού» (ΗΠΑ) με τις τρομοκρατικές δυνάμεις του «κακού». Σκοπός βέβαια αυτής της «πάλης» είναι η τόνωση των κερδών των πολυεθνικών εταιρειών και η δημιουργία μιας «πολεμικής οικονομίας». Η πολιτική δουλειά των κοινωνικών κινηματικών στις ΗΠΑ υποχώρησε από την 9/11 και μετά και έχει γίνει αφόρητα δύσκολη. Η δική μας δουλειά, των ερευνητών που εργάζονται με ζητήματα που αφορούν την νεολαία, έχει επίσης γίνει δύσκολη. Ιδιαίτερα για όσους θεωρούν ότι η εργασία τους αποκτά νόημα όταν κυριαρχείται από την ιδέα ότι πρέπει να αναπτυχθούν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα δημιουργήσουν τη δυνατότητα υπάρβασης του καπιταλισμού. Μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου ήταν το 1973 όταν ο Χιλιανός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε δολοφονήθηκε από το πραξικόπημα του στρατηγού Αυγούστο Πινοσέτ, το οποίο καθοδηγούσαν οι ΗΠΑ. Δημόσια, οι ΗΠΑ υποστήριζαν ότι ο Αλιέντε και το κόμμα του ήθελαν να εγκαθιδρύσουν ένα ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς στη Χιλή. Ιδιωτικά, όμως, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δια στόματος του Χένρυ Κίσσιγκερ πληροφόρησε τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον: «το παράδειγμα μιας επιτυχημένης και δημοκρατικά εκλεγμένης μαρξιστικής κυβέρνησης στη Χιλή θα έχει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις και σε άλλα μέρη του κόσμου…Η μιμητική διάδοση του φαινομένου και αλλού θα έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια ισορροπία και τη θέση μας σε αυτήν». Ο Αλιέντε έπρεπε να εξοντωθεί. Από την εποχή εκείνη οι ΗΠΑ είχαν ως βασικό σκοπό της πολιτικής τους να εμποδίσουν την εγκαθίδρυση οποιασδήποτε σοσιαλιστικής κυβέρνησης στον κόσμο, η οποία θα δείχνει στους υπόλοιπους λαούς ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια διαφορετική κοινωνία από την καπιταλιστική.

Ο καπιταλισμός είναι το αόρατο σκηνικό, στο οποίο εκτυλλίσεται η καθημερινή ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Διαπερνά κάθε έκφραση της οικογενειακής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Και είναι παρόν και στην επιστημονική κοινότητα και τα πανεπιστήμια όπου εργαζόμαστε. Αναφέρθηκα στην ιστορία της Χιλής, διότι σήμερα η «επέμβαση» δεν αφορά κάποια χώρα έξω από τις ΗΠΑ αλλά γίνεται πλέον σε κάθε πεδίο μέσα στις ΗΠΑ. Οι εκπαιδευτικοί που θα τολμήσουν να επικρίνουν τον πόλεμο στο Ιράκ θα απολυθούν. Εγώ ο ίδιος τοποθετήθηκα στην κορυφή ενός καταλόγου «τριάντα κόκκινων καθηγητών» από μια ομάδα συντηρητικών φοιτητών οι οποίοι, με αμοιβή εκατό δολάρια, μαγνητοφώνησαν τις δικές μου παραδόσεις και άλλων καθηγητών στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες όπου κάναμε κριτική στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Έχει ξεκινήσει ένα κυνήγι μαγισσών καθηγητών πανεπιστημίου και εκπαιδευτικών με κριτήριο την πολιτική τους ιδεολογία.

Η κυρίαρχη τάση στην εκπαιδευτική έρευνα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, ξεκινά από το δεδομένο ότι υπάρχει κοινωνική επιστήμη ουδέτερη από κοινωνικές και πολιτικές αξίες και ιδέες. Στηρίζεται, επίσης, στη διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου της έρευνας, η οποία δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της έρευνας συμπλέκονται, δεχόμενα και τα δύο τις επιδράσεις της κοινωνίας εντός της οποίας υπάρχουν. Η ιστορική πορεία που έχει παράξει το αντικείμενο της έρευνας (για παράδειγμα την ποιότητα και την ποσότητα των γνώσεων που έχουν οι μαθητές) επίσης επιδρά στον ερευνητή. Το μυαλό του ερευνητή, όσο σκληρά και αυτός προσπαθήσει να είναι αντικειμενικός, σκέφτεται με βάση κάποιες σχηματισμένες κατηγορίες, τις οποίες δεν μπορεί να αποφύγει. Ακόμη και για το γιατί επέλεξε να ερευνήσει το συγκεκριμένο θέμα είναι αποτέλεσμα των αναλυτικών κατηγοριών με τις οποίες σκέφτεται, των ενδιαφερόντων του και εν τέλει της πολιτικής του ιδεολογίας, του τρόπου με τον οποίο βλέπει τα πράγματα. Το υποκείμενο και το αντικείμενο της έρευνας εκφράζουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, κάτι το ένα για το άλλο. Δεν είναι ιδιαίτερες οντότητες αλλά επικαλυπτόμενοι κύκλοι. Είμαστε υποκείμενα και ταυτόχρονα αντικείμενα της ιστορίας και μελετάμε εκείνα τα αντικείμενα που η υποκειμενική μας κατάσταση (ιδεολογία, γνώση, κ.λπ.) μας επιτρέπει και μας σπρώχνει να μελετήσουμε. Οι διαχωρισμοί υποκειμένου – αντικειμένου της έρευνας, αξίας-γεγονότος, «είναι»-πρέπει αποτελούν παραισθήσεις που δημιουργούνται από εκείνους που πιστεύουν ότι επιστήμη είναι μόνο τα μετρήσιμα δεδομένα και στοιχεία. Η πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει εκπαιδευτική έρευνα απαλλαγμένη από αξίες και ιδεολογίες έχει οδηγήσει στην παράβλεψη σοβαρών κοινωνικών και ηθικών παραμέτρων του σχολείου, επηρεάζοντας σημαντικά την ίδια τη λειτουργία του. Έχει επηρεάσει και το δημόσιο διάλογο για εκπαιδευτικά ζητήματα και το ρόλο που μπορεί να παίξει η εκπαίδευση στο μέλλον της κοινωνίας. Οι ιδεολογίες, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι σεξουαλικές προτιμήσεις και ο ρόλος τους στη σχολική ζωή παραβλέπονται. Ο αξιολογικός λόγος έχει μειωθεί προς όφελος ενός λόγου που στηρίζεται στην ιδέα της εργαλειακής ορθολογικότητας. Αυτό που μπορεί να προκαλέσει και να αμφισβητήσει τον θετικισμό είναι η προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης των πραγμάτων, η οποία θα στηρίζεται στη διαλεκτική του αντικειμένου της έρευνας με τον κόσμο στον οποίο ζούμε και την ιστορία του. Ο βραζιλιάνος παιδαγωγός Paulo Freire επεσήμανε ότι η παρουσία μας στον κόσμο δεν είναι ουδέτερη. Ως πολιτικά υποκείμενα με ιδεολογία αναγκαζόμαστε για να πάρουμε μια θέση προς τον κόσμο: «Κανένας δεν μπορεί να είναι στον κόσμο, με τον κόσμο και με άλλους, κατά τρόπο ουδέτερο». Κατά συνέπεια, «η ύπαρξη» σημαίνει μια παρουσία στον κόσμο. Η ιστορία, έλεγε ο Freire, γονιμοποιείται από τη δυνατότητα και την ελπίδα και για αυτό πρέπει ενεργά να συμμετέχουμε και να επέμβουμε στον κόσμο. Ο Freire υποστηρίζει ότι ζούμε σε έναν ηθικό κόσμο. Ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός μας, μας αναγκάζει να λάβουμε ηθικές αποφάσεις. Ο Freire μας υπενθυμίζει ότι οι ενέργειές μας έχουν μια καθολική διάσταση, καθώς «το υπάρχειν στον κόσμο» συνεπάγεται ευθύνες και υποχρεώσεις προς άλλα ανθρώπινα όντα. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι αναγκαίο δεν είναι μια μη κριτική «ελεύθερη αξιών» επιστήμη αλλά ένα όραμα για ένα καλύτερο μέλλον, η ηθική δέσμευση για την ανθρώπινη χειραφέτηση και η κριτική στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι νέα, έχει αναπτυχθεί επί χρόνια μέσα στη δουλειά του Paulo Freire. Ο Freire προτείνει ότι σημαντική προϋπόθεση για να αναπτυχθεί δράση ενάντια στην ηγεμονία του κεφαλαίου είναι η κατανόηση των καταπιεστικών μηχανισμών της κεφαλαιοκρατικής εκπαίδευσης μέσα από το όραμα της πολιτικής και πολιτιστικής απελευθέρωσης. και η προβολή του οράματος με το όραμα βασικής εκπαίδευσής του ως πολιτιστική πολιτική της απελευθέρωσης. Η μέθοδος διδασκαλίας του Freire με τη θέση προβλημάτων είναι μια αιχμηρή αντίθεση στα αναλυτικά προγράμματα που κατασκευάζει από πάνω το κράτος και στην «τραπεζική αντίληψη της εκπαίδευσης». Η μέθοδος του Freire «εξανθρωπίζει» τους μαθητές μέσα από το διάλογο. Πρόκειται για μια παιδαγωγική-πολιτική πράξη που εμπλέκει τους μαθητές σε ένα τριμερές προτσές συνειδητοποίησης όπου «ονοματίζουν τον κόσμο, αναγνωρίζουν τη θέση τους σε αυτόν και γίνονται υποκείμενα που αγωνίζονται για την κοινωνική αλλαγή». Η παιδαγωγική του Freire έχει εμπνεύσει και κινητοποιήσει μια νέα γενιά παιδαγωγών και ακτιβιστών που υπερασπίζονται τις δημοκρατικές αξίες και πρακτικές μέσα στις σχολικές τάξεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ο Freire βλέπει την εκπαίδευση ως πολιτική και ιδεολογική δραστηριότητα η οποία έχει κινδύνους. Η αποστολή μας στον κόσμο δεν είναι να προσαρμοστούμε σε αυτόν αλλά να τον μετασχηματίσουμε. Η προσαρμογή είναι ένα παροδικό στάδιο που προηγείται της αλλαγής. Ο Freire βλέπει τα ανθρώπινα όντα ως υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας. Με άλλα λόγια, ενώ οι δυνάμεις της ιστορίας διαμορφώνουν το παρόν και το παρελθόν μας, εμείς μπορούμε να αλλάξουμε την ιστορία, να φτιάξουμε την ιστορία του μέλλοντος. Όπως έλεγε ο Freire: «το μέλλον δεν μας φτιάχνει, εμείς έχουμε τη δυνατότητα να το φτιάξουμε». Σύμφωνα με τον Freire μπορούμε να σπάσουμε τις αλυσίδες της ιστορίας και να φτιάξουμε τη δική μας ιστορία. Τα ανθρώπινα όντα επηρεάζονται από την ιστορία, αλλά δεν καθορίζονται από αυτήν. Η ιστορία στη σκέψη του Freire είναι μια δυνατότητα. Μια κριτική ανάγνωση του κόσμου περιλαμβάνει την καταγγελία των υπαρκτών συνθηκών και των αδικιών στον κόσμο. Την ίδια στιγμή, περιλαμβάνει και την πιθανότητα της δημιουργίας ενός πιο ανθρώπινου και δίκαιου κόσμου. Έτσι, ο Freire βλέπει την παιδαγωγική δράση της ανάγνωσης του κόσμου ως ένα διαλεκτικό προτσές που περιλαμβάνει την καταγγελία του υπαρκτού κόσμου και την ανακοίνωση της δυνατότητας ενός νέου κόσμου. Η ανάγνωση του κόσμου, για τον Freire, είναι πολιτική παιδαγωγική δράση. Η καταγγελία του υπαρκτού κόσμου είναι μια δράση που περιλαμβάνει την κριτική, την αντίσταση και την πάλη ενάντια στην καταπίεση. Από την άλλη πλευρά, η ανακοίνωση του νέου κόσμου περιέχει ελπίδα και δυνατότητα για μια νέα δημοκρατική κοινωνία έξω από τον νόμο της αξίας που διέπει την καπιταλιστική κοινωνία. Ο Freire κάνει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στο ρόλο της εκπαίδευσης να βοηθήσει τους μαθητές να αναπτύξουν την κριτική τους ικανότητα και την εκπαίδευση που τους προετοιμάζει να γίνουν πειθήνιοι εργαζόμενοι στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Μέσα από το έργο του μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο να γίνει η εκπαίδευση ένα σύνολο τεχνικών και δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση καθώς περιλαμβάνει τη γνώση που ξέρουμε και τη γνώση που δεν ξέρουμε μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να προκαλέσει την «κριτική περιέργεια» και να οδηγήσει σε ένα ριζικό επαναπροσανατολισμό προς τον κόσμο. Η κριτική παιδαγωγική περιλαμβάνει την εκμάθηση του πως θέτουμε ερωτήσεις για τον κόσμο με «επιστημονική περιέργεια». Ο Freire ενθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς να φανταστούν, να ονειρευθούν και να αγωνισθούν για ένα καλύτερο κόσμο, μια νέα δημοκρατική κοινωνία, να θέλουν να είναι «παρών» στον κόσμο, εμπλεκόμενοι στο προτσές «της ανάγνωσης της λέξης και του κόσμου».

Ο Donaldo Macedo και η Ana Maria Freire επισημαίνουν ότι αυτό που εννοείται με τη φράση «διαβάζω τη λέξη και τον κόσμο» είναι η αποφυγή της βερμπαλιστικής παιδείας που αποσυνδέει αντισηπτικά τη γνώση από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία εντός της οποίας υφίσταται. Η εκπαίδευση δεν είναι μόνο μια διαδικασία απόκτησης ενός συνόλου γνώσεων αλλά πρέπει να είναι και η κριτική ανάγνωση και του κόσμου με αυτές τις γνώσεις αλλά και των γνώσεων σε σχέση με τον κόσμο με σκοπό την αποκάλυψη της εκμεταλλευτικής υφής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Διαφορετικά, δημιουργούνται από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια ειδικοί που είναι «ημιαναλφάβητοι» γιατί μπορούν να «διαβάσουν τη λέξη», αλλά είναι αξιοθρήνητα ανίκανοι να διαβάσουν τον κόσμο. Είναι σε θέση να διαβάσουν τα κείμενα της ειδικότητας τους, αλλά δεν κατανοούν τον κόσμο. Ο Jose Ortega Υ Gasset αποκαλεί έναν τέτοιο ειδικό «σοφό άσχετο» καθώς έχει άποψη για έναν μικρόκοσμο αλλά αδυνατεί να κάνει μια κριτική ανάγνωση του κόσμου που θα τον οδηγήσει σε μια συνεπέστερη κατανόηση. «Σοφοί άσχετοι» είναι παντού τριγύρω μας. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουμε ειδικούς στα μαθηματικά και στην πληροφορική οι οποίοι αδιαφορούν και αγνοούν μέσω ποιων μηχανισμών και γιατί η πρόοδος και τα επιτεύγματα τους επιτρέπουν σε μια χώρα να καταπιέζει άλλες και την ίδια στιγμή να έχει εγκαταλείψει τους φτωχούς κατοίκους στο έλεος της αγραμματοσύνης και των θεομηνιών. Δεν κατανοούν γιατί δεν έχουν όλοι πρόσβαση στα επιτεύγματα της ιατρικής. Χωρίς κριτική ανάγνωση της λέξης και του κόσμου έχουμε μια κοινωνία εξασθενημένη ηθικά.

Οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να αρχίσουν με την αρχή όλη η γνώση είναι κοινωνικό φαινόμενο, υποκείμενη στις ανάγκες των διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Όλες οι ιδέες είναι κοινωνικά και ιστορικά προϊόντα. Δεν υπάρχει κανένα αμετάβλητο εποικοδόμημα της γνώσης, κανένα αρχιμήδειο σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να μάθουμε και να κατανοήσουμε. Ο σκοπός μας ως εκπαιδευτικών δεν είναι μόνο να βοηθήσουμε στην εξήγηση του κόσμου και στην κατανόηση των ιδεών που κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή, αλλά να εξηγήσουμε την προέλευση τους και τον τρόπο της αλλοτρίωσης τους. Πρέπει να καταλάβουμε οι ίδιοι τις ιστορικές και κοινωνικές περιστάσεις που βοηθούν την κυρίαρχη ιδεολογία να εξαπλωθεί και να προσπαθήσουμε να τις εξηγήσουμε στους μαθητές μας.

Η δική μου εργασία με τους νέους, μου δείχνει ότι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να παρέχουν στους σπουδαστές την ευκαιρία να αρθρώνουν τη δική τους φωνή, να χτίσουν την προσωπικότητα τους. Αυτό γίνεται με το σεβασμό του πολιτιστικού κεφαλαίου και της κουλτούρας που φέρνουν τα παιδιά από τις οικογένειες τους, τα άμεσα περιβάλλοντα τους.

Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δημιουργήσουν τους όρους ώστε οι μαθητές να εμπλακούν σε διαδικασίες μάθησης της γνώσης με τρόπους πολιτιστικά και γλωσσολογικά οικείους. Όταν υποστηρίζουμε ότι οι δάσκαλοι πρέπει να ενθαρρύνουν τις «φωνές» των νέων δεν σημαίνει ότι αυτές οι «φωνές» θα είναι de facto αποδεκτές. Ανάμεσα στις φωνές των νέων υπάρχουν και «φωνές» αδιαλλαξίας, ρατσισμού, σεξισμού, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει όχι να διακόπτουμε αυτές τις «φωνές», αλλά να προσπαθούμε να δώσουμε σε αυτούς τους νέους τα εργαλεία για να δουν τον κόσμο και τις «φωνές» τους κριτικά. Όποιος δεν μπορεί να αρθρώσει τη δική του «φωνή» είναι «αδύναμος». Ο εκπαιδευτικός πρέπει να βρει τρόπους κριτικού στοχασμού και όχι σιωπής της «φωνής» των νέων.

Αυτός ο σκοπός είναι αδύνατον να επιτευχθεί μέσα από το εξετασιοκεντρικό σχολείο. Η εργασία των Κάτσικα και Θεριανού Η Εκπαίδευση της Αμάθειας δείχνει καθαρά ότι με τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό σχολείο δεν μπορεί να δημιουργήσει κριτικούς πολίτες. Και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη κριτικών προσεγγίσεων της εκπαίδευσης και της διδασκαλίας. Γιατί τελικά μόνο μέσω αυτών μπορούν οι μαθητές να αποκτήσουν τη γλώσσα της δυνατότητας και της ελπίδας.

 

Το παραπάνω κείμενο είναι η εισαγωγή του PETER MCLAREN στο βιβλίο των Χρήστου Κάτσικα –Κώστα Θεριανού, Η εκπαίδευση της αμάθειας

΄ΕΚΔΟΣΗ Συμπληρωμένη και ανανεωμένη

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 27/11

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα