Thumbnail

 

 Θεωρίες της διαφθοράς 

 

Στο άρθρο του "Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού", και στα πλαίσια της συζήτησης για την έννοια της "εργατικής αριστοκρατίας", που στον Λένιν θα αποκτήσει μια καθοριστική σχέση με την σοσιαλδημοκρατική προδοσία του εργατικού κινήματος στον ιμπεριαλισμό, ο Μάκης Παπαδόπουλος αναφέρεται στην κάτωθι παρατήρηση του Λένιν:

Πάνω στην οικονομική βάση που αναφέραμε οι πολιτικοί θεσμοί του νεότατου καπιταλισμού -τύπος, κοινοβούλιο, ενώσεις, συνέδρια κλπ.- έχουν δημιουργήσει για τους σεβόμενους τα καθιερωμένα, τους φρόνιμους ρεφορμιστές και πατριώτες υπαλλήλους και εργάτες, πολιτικά προνόμια και ψιχία που αντιστοιχούν στα οικονομικά προνόμια και ψιχία. Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες στα Υπουργεία ή στην Επιτροπή πολεμικής βιομηχανίας, στο Κοινοβούλιο και στις διάφορες επιτροπές, στις συντάξεις των “σοβαρών” νομίμων εφημερίδων ή στις διοικήσεις των όχι λιγότερο σοβαρών και “αστικά-πειθήνιων” εργατικών συνδικάτων - να με τι προσελκύει και αμείβει η ιμπεριαλιστική αστική τάξη τους εκπροσώπους και οπαδούς των “αστικών εργατικών κομμάτων” (Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 175).
Επιστρέφοντας αργότερα στο θέμα, και θέτοντας το ερώτημα της μορφής των "προνομίων" και "ψιχίων" με τα οποία οι "θεσμοί του νεότατου καπιταλισμού" εξαγοράζουν τμήματα της εργατικής τάξης, ο Παπαδόπουλος γράφει:
Αν στην εποχή του ο Λένιν μιλούσε για ορισμένα στοιχειώδη πολιτικά «προνόμια» και «ψιχία» που αντιστοιχούν σε οικονομικά «προνόμια» και «ψιχία» στις μέρες μας, ο μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας έχει κάνει επίσης σημαντικά βήματα στο ζήτημα αυτό. 
Οι «ζεστές θεσούλες» των επιτροπών των υπουργείων, του Κοινοβουλίου και των διοικήσεων των «πειθήνιων συνδικάτων» που περιγράφει ο Λένιν, έχουν εμπλουτιστεί και επεκταθεί στις μέρες μας με ένα πολυπλόκαμο δηλητηριώδες δίκτυο θεσμών ενσωμάτωσης. Ορισμένοι από αυτούς τους θεσμούς, όπως η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των μονοπωλιακών ομίλων εμφανίστηκαν μάλιστα από τη σοσιαλδημοκρατία σαν κατακτήσεις των εργαζομένων. 
Ετσι σήμερα το κράτος της δικτατορίας της αστικής τάξης δεν αξιοποιεί άμεσα μόνο το απατηλό κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά και το μηχανισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τα «αιρετά όργανά» του, τους θεσμούς συμμετοχής εργοδοτών - εργαζομένων (π.χ. «Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος»), αρκετές «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και πλήθος άλλων μηχανισμών για να ενσωματώσει τους εργαζόμενους. Τα στελέχη αυτών των μηχανισμών αποτελούν αντικειμενικά σημαντικό κοινωνικό στήριγμα του «αστικού εργατικού κόμματος» στις σημερινές συνθήκες. 
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορούν τα περιβόητα κοινοτικά προγράμματα αμειβόμενης επιμόρφωσης (εξαγοράς) για συνδικαλιστικά στελέχη και άλλους εργαζόμενους, που υποδεικνύουν οι ενσωματωμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, καθώς και η ουσιαστική οικονομική εξάρτηση μέρους του μισθωτού ερευνητικού δυναμικού των ΑΕΙ από την χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από την ΕΕ και ορισμένους μονοπωλιακούς ομίλους.
Αναφερόμαστε λοιπόν σε μια ολοκληρωμένη παρέμβαση του αστικού κράτους που συνδυάζει τη διανομή υλικών προνομίων σε τμήματα των εργαζομένων με μηχανισμούς άμεσης επίδρασης στην ταξική συνείδηση.
Η παρατήρηση μού φαίνεται κρίσιμη, εν μέρει επειδή θίγει ένα φαινόμενο που διαπίστωσα εμπειρικά επί σειρά ετών στον δικό μου εργασιακό χώρο, αλλά προαπαιτεί επίσης μια άμεση διευκρίνηση: στην εποχή που διανύουμε, το "αστικό κράτος" είναι μόνο εν μέρει ένα κράτος ταυτόσημο με τα σύνορα του "έθνους", καθώς η σύσταση και ουσία του εντοπίζονται ήδη στην διακρατική, ιμπεριαλιστική συμμαχία των αστικών τάξεων μιας σειράς εθνών, την οποία γνωρίζουμε στην Ευρώπη ως "Ευρωπαίκή Ένωση."

Έλεγα λοιπόν ότι το φαινόμενο στο οποίο αναφέρεται ο Παπαδόπουλος μού είναι οικείο εργασιακά: αναφέρομαι στην επίδραση των διαφόρων ειδών και μορφών ερευνητικών και αναπτυξιακών κονδυλίων που διαχέονται στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες ως μέσα "εξαγοράς" του ακαδημαϊκού προσωπικού καθώς και εξαρτώμενων απ' αυτό φορέων της διανοητικής εργασίας. Η εξαγορά αυτή δεν γίνεται συνήθως άμεσα, βέβαια, δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος που σε πληρώνει πρόσωπο με πρόσωπο και σου υπαγορεύει τι πρέπει να σκέφτεσαι και να γράφεις· γίνεται κυρίως έμμεσα, διαμεσολαβημένα και σε βάθος. Πρώτα, επειδή οι προβληματικές και τα θέματα τα οποία επιλέγονται για χρηματοδότηση και πριμοδοτούνται αναπτυξιακά αντανακλούν ήδη και εξ αρχής ένα ιδεολογικό bias φιλικό προς τους ευρωενωσιακούς θεσμούς και την ευρωενωσιακή ιδεολογία και οπτική -- δεν είναι δηλαδή ούτε "ουδέτερα" ούτε "ανοιχτά" σε ερμηνεία πέρα από κάποια πολύ συγκεκριμένα όρια.

Δεύτερον, επειδή όλοι αποδέχονται σιωπηρά την κυνική επίγνωση ότι δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα ή επιθυμία της ΕΕ να ενθαρρύνει έρευνα η οποία την υποσκάπτει εφόσον επιθυμούν να συμμετάσχουν στην κατανομή και εκμετάλλευση (σημαντική ως και κρίσιμη για την ίδια την διαδικασία αξιολόγησης του ακαδημαϊκού έργου πλέον) ερευνητικών κονδυλίων. Κατά συνέπεια, αποδέχονται εξ αρχής τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της έρευνας σε βαθμό τέτοιο που αυτή η αποδοχή να μην μπορεί να παραμείνει "εξωγενής" και "ad hoc" (προσποιούμαι απλώς πως είμαι εργαλείο της ΕΕ επειδή χρειάζομαι το κονδύλι για την ανέλιξη και την καριέρα μου, αλλά στην πραγματικότητα...) αλλά καθίσταται ουσιαστικά ταυτόσημη με την συνολική ιδεολογία του ακαδημαϊκού και των διάφορων συνεργατών του από τις τάξεις των νέων διδακτόρων, των μετα-διδακτόρων, των μεταπτυχιακών φοιτητών. Ενδιαφέρον παρεμπιπτόντως είναι το γεγονός ότι από τις χιλιάδες μελέτες που έχουν εκπονηθεί με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν έχω ποτέ εντοπίσει μία που να αφορά τις συνέπειες της εξάρτησης από την ευρωενωσιακή χρηματοδότηση για τις ιδεολογικές προκείμενες των μελετών που εκπονούνται. Μια τέτοια "ανακλαστική", "μεταγνωσιακή" μελέτη (ας πούμε στα πρότυπα των μελετών του Pierre Bourdieu, και ιδίως του Homo Academicus), μια μελέτη για την διείσδυση της ευρωενωσιακής "ιδεολογίας" στην "επιστήμη" που παράγουν οι διανοούμενοι της ΕΕ, είναι εξ ορισμού αδύνατη μέσα στο ευρωενωσιακό σύστημα, όχι λόγω κάποιας ρητής μορφής λογοκρισίας, αλλά λόγω της πολύ ισχυρότερης και αποτελεσματικότερης αυτολογοκρισίας που επιβάλλουν στον ίδιο τον τρόπο σκέψης τους όσοι μετέχουν σ' αυτό το σύστημα -- που παρεμπιπτόντως τείνει όλο και πιο ραγδαία να καταστεί το μόνο διαθέσιμο σύστημα στις επιστήμες αυτές.

 

Ανάλογα φαινόμενα, είμαι βέβαιος, εμφανίζονται στους άλλους θεσμικούς χώρους στους οποίους αναφέρεται ο Παπαδόπουλος, και συγκεκριμένα στον συνδικαλιστικό, κυρίως (αλλα όχι μόνο) σε ανώτερο στελεχικό επίπεδο, καθώς και σε αυτό των ΜΚΟ, αλλά και των μηχανισμών με τους οποίους συνδέονται και οι τρεις αυτοί χώροι, για παράδειγμα, τον μηχανισμό των εκδόσεων, των συμβαλλόμενων εκδοτικών οίκων, αυτόν του δημόσιου διαλόγου (Ινστιτούτα, Κέντρα, κλπ), αυτόν του Τύπου.
 
Δημιουργείται έτσι ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο πλέγμα αφενός ιδεολογικών παραδοχών που ενισχύουν διαρκώς η μία την άλλη, και από την άλλη αλληλοεξαρτήσεων σε ατομικό, θεσμικό και οικονομικό επίπεδο, το οποίο εγγυάται την ιδεολογική αναπαραγωγή, αλλά και την ενσωμάτωση των εμπλεκομένων --και αρκετά ανεξάρτητα από το εισόδημά τους, αν λάβει κανείς υπόψη τις μεγάλες διαφορές στις αποδοχές τους-- στην "εργατική αριστοκρατία", που με την σειρά της αναζητά πολιτική έκφραση στους υφιστάμενους θεσμούς του αστικού συστήματος και αποτυπώνει το ιδεολογικό της και κοσμοθεωρητικό της στίγμα σ' αυτούς. Είναι δε κάπως ειρωνικό και οξύμωρο το γεγονός ότι η συζήτηση περί γραφειοκρατίας σήμερα εξακολουθεί να επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ΕΣΣΔ όταν η ΕΕ αποτελεί μια εκθετική εκδοχή γραφειοκρατικής οργάνωσης, όχι μόνο ή απλά μέσω των εργαζομένων στα κεντρικά όργανα διοίκησης στις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο ή τη Χάγη αλλά μέσω της διάρθρωσης αυτών των κέντρων με μυριάδες απολήξεις στην εθνική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή κάθε χώρας, από τα αστικά κόμματα και το κοινοβούλιο, στις ΜΚΟ, τα "Ερευνητικά Κέντρα" και "Ινστιτούτα", τις εκδόσεις, τον ημερήσιο και εβδομαδιαίο Τύπο. Στην ευρωενωσιακή μάλιστα περίπτωση, το γραφειοκρατικό σύστημα όχι απλώς δεν στηρίζεται σε ένα κόμμα αλλά ενσωματώνει όλα σχεδόν (και σε κάποιες χώρες όλα εντελώς) τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα, υποτάσσοντάς τα σε μια ανώτερη αρχή, που δεν είναι άλλη από αυτή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας μεταξύ αστικών τάξεων. 
 
Η αρχή αυτή δεν απαιτεί την πρόκριση μίας συγκεκριμένης "γραμμής", ενός ρητού κώδικα ιδεολογικών προτάσεων· η πραγματική της ιδεολογική λειτουργία συνίσταται στον καθορισμό του πλαισίου του "εννοήσιμου και δηλώσιμου", το οποίο, αφού εδραιωθεί με χίλιους δυο τρόπους και σε χίλια δυο διαφορετικά επίπεδα, "επιτρέπει" κατόπιν "εσωτερικές διαφοροποιήσεις." Έτσι, στο υπάρχον γραφειοκρατικό σύστημα αστικής εξουσίας, οι πολιτικοί, και ιδιαίτερα αυτοί των συντηρητικών κομμάτων, έχουν τον ρόλο του να "σπρώχνουν" την αντζέντα της λιτότητας, των αντεργατικών μέτρων, των περικοπών στο κράτος πρόνοιας, κλπ, ενώ οι ενσωματωμένοι διανοούμενοι, τα ανώτερα συνδικαλιστικά στελέχη και τα "εναλλακτικά κόμματα" στα οποία συνασπίζεται η μεγάλη τους πλειοψηφία (μαζί με τα κατώτερης κοινωνικής βαθμίδας εξαρτήματά της όπως οι νέοι διδάκτορες, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές, κλπ) έχουν τον ρόλο του να προσποιούνται την αντιπολίτευση επιχειρηματολογώντας εκ μέρους μιας φαντασματικής "άλλης" ΕΕ: με άλλα λόγια, να δημιουργούν την αυταπάτη ότι η γραφειοκρατική ολότητα του συστήματος ιμπεριαλιστικής εξουσίας δεν είναι τέτοια, ότι είναι "εσωτερικά διαιρεμένη", ότι παρουσιάζει "ρωγμές", και ότι κατά συνέπεια μπορεί να αλλάξει μόνη της και ως δια μαγείας τον θεμελιακό της χαρακτήρα. 
 
Είναι κρίσιμο ότι υποκειμενικά, ο ρόλος αυτός δεν βιώνεται ως διαφθορά και με όρους διαφθοράς: δεν είναι ωσάν ο βασικός μηχανισμός να συνίσταται κατά κύριο ή πρωταρχικό λόγο σε πληρωμές ώστε να λέγονται ή να αποκρύπτονται συγκεκριμένα πράγματα. Όχι, ο βασικός μηχανισμός συνίσταται στην δημιουργία θεσμών αναγνώρισης και ορατότητας, πρεστίζ και προοπτικών καριέρας η συμμετοχή στον οποίο προϋποθέτει μια βασική συμφωνία για την φύση της ΕΕ και των μηχανισμών της ως "ουδέτερων", χωρίς προϋπάρχον ιδεολογικό περιεχόμενο, και "δυναμικά εξελίξιμων." Όπως πάντα, το ισχυρότερο σημείο της ιδεολογίας (σε αντιπαράθεση με την ταπεινότερη σφαίρα της προπαγάνδας) είναι η ψευδαίσθηση της ουδετερότητας, η φενάκη ότι μπορεί κάποιος να κάνει σημαίνουσες επιλογές μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο νομιμοποιείται αρθροιστικά από κάθε επιλογή που κάνει οποιοσδήποτε "παίχτης", είτε αυτός είναι πολιτικός που μιλά στο κοινοβούλιο για την ανάγκη περικοπών στις δημόσιες παροχές, είτε συνδικαλιστής που οδηγεί το εργατικό κίνημα στον "ρεαλιστικό συμβιβασμό", είτε κοινωνιολόγος ή ιστορικός των ιδεών που εκπονεί διδακτικό πρόγραμμα με επίκεντρο "τις αμφισημίες" του ευρωπαϊκού οράματος και σπαταλά τον χρόνο των φοιτητών του για να τους εισάξει στην δήθεν κριτική ιδέα ότι υπάρχουν δύο ψυχές και δύο ουσίες μέσα στην Ευρώπη σε κάποια ασώματη σκιαμαχία ψηλά, στα νεφελώματα των αφηρημένων ιδεών. 
 
Αν και ο βαθμός συμμετοχής και των τριών στην συστημική διαφθορά (την διαφθορά που προϋποθέτει η αναπαραγωγή και διαρκής νομιμοποίηση του συστήματος σε βάρος της αλήθειας για τη φύση του και τις συνεπαγωγές του)  είναι ο ίδιος, οι κοινωνίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των απέραντων ιδεολογικών μηχανισμών της ΕΕ δεν μπορούν να αντιληφθούν ως "διεφθαρμένο" παρά μόνο, το πολύ, τον πρώτο και τον πιο μιντιακά ορατό: τον πολιτικό, που όμως στην πραγματικότητα είναι το ίδιο αναλώσιμος και αντικαταστάσιμος όσο και το συνδικαλιστικό στέλεχος ή ο ακαδημαϊκού τύπου διανοούμενος. Η ΕΕ έχει δημιουργήσει στρατιές ολόκληρες κι από τις τρεις κατηγορίες σε κάθε χώρα-μέλος της, και οι εφεδρείες της είναι πληρέστατες σε όλους τους τομείς: ένας ακόμα λόγος για να αμφισβητήσει κανείς κάθετα την εντέχνως προωθούμενη ιδέα ότι "δεν δουλεύει ορθά" ή ότι "δυσλειτουργεί" ένας μηχανισμός χωρίς όμοιο σε θεσμική πολυπλοκότητα, αρχιτεκτονική συνθετότητα και λειτουργική επάρκεια σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία.

 

Τώρα, αυτό που βρίσκω ιδιαίτερα γόνιμο θεωρητικά στην πρόταση του Παπαδόπουλου ότι, σε σχέση με την εποχή του Λένιν, έχει επεκταθεί εκθετικά και έχει αναβαθμιστεί και ποιοτικά το σύστημα "προνομίων" με το οποίο ο ιμπεριαλισμός εξαγόραζε κομμάτια της εργατικής τάξης είναι, αφενός η χρησιμότητα αυτής της πρότασης σε σχέση με τις μεταλλάξεις που έφερε η ένταξη μιας χώρας όπως η Ελλάδα --χώρα όπου το εργατικό κίνημα είχε έντονη παρουσία στις δεκαετίες του 1970 και του 1980-- και αφετέρου η δυνατότητα που μας δίνει για μια μαρξιστική απάντηση σε μια από τις πυρηνικές έννοιες της σύγχρονης αστικής κοινωνιολογίας, η οποία εργάστηκε αξιοθαύμαστα για να στηρίξει τις πρωτοβουλίες της αστικής τάξης κατά την κατεξοχήν περίοδο ευρωενωσιακής ενσωμάτωσης (μετά δηλαδή την υπογραφή του Μάαστριχτ): την έννοια των "πελατειακών σχέσεων."

 

 

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Νίκος Μουζέλης, μετέπειτα σύμβουλος του πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, και καθηγητής στο London School of Economics, ανέπτυξε μια κοινωνιολογική θεωρία των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής περίπτωσης στην βάση των "πελατειακών σχέσεων" και του "κλιενταλιστικού" μοντέλου των πολιτικών κομμάτων, προτείνοντας μια οπορτουνιστική σύνθεση του φονξιοναλιστικού (λειτουργικιστικού) μοντέλου του Τάλκοτ Πάρσονς με τον Μαρξισμό. Στο άρθρο του "Η τάξη και η πελατειακή πολιτική: Η ελληνική περίπτωση" (1978), για παράδειγμα, προτείνει μεθοδολογικά μια σύμφυρση "ορισμένων ειδών μαρξισμού" με τον παρσονιανό φονξιοναλισμό (το ίδιο έκανε στην ουσία ο Πουλαντζάς· βλέπε Simon Clarke) ως βάση εξέτασης των "πελατειακών σχέσεων" στην ιστορική εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού. Την ίδια ακριβώς χρονιά, και στα δύο πρώτα τεύχη του περιοδικού Journal of the Hellenic Diaspora, ο επίσης κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, επίσης από τις σημαντικές φιγούρες της διανόησης που στήριξαν το "εκσυγχρονιστικό" ΠΑΣΟΚ (πριν καταλήξουν στο ευρύτερο think tank του ΣΥΡΙΖΑ) δημοσίευε το "Για το πρόβλημα του πολιτικού κλιενταλισμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα" (1, 2) πραγματευόμενος το ίδιο θέμα, και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στον αφύσικα διογκωμένο χαρακτήρα του (πελατειακά διαμορφωμένου) δημοσιοϋπαλληλικού κράτους, στην σημασία των πελατειακών σχέσεων για την λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, και τις επιπτώσεις των σχέσεων αυτών για την διαμόρφωση "συλλογικών συμπεριφορών" στη χώρα.


 

Δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί η επίδραση των μελετών αυτών στην κοινή γνώμη και την πολιτική ρητορική, ιδίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και κυρίως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ: η ιδέα του "πελατειακού κράτους" ως πηγής όλων των κοινωνικών και οικονομικών δεινών της χώρας, του "εκσυγχρονισμού" ως της ίασης αυτών των δεινών, της ένταξης στην ΕΕ ως μέσου για την επίτευξη αυτού του πολυπόθητου "εκσυγχρονισμού" που θα έφερνε μια "από τα πάνω" κάθαρση χρόνιων προβλημάτων διαφθοράς -- αυτές οι ιδέες θεμελίωσαν το νεοφιλελεύθερο consensus σε όλη την περίοδο, εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις ανάμεσα σε "δεξιά" και "αριστερά" (και ιδίως ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) και αποτελώντας την de rigeur οπτική του "προοδευτικού" αστικού Τύπου (Καθημερινή, Βήμα, Νέα, Έθνος, κλπ), που σε κάθε ευκαιρία κατακευραύνωνε την οπισθοδρομικότητα της "παραδοσιακής πελατειακής πολιτικής", υπερθεμάτιζε την διαφάνεια και την προοδευτικότητα των ευρωενωσιακών θεσμών, ενθάρρυνε την μίμηση σε όλα τα επίπεδα των μοντέλων διοίκησης των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών, και στην πορεία έχτιζε ένα πολύ βολικό για την αστική τάξη δίπολο ανάμεσα στην Ελλάδα ως "τελευταίου σοβιετικού τύπου κράτους" και την προωθημένη, προοδευτική πορεία της πολιτικής στις "ευλύγιστες" και "πλουραλιστικές" κοινωνίες του Βορρά.
 
Είχαμε, με άλλα λόγια, να κάνουμε με μια "κριτική" θεωρία για την διαφθορά η οποία αποδείχθηκε απόλυτα κρίσιμη για την οικοδόμηση του συστήματος εκείνου "θεσμοποιημένης" διαφθοράς στο οποίο αναφερθήκαμε ως ανάπτυγμα χωρίς προηγούμενο σε έκταση, πολυπλοκότητα και βάθος στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η ενσωμάτωση μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας στο νέο αυτό σύστημα απαιτούσε μια "κριτική αποδόμηση" του παλιού και ξεπερασμένου συστήματος της "πελατειοκρατίας", το οποίο πράγματι οδηγήθηκε σε κατάρρευση μετά την πρόσφατη αποδυνάμωση ως και συντριβή των μηχανισμών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της μεταπολίτευσης, χωρίς φυσικά να επηρεάσει το γεγονός αυτό στο παραμικρό το σύστημα το οποίο αντικατέστησε τους απαρχαιωμένους "Μαυρογιαλούρους" με κάτι πολύ πιο λειτουργικό και επαρκές για τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, έστω και όταν σκάνδαλα τύπου Siemens ή εξοπλισμών απειλούν να αποκαλύψουν τις εκλεκτικές του συγγένειες με τις υποτιθέμενα "Οριεντάλ" και "κατ εξαίρεση ελληνικές" παθογένειες του παρελθόντος.
 
Για την αστική τάξη, η θεωρία των "πελατειακών σχέσεων" συγκέντρωνε μια σειρά από καθοριστικά, ζωτικά πλεονεκτήματα:
 
* διέλυε τη μαρξιστική θεώρηση της πάλης των τάξεων μέσα από τις ατελείωτες διαμεσολαβήσεις των ταξικών συμφερόντων από τα επίπεδα δόμησης πελατειακών σχέσεων. Με άλλα λόγια αντιθιστούσε την τάξη με την σχέση με πελατειακούς μηχανισμούς ως καθοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσης της πολιτικής.
 
* δημιουργούσε έμμεσα την αντίληψη της ύπαρξης μιας νόρμας "ορθού", "υγιούς" καπιταλισμού, ο οποίος δεν εξαρτάται από την συστημική διαφθορά και δεν την αναπαράγει, σε αντίστιξη με τα "παρασιτικά" μοντέλα που επικράτησαν στα καθ' ημάς, και άρα μετέτρεψε την ΕΕ σε υψηλό ιδανικό, στο οποίο η ένταξη και η ενσωμάτωση ήταν, λίγο-πολύ, ζητήματα "ηθικής τάξης" και όχι κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων.
 
* νομιμοποιούσε την νεοφιλελευθεροποίηση, και πιο συγκεκριμένα την απαλλοτρίωση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος των μονοπωλίων ως "ίαση" των παθογενειών του ανθυγιεινά διογκωμένου, πελατειακής φύσης κράτους που μας είχε κληροδοτήσει η εκτρωματική προσπάθεια "εκδυτικισμού" του κράτους και απόσεισης των παθογενών "Οθωμανικών" στοιχείων από την πολιτική του κουλτούρα.
 
* συνέβαλλε τα μέγιστα στην θεσμοποίηση και εκμετάλλευση της ανυπόστατης, φαντασματικής διαφοράς μεταξύ "καλού" και "κακού" καπιταλισμού, "παραγωγικής" και "παρασιτικής" αστικής τάξης, "εθνικά προσανατολισμένης" και "κομπραδόρικης" ελίτ, σε μια περίοδο τρομακτικής αλληλοδιασύνδεσης των εθνικών με τα διεθνή καπιταλιστικά συμφέροντα, κι έτσι λειτούργησε ακριβώς για να αποκρύψει τη φύση και τις συνέπειες της αντιφατικής ενότητας διακρατικών αστικών αλληλεξαρτήσεων και ανταγωνισμών.
 
* οδήγησε έτσι το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς είτε στην προσκόλληση στην κατά βάση σημιτική/"εκσυγχρονιστική" συνθηματολογία περί "πάταξης της διαφθοράς" και "εξυγίανσης" μέσα στην ΕΕ (ΣΥΡΙΖΑ), είτε στην "αριστεροπατριωτική" επίκληση της ανάγκης να συντριβούν τα "κομπραδόρικα", "δοσιλογικά" στοιχεία που παρεμποδίζουν την "υγιή" ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας προς όφελος "ξένων συμφερόντων" αντί για το όφελος ενός αδιαφοροποίητου "λαού" που στερήθηκε την "αξιοπρέπειά" του (ΕΠΑΜ, ΚΟΕ, τμήματα της Ανταρσύα, όψεις της θεωρίας του ιμπεριαλισμού στο  Μ-Λ ΚΚΕ, κλπ). Ουσιαστικά, με άλλα λόγια, βύθισε το μεγαλύτερο κομμάτι της υφιστάμενης αριστεράς στις συμπληγάδες πέτρες αταξικών και ανιστόρητων αντιλήψεων για την σχέση Ελλάδας-ΕΕ, είτε με την έμφαση να πέφτει στην "μίμηση σωστών μοντέλων" φορολόγησης, κατανομής πόρων και φορτίων που υποτίθεται ότι δεν σέβονται οι εγχώριοι πολιτικοί, είτε με την έμφαση να πέφτει σε μια αντιδραστική εξιδανίκευση του έθνους και της ανεξαρτησίας του που όμως αναπαράγει και η ίδια την ιδέα ότι υπάρχουν αταξικές "νόρμες" που διαχωρίζουν "μη προδοτικές" και "ενδοτικές" αστικές τάξεις ή μοντέλα αστικής διακυβέρνησης.
 
Η πρόταση λοιπόν του Μάκη Παπαδόπουλου, αλλά και της ευρύτερης Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ για μια αναβάθμιση, ουσιαστικά, της παλιότερης έννοιας της "εργατικής αριστοκρατίας" στα πλαίσια των αλληξαρτήσεων της ελληνικής και της ευρωπαϊκής αστικής τάξης και των στρατηγικών τους για την ενσωμάτωση τμημάτων των αντίστοιχων εργατικών τάξεων, αποτελεί, ανάμεσα σε άλλα, μια πρόταση για την αντιπαράθεση με την αστική θεωρία των "πελατειακών σχέσεων" η οποία:
 
* ξανατοποθετεί την ταξική πάλη στην ιστορική της εξέλιξη και διάρθρωση --και κυρίως στα πλαίσια της εξέλιξης και θεσμικής (ευρωενωσιακής) αναβάθμισης του μονοπωλιακού καπιταλισμού-- στο κέντρο του προβλήματος της "διαφθοράς". Κι έτσι αναδεικνύει και τη θεωρία των "πελατειακών σχέσεων" ως μέρος αυτής της ταξικής πάλης, με την πλευρά βέβαια της αστικής τάξης, την οποία εξυπηρέτησε ως οπορτουνιστικό, δήθεν υπερταξικό και απλώς "κοινωνικό" υποκατάστατο της μαρξιστικής αντίληψης για την σημασία και την στόχευση των σχέσεων εξαγοράς.
 
* αρνείται την αντίληψη της ύπαρξης μιας "νόρμας" βασισμένης στο φαντασιακό ιδεώδες του "ορθού καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης" και ταυτίζει την μόνη διαθέσιμη κριτική νόρμα με την επίτευξη μιας κοινωνίας που θα δώσει τέλος όχι στη "διαφθορά" αλλά στην ίδια την ταξική εκμετάλλευση που την συντηρεί και την υποδαυλίζει με διαρκώς νέες και πιο περίπλοκες μορφές.
 
* αρνείται την συνεπαγόμενη από την θεωρία περί πελατειακών σχέσεων νομιμοποίηση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας. Αντιτάσσει στην φιλελεύθερη ουτοπία του "ευλύγιστου κράτους" που οδήγησε στην σημερινή δυστοπία των εγκαταλειμμένων στην γυμνή κρατική καταστολή και καπιταλιστική εκμετάλλευση πληθυσμών την ξεκάθαρη πρόταση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κοινωνική ισότητα όλων με όλους.
 
* διαλύει κάθε αυταπάτη περί δυνατότητας διαφοροποίησης του "καλού" απ' τον "κακό" καπιταλισμό, αναδεικνύοντας την πολυμορφία και πανταχού παρουσία της καπιταλιστικής διαφθοράς, τις θεσμοποιημένες και "φυσιολογικοποιημένες" της εκφράσεις σε κάθε τομέα της συλλογικής και ατομικής ζωής, σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας, σε κάθε υποτιθέμενα "ουδέτερο" διακρατικό, νομοθετικό και εκτελεστικό όργανο της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Αρνείται την λαϊκίστικη και αδιέξοδη αναζήτηση των "προδοτών" πολιτικών ή των "παρασιτικών" αστών και την χρήση της ως αντιπερισπασμού για την διάσωση της ουσίας του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
 
* αποφεύγει τα διαλεκτικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει η υπόλοιπη αριστερά, έχοντας υποσκάψει μόνη της τη δυνατότητά της να διαφοροποιηθεί από τη μία από τον νεοφιλελεύθερο, "εκσυγχρονιστικό" και "αναπτυξιακό" κυβερνητισμό και από την άλλη από τον εθνοσωβινιστικό λαϊκισμό, την υποδαύλιση του εθνοτικού και φυλετικού μίσους, την υποβάθμιση της προλεταριακής αλληλεγγύης με όλους τους εκμεταλλευμένους ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους, και συνεπώς και της προοπτικής μιας αληθινής διεθνοποίησης του εργατικού κινήματος και της πάλης για τον σοσιαλισμό.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

fysiki_oefe_1.jpg
Πανελλαδικές: Τα 2 τελευταία χρόνια τα 7 τμήματα της Φυσικής των ΑΕΙ της χώρας μας είχαν κενές πάνω από τις μισές θέσεις εισακτέων
Aπό τις διαθέσιμες θέσεις, το 50% περίπου έμειναν «ορφανές»  εξαιτίας της εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ).
Πανελλαδικές: Τα 2 τελευταία χρόνια τα 7 τμήματα της Φυσικής των ΑΕΙ της χώρας μας είχαν κενές πάνω από τις μισές θέσεις εισακτέων