Thumbnail
Επιλογή Διευθυντών Εκπαίδευσης

Του Βασίλη Παπαγεωργίου

Ο Β.Παπαγεωργίου είναι δικηγόρος-δημοσιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Γαλλία (Αix-Marseille III) και ασχολείται με θέματα Δημ. Διοίκησης και Πειθαρχικού Δικαίου

Θέλοντας να συμβάλλουμε στην νέα πολιτική που θέλησε  να παρουσιάσει ότι στοχεύει το Υπουργείο Παιδείας, σε σχέση με το «νέο» μοντέλο  Διοίκησης της Εκπαίδευσης, θα παραθέσουμε τους όρους υποψηφιότητας και τα κριτήρια επιλογής και μέσα από αυτή την εξέταση θα αναδειχθεί, στο μέτρο του εφικτού, αφενός το αντιδραστικό ειδικό νομοθετικό πλαίσιο που απλώς «εξωραΐστηκε» και προσαρμόσθηκε στις απαιτήσεις και τα «προσόντα» των «καθεστωτικών» «μονίμων» διευθυντών, τέως συνδικαλιστών αδιακρίτως κομματικής προέλευσης, μελών όμως μίας ιδιότυπης «ένωσης»,  αφετέρου η πάγια διοικητική πρακτική που στοχεύει στην αναπαραγωγή του συστήματος και την διατήρηση στις «θέσεις – κλειδιά» προσώπων που, ασχέτως ικανοτήτων που συνήθως σπανίζουν, είναι έτοιμα να «υπηρετήσουν» προς ίδιον όφελος, οποιαδήποτε πολιτική κατάσταση, αρκεί να μην χάσουν αυτά τις θέσεις τους και οι πολιτικοί  προϊστάμενοί τους  τον έλεγχο του Συστήματος που μόνον αυτά, όπως τους πλασάρουν και τους πείθουν,  μπορούν να τους  διασφαλίζουν.
Έτσι εξηγείται  το γεγονός ότι το Υπουργείο Παιδείας πέρασε την νομοθετική του πρωτοβουλία για το πλαίσιο της επιλογής Διευθυντών Εκπαίδευσης, όχι σε ένα αυτοτελές και αμιγές έστω, νομοθέτημα με αντίστοιχο αντικείμενο, αλλά στο νομοσχέδιο για τις «βοσκήσιμες γαίες», διότι όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις αλλά και την μέχρι τώρα εφαρμογή τους (υποβολή υποψηφιοτήτων), ο σκοπός του νομοθέτη (εδώ Υπουργείου) δεν ήταν η αναβάθμιση του «ποιμνίου» αλλά κυρίως η διασφάλιση των ήδη «τσοπάνηδων», με όλες τις σημασίες της λέξης, πολιτική, διοικητική, νομική και πρακτική-λειτουργική.
Δεν θα μείνουμε στις «τακτοποιητικές» διατάξεις αλλά τα ερωτήματα που τίθενται για όσους πασχίζουν για την αναβάθμιση της Παιδείας και παλεύουν για την δημοκρατία στην Διοίκηση γενικά και ειδικά στην διοίκηση της υπηρεσίας παροχή γνώσης, δεν μπορεί να μην έχουν σχέση με τις προθέσεις της νέας Κυβέρνησης, από την οποία ελπίζαμε ότι στον ανωτέρω τομέα, θα κρατούσε στοιχειωδώς αν όχι τα υπεσχημένα, τουλάχιστον τις επίσημες εξαγγελίες της.
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με το βασικό νομοθέτημα –έργο της κ. Διαμαντοπούλου (1) - με τον βαρύγδουπο και γεμάτο πολιτική «ειλικρίνεια» τίτλο «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού – καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις», το μόνο «προσόν» που απαιτούσε ο τότε νομοθέτης ως όρο για την υποβολή υποψηφιότητας ήταν η δωδεκαετής υπηρεσία, εκ των οποίων τα δέκα να ήταν περίοδος άσκησης διδακτικών καθηκόντων κλπ.
Ενώ προσπαθούσαν δήθεν να αναβαθμίσουν την Διοίκηση της Εκπαίδευσης, έθεσαν ως όρο για την υποψηφιότητα μόνον την προϋπηρεσία, η οποία, ως κριτήριο-όρος συμμετοχής είναι ο  εξωραϊσμός του «θεσμού» της αρχαιότητας. 
Δυστυχώς επειδή οι προθέσεις ήταν να «αναβαθμιστούν» ορισμένα κομματικά στελέχη και όψιμοι συμπαθούντες, η τότε πολυπράγμων Υπουργός δημιούργησε μία «κάστα» στελεχών, τα προσόντα των οποίων αναδείχθηκαν, κατά την καθοδηγούμενη πολιτικά άσκηση των καθηκόντων τους, με αποτέλεσμα να μην χρειασθεί να τεθούν κριτήρια-όροι υποβολής υποψηφιοτήτων, αλλά αυτά να εισαχθούν ως κριτήρια επιλογής, μετά από αξιολογική κρίση δήθεν «ανεξάρτητων» συμβουλίων.
Η συνέχεια γνωστή κατά την περίοδο 2010-2015.
Έχοντας αυτή την νομοθετική εμπειρία, τις προθέσεις της Ηγεσίας του Υπουργείου αλλά και τα αποτελέσματα αυτής της κομματικά καπελωμένης λογικής, θεωρούσαμε αυτονόητο ότι η Κυβέρνηση της Αριστεράς, στην προοπτική της αλλαγής του όλου καθεστώτος όχι μόνον δεν θα έκανε τα ίδια λάθη αλλά τουλάχιστον δεν θα υιοθετούσε «λογικές» και  «πρακτικές» του παρελθόντος και φυσικά δεν θα τις παρουσίαζε ως κατακτήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος!!!!
Έτσι ενώ μιλάμε για «Διοίκηση της Εκπαίδευσης», με τον νέο νόμο (Ν. 4351/2015), ως προϋπόθεση για την υποβολή υποψηφιότητας δεν ζητείται μεταπτυχιακός τίτλος, ούτε καν η επιμόρφωση από την θεσμοθετημένη Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή ως όρος συμμετοχής-υποψηφιότητας στην διαδικασία επιλογής.
Αντίθετα ζητείται, επί ποινή αποκλεισμού, επίσης χρόνος 12ετούς προϋπηρεσίας  εκπαίδευσης, η οποία όμως έτσι αποκλείει την υποψηφιότητα ενός π.χ διδάκτορα ή κατόχου μεταπτυχιακού, εκπαιδευτικού με 9 χρόνια  προϋπηρεσίας, με διοικητική επιμόρφωση ή ακόμα ενός με αντίστοιχα προσόντα μη όμως επιλεγέντος από τις κομματικές καμαρίλες του ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ ή ακόμα από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Έχουμε λοιπόν αποθέωση της επιλεκτικής και κομματικής «αρχαιότητας» σε βάρος υποψηφιοτήτων με τυπικά προσόντα μεταπτυχιακού επιπέδου ή έστω επίσημη διοικητική επιμόρφωση.
Βεβαίως θα πρέπει να απαιτείται ως προσόν η εκπαιδευτική προϋπηρεσία αλλά όχι ως minimun ποσοτικό προσόν συμμετοχής επί ποινή αποκλεισμού αλλά ως αξιολογήσιμο προσόν επιλογής (κριτήριο αξιολόγησης).
Γιατί τότε μόνον θα υπήρχαν υποψηφιότητες από νέους, ικανούς, με υψηλή μόρφωση, γνώση του διοικητικού φαινομένου και αξιόλογα προσόντα, καθόσον ο αποκλειστικός όρος της 12ετούς υπηρεσίας δεν δικαιολογείται από μία λογική και νόμιμη αιτιολογία ως το μοναδικό κατώφλι (minimun) για μία παραδεκτή υποψηφιότητα.
 Ακόμα η ίδια «λογική» και σκοπιμότητα, δηλαδή ο αποκλεισμός  «ανεπιθύμητων», εκτός καθεστωτικών, υποψηφιοτήτων, κυριάρχησε στην εισαγωγή του κριτηρίου της «διοικητικής εμπειρίας».
Αυτό, με το νέο καθεστώς θα αξιολογηθεί από το αρμόδιο Συμβούλιο και μόνον και όχι από το εκλεκτορικό σώμα (Διευθυντών –Υποδιευθυντών σχολικών μονάδων), το οποίο θα αξιολογήσει και θα ψηφίσει μόνον για την συμβολή του υποψηφίου στο εκπαιδευτικό έργο.
Μα ο (διοικητικός) Διευθυντής Εκπαίδευσης δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί για τα διοικητικά του προσόντα, γνώσεις και εμπειρία από αυτούς που θα κληθεί να διοικήσει;   
Επίσης ο τρόπος εισαγωγής και αξιολόγησης του κριτηρίου αυτού μας θέτει ένα άλλο ερώτημα: ποίοι έχουν διοικητική εμπειρία από την Διοίκηση της Εκπαίδευσης;
Μα οι ήδη υπηρετούντες ή υπηρετήσαντες υπό το καθεστώς του «διορισμού» από την εκάστοτε κυβέρνηση, με τα γνωστά «κριτήρια» και μεθοδεύσεις.
Αρκεί να θυμίσουμε ότι τα σχετικώς αρμόδια συμβούλια, λόγω της σύνθεσής τους, απλά επικύρωναν τις προαποφασισθείσες κυβερνητικές επιλογές. Δυστυχώς με το νέο καθεστώς ο κίνδυνος αυτός όχι μόνον δεν απομακρύνεται αλλά αντίθετα  γίνεται ο κανόνας και θεσμοποιείται.
Πότε και πώς, υπό το ανωτέρω «παλαιό» καθεστώς, θα μπορούσε κάποιος αξιόλογος, νυν υποψήφιος, να είχε αποκτήσει «διοικητική εμπειρία»  στον χώρο της εκπαίδευσης ενώ δεν ήταν «δικός» τους;
 Γιατί και η απόκτηση ή μη διοικητικής εμπειρίας δεν θα πρέπει να γίνει αντικείμενο συζήτησης και τελικά έκφρασης γνώμης, στους εκλέκτορες, για όσους υποψήφιους άσκησαν καθήκοντα και ακόμα σε όσους δεν μπόρεσαν να ασκήσουν, αλλά  θα πρέπει να αφεθεί στο Συμβούλιο, με την «κυβερνητική» πλειοψηφία;
Αν συγκρίνουμε, τέλος θα κριτήρια επιλογής του παλαιού καθεστώτος  και του νέου νόμου, το μόνο που μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι δεν άλλαξε ουσιαστικά η διαδικασία αξιολόγησης.
Απλώς «εξωραΐσθηκε» τρόπον τινά, δημοκρατικώς με διεύρυνση στην έκφραση άποψης και του λαϊκού στοιχείου.
 Οι ίδιες γενικότητες, ανυπαρξία εξειδίκευσης των κριτηρίων και θέσπισης βαθμολογικής αντιστοιχίας, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια για μοριοδότηση με αιτιολογία που μπορεί να μεταφερθεί σε οποιαδήποτε παρεμφερή περίπτωση. 
Τί μπορεί να περιμένει κανείς από ένα συμβούλιο, στο επίπεδο ειδικής αιτιολογίας της μοριοδότησης στα εξής αοριστόλογα κριτήρια όπως α) Η επιστημονική - παιδαγωγική συγκρότηση και κατάρτιση, β) Η υπηρεσιακή κατάσταση, καθοδηγητική και διοικητική εμπειρία, γ) Η συμβολή του υποψηφίου στο εκπαιδευτικό έργο, που είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά του προγενέστερου καθεστώτος με τα γνωστά αποτελέσματα;
 Κατά συνέπεια η εισαγωγή αυτών του «κριτηρίων επιλογής» χωρίς καμία εξειδίκευση αντιστοιχία μορίων π.χ για το μεταπτυχιακό ή διδακτορικό,  για την διοικητική επιμόρφωση, για την συμμετοχή σε συνέδρια, δημοσιεύσεις και γενικότερα συγγραφικό έργο και η θεσμοθέτηση και παγίωση της αυθαιρεσίας της συνέντευξης με μοριοδότηση μάλιστα 15 μορίων, δηλαδή με το μεγαλύτερο αριθμό μορίων από οποιοδήποτε άλλο βαθμολογούμενο κριτήριο,   δεν κατατείνει παρά αφενός στην αποθάρρυνση τυχόν ανεπιθύμητων στο συγκεκριμένο «διοικητικό παρακράτος» που έχει δημιουργηθεί στο χώρο της Διοίκησης της Εκπαίδευσης, αφετέρου στην παγίωση των ιδίων προσώπων, φορέων πολιτικών και διοικητικών λογικών και μέτρων, διατεθειμένων να υπηρετήσουν και αυτή την φορά την «νέα» πολιτική που τουλάχιστον «κατόρθωσε» στην πρακτική και μεθοδεύσεις της να μην διαφέρει σε τίποτα από τις προηγούμενες.
Η μόνη διαφοροποίηση που επήλθε με τον νέο νομοθέτημα και χαιρετίσθηκε ως νομοθετική καινοτομία στην διαδικασία επιλογής, ήταν η εισαγωγή της δημοκρατικής αρχής, με την διαδικασία της ψήφου των Διευθυντών και Υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων.
 Έτσι τώρα κατά ένα ποσοστό θα μετρήσει και η ψήφος των Διευθυντών των σχολικών μονάδων της εδαφικής αρμοδιότητας κάθε Διεύθυνσης Π.Ε και Δ.Ε.
 Φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτή την υλοποίηση της δημοκρατικής αρχής και της έκφρασης «λαϊκής κυριαρχίας» και στην διαδικασία επιλογής Διευθυντών Εκπαίδευσης από ένα εκλεκτορικό σώμα, έστω περιορισμένης μοριοδότησης, αφού τα μέλη του ήταν ή θα είναι διοικητικώς υφιστάμενοι των επιλεγέντων Διευθυντών.   
 Όμως και σε αυτό το σημείο η ελλιπής εισαγωγή και εφαρμογή της δεν είναι «αθώα» και χωρίς στρεβλώσεις αλλά εξυπηρετεί το σύστημα «ανταπόδοσης» ευκαιριακής εκλογικής ή συστηματικής συναλλαγής, στον βαθμό που έχουν όχι δικαίωμα αλλά υποχρέωση υποβολής υποψηφιότητας οι νυν υπηρετούντες Διευθυντές Εκπαίδευσης στις Διευθύνσεις που υπηρετούν μέχρι σήμερα, εφόσον αποφασίσουν να είναι υποψήφιοι και σε αυτή την επιλογή!!!!
Με δεδομένο ότι ο Διευθυντής Εκπαίδευσης Π.Ε και Δ.Ε προεδρεύει ex officio στο ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ αντίστοιχα, χειρίζεται τις διαδικασίες τοποθετήσεως αναπληρωτών και μη, επιλέγει το προσωπικό της Διεύθυνσής του,  διατάζει προκαταρκτικές εξετάσεις και ΕΔΕ, παραπέμπει στο πειθαρχικό συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι, κατά την πιο ορθή νομική άποψη,  το  περίεργο και αυταρχικό ΠΔ 47/2006 έχει καταργηθεί από τον Ν. 4057/2012 και συναλλάσσεται ως εκπρόσωπος της Διοίκησης  με τους υφισταμένους του εκπαιδευτικούς αλλά και με τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών της αρμοδιότητάς του, όπως και κάθε άλλη αρμοδιότητα που μπορεί σε τοπικό επίπεδο να ικανοποιεί «αιτήματα», είναι δεδομένο ότι ο σημερινός Διευθυντής Εκπαίδευσης διαθέτει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα, στο συγκεκριμένο εκλογικό  σώμα, έναντι των άλλων τυχόν συνυποψηφίων του για την ίδια θέση, κατά πλήρη περιφρόνηση της αρχής των κωλυμάτων εκλογιμότητας των ήδη υπηρετούντων που έχει και συνταγματικό υπόβαθρο και έπρεπε να διατρέχει και να διέπει και τις υπό εφαρμογή διατάξεις για την ανωτέρω κρίσιμη επιλογή.
 Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι με την εφαρμογή του νυν ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, από το σύνολο των νυν υπηρετούντων Διευθυντών Εκπαίδευσης, οι περισσότεροι «κατεβαίνουν αναγκαστικά» υποψήφιοι στις Διευθύνσεις  που μέχρι σήμερα υπηρετούν, χωρίς να διαθέτουν κανένα άλλο επιστημονικό προσόν (έστω μεταπτυχιακό τίτλο ή επιμόρφωση στην Σχολή Δημ. Διοίκησης), να μη  μιλήσουμε δε για το προσόν της ξένης γλώσσας ή το συγγραφικό έργο, επιβεβαιώνοντας ότι σε περίπτωση ισχύος του ανωτέρω κωλύματος, η συντριπτική πλειοψηφία δεν θα τολμούσε να εκτεθεί σε διαδικασία επιλογής σε άλλη διαφορετική, από εκείνη που μέχρι σήμερα υπηρετεί, Διεύθυνση.
 Ποίοι λοιπόν πιστεύουν ότι η νεότευκτη, διαδικασία  επιλογής Διευθυντών αποτυπώνει την πολιτική βούληση της «αριστερής» μας κυβέρνησης που έχει δηλώσει ότι ο σκοπός της είναι η αλλαγή «όλων» στην παιδεία, προς το καλύτερο και όχι ότι συνιστά πλήρη αποδοχή  των «αιτημάτων» της επιστημονικής, κατά δήλωση, κορπορατιστικής  οργάνωσης (2) με τίτλο «Πανελλήνια Ένωση Διευθυντών Εκπαίδευσης», η οποία έχοντας ως σκοπούς π.χ την διεκδίκηση του βαθμού Α!, παρά το γεγονός ότι με τις οικείες διατάξεις η πλειονότητα εξ αυτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις κτήσης του, την παγίωση του χαριστικού «θεσμού» να χρίζονται  (βολεύονται) «Σχολικοί Σύμβουλοι», όσοι «αποπέμπονται» από Διευθυντικές θέσεις Διοίκησης Εκπαίδευσης, σε κάθε κυβερνητική αλλαγή, χωρίς να πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις και χωρίς να διέρχονται και να υφίστανται την διαδικασία επιλογής σύμφωνα με τον νόμο, την «διεύρυνση» των πειθαρχικών τους αρμοδιοτήτων, κατά παράβαση του νόμου που ορίζει τα αντίθετα και τέλος να καταστεί θεσμικός συνομιλητής των Επιτροπών Κοινοβουλευτικού Έργου, μία Ένωση που μεταξύ των σκοπών της έχει ως καταστατική υποχρέωση των μελών την προσβλητική για την νομιμότητα,  «εξωδικαστική και δικαστική συμπαράσταση των μελών μεταξύ τους», με αποτέλεσμα την θεσμοποίηση του πειθαρχικώς ανελέγκτου των στελεχών αυτών, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, άρθρου 7 του ΚΔΔ) (3).
  Είναι φυσικό ότι δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε και στο μέλλον, αφού αναπαράγεται το ίδιο σύστημα.
Σε αυτό είναι πειστική η παραδοχή –«ομολογία» Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας, ενώπιον μάλιστα του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία για τα ανώτερα και ανώτατα  στελέχη της Διοίκησης της Εκπαίδευσης όταν αναφέρονται προς πειθαρχικό αλλά και ποινικό έλεγχο, δεν διατάζεται  ούτε καν προκαταρκτική έρευνα αλλά τους αποστέλλεται, από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου,  η εναντίον τους αναφορά για να εκφράσουν τις απόψεις τους!!!!.
 Η συνέχεια είναι γνωστή. Πειθαρχική δίωξη του τολμήσαντος υφισταμένου ή αποθάρρυνση του ενοχλητικού πολίτη  και πλήρης διαδικαστική και ουσιαστική «προστασία» του Διευθυντή Εκπαίδευσης, Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης κλπ., με σκοπό την διασφάλιση πειθαρχικής και πολλές φορές και ποινικής ασυλίας (τα παραδείγματα ζωντανά και υπό εισαγγελική έρευνα μάλιστα, στην διάθεση των διαλεγομένων για την Παιδεία).
 Και τούτο διότι όλοι αυτοί έχουν «προσόντα» και «ικανότητες». Ενώ έχουν υπηρετήσει τα προηγούμενα καθεστώτα, φρόντισαν, όταν ο άνεμος άρχισε να φυσά προς τα αριστερά και εισήλθαν στο πλοίο, πλεύρισαν ή βρήκαν, από τους τέως κομματικούς χώρους τους, «όψιμα» στελέχη του κόμματος της πλειοψηφίας  και εφήρμοσαν την βασική αρχή της πρακτικής του  «διοικητικού παρακράτους».
 Φροντίζουν να δείχνουν, στους νέους πολιτικούς προϊσταμένους τους ότι, σύμφωνα με την αρχή της «συνέχειας του Κράτους», μόνον αυτοί είναι  οι πλέον απαραίτητοι για την λειτουργία του Συστήματος σε οποιαδήποτε πολιτική κατάσταση και κυβέρνηση, κατορθώνοντας να δημιουργήσουν, αρχικά και στην συνέχεια, να συντηρήσουν ένα «κράτος» μέσα στο Κράτος.
 Τα παλαιά πολιτικά καθεστώτα όχι μόνον το γνώριζαν αλλά και το ενθάρρυναν, όπως αποδεικνύεται από τα νομοθετικά κείμενα, την καθημερινή διοικητική πρακτική και την όλη πολιτική τους και τους αντάμειβαν για αυτό προσφέροντάς τους «προνόμια» και «διευκολύνσεις» κάθε είδους.
 Δυστυχώς με το νέο νομοθέτημα, αν κρίνουμε από τις διατάξεις που επαναλαμβάνουν τα παλαιό καθεστώς για το οποίο στις 14-11-2014 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξαγγείλει «την αναδιάρθρωση του πλαισίου διοίκησης και οργάνωσης της εκπαίδευσης», αυτές τέθηκαν στο άσχετο, με την Παιδεία, νομοσχέδιο αφενός προς εξοστρακισμό των νέων, με διοικητικές ικανότητες αλλά και εξειδικευμένη γνώση, ανεξάρτητων από κομματικές εξαρτήσεις  και πιστών μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους και τις αρχές της δημοκρατίας στην εκπαίδευση και την παροχή γνώσης, της διαφάνειας και αξιοκρατίας, αφετέρου στην παγίωση μεθόδων (αόριστα κριτήρια, συνέντευξη κλπ.) που είχαν καταγγελθεί, από την νυν Κυβέρνηση, στα χρόνια της Αντιπολίτευσής της.
Με τις διατάξεις αυτές διατηρήθηκε το καθεστώς του Ν.3848/2010 της γνωστής, για τις πολιτικές της θέσεις για την Παιδεία, κας Διαμαντοπούλου, την οποία και καταδίκασε όχι μόνον το σύνολο του εκπαιδευτικού κόσμου, αλλά και της κοινωνίας, όχι μόνον αναπαράγεται κάθε κακό του προηγούμενο καθεστώτος αλλά κυρίως καθιερώνεται η προσωποπαγής άσκηση όχι μόνον Διοίκησης αλλά ουσιαστικά Εξουσίας, στον χώρο της Εκπαίδευσης, από άτομα που υπηρέτησαν πιστά όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, με ένα μόνο προσόν, την κομματική τους προέλευση και επιλογή, με έντονα στοιχεία προσωπικής υποτέλειας που την εξαργύρωναν πολιτικά και κομματικά πάντα προς ίδιο όφελος, δηλαδή της προσωπικής και κομματικής αναρρίχησης. Αυτό αρκούσε τότε. Σε αυτό αρκείται και σήμερα μία κυβέρνηση της αριστεράς με άλλο όραμα;
 Συμφωνώντας απολύτως στα σχετικά δημοσιεύματα για την κριτική των ήδη ψηφισθεισών διατάξεων, με ιδιαίτερη μνεία σε αυτό του φίλου Χρ. Κάτσικα(4) προσθέτω, για τον φίλο, συμφοιτητή και συναγωνιστή –τότε- Ν. Φίλη ότι δυστυχώς από τις φτωχές «απαιτήσεις» του νέου νόμου δίνεται η δυνατότητα τα ίδια «πιστά» πρόσωπα στα καθεστώτα Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου κλπ. όχι μόνον να είναι υποψήφιοι, αλλά ακόμα χειρότερα, από τις ανύπαρκτες διασφαλίσεις νομιμότητας, δημοκρατικότητας και παραγωγής  κοινωνικά και δημοκρατικά σχεδιασμένου δημοκρατικού μοντέλου διοίκησης, να συντηρηθεί τόσο σε θεσμικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο προσώπων, ένα αντιδημοκρατικό και καταπιεστικό καθεστώς Διοίκησης Εκπαίδευσης που δεν στοχεύει παρά στην συντήρηση και την οπισθοδρόμηση.
Τα αποτελέσματα είναι δεδομένα, αν κρίνει ο μέσος δημοκρατικός πολίτης και δη ο εκπαιδευτικός στοιχειωδώς τόσο τις υποψηφιότητες, όσο και την σύνθεση των συμβουλίων.
Η Κυβέρνηση ελπίζει και περιμένει ότι από μία παλαιά συνταγή θα προκύψει ανανέωση σε θεσμούς και πρόσωπα, κυρίως σε πολιτική παραγωγής Διοίκησης στο χώρο της Εκπαίδευσης.
Δυστυχώς θα απογοητευθεί διότι τα γνωστά φέουδα θα παραμείνουν στα χέρια του διοικητικού παρακράτους των παλαιών και «αναντικατάστατων» στελεχών διοίκησης που ξεφύτρωσαν από τους κομματικούς σωλήνες και φρούδες προσωπικές επιδιώξεις.
Αυτό που θεωρητικά ήθελε να εξαλείψει η Κυβέρνηση, πρακτικά το αποδέχθηκε, ωσάν να μην είχε άλλες λύσεις, ξεχνώντας τις διακηρύξεις της για την Παιδεία.
Μην νομίζετε ότι θα έχετε –πολιτικά- τον καιρό να το επανεξετάσετε. Χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία, μόνο και μόνο για να είναι υποχρεωτικά υποψήφιοι στις Διευθύνσεις που υπηρετούν μέχρι σήμερα, οι τοποθετηθέντες από τα προηγούμενα καθεστώτα, «πετυχημένοι» Διευθυντές Εκπαίδευσης.
Αυτοί, εκ της θέσης τους, έχουν το προνόμιο της «προεκλογικής» εκστρατείας έως και των υποσχέσεων και των συναλλαγών. Οι λοιποί συνυποψήφιοι; Εκτός και αν δεν υπάρξουν. Μήπως εκεί στόχευε και αυτός ο απλός νομοθετικός και ανούσιος εξωραϊσμός;
Εν αναμονή των γνωστών, για αρκετές Διευθύνσεις, αποτελεσμάτων της επιλογής και της κατάρτισης των πινάκων, αγαπητέ συναγωνιστή Νίκο, «καλή νύχτα και καλή τύχη» σε εσένα και τους εμπνευστές των τροπολογιών που  «ορθά», σύμφωνα με τις προθέσεις τους, τις στρίμωξαν στο νομοσχέδιο για τις βοσκήσιμες γαίες, προς όφελος των «ποιμένων» και μόνον.
 


  1.Ν.3848/2010
  2. Όχι φυσικά συνδικαλιστικής
  3. Κώδικα Διοικητικής Διαδικα΄σιας (Ν. 2690/1999)
  4 βλ. Εφημερίδα των Συντακτών της 8-12-2015  και Ανακοίνωση των αιρετών ΑΠΥΣΔΕ Αττικής και Ν. Αιγαίου της 3-1-2016


Aθήνα, 6-1-2015

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 2/8

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα