Thumbnail
Οι αναδιαρθρώσεις στην ελληνική εκπαίδευση και η αντανάκλασή τους στη σχολική καθημερινότητα

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Μια σειρά από αντιφάσεις διαπερνούν το σχολικό πρόγραμμα και τις κατευθυντήριες αρχές της επίσημης παιδαγωγικής. Αντιφάσεις που μας προβληματίζουν ως εκπαιδευτικούς στην καθημερινότητά μας μέσα στη σχολική τάξη. Μια σημαντική αντίφαση είναι αυτή που αντιμετωπίζουμε όταν καλούμαστε να εφαρμόσουμε τη λεγόμενη σύγχρονη παιδαγωγική, η οποία δίνει έμφαση στη διαδικασία και προτρέπει σε μεθόδους που τις ονομάζει μαθητοκεντρικές, στις οποίες ο δάσκαλος πρέπει να περιορίσει τον ρόλο του σε υποστηρικτή και αρωγό του μαθητή, έτσι ώστε αυτός να προσεγγίσει μόνος του τη γνώση, με μεθόδους  διερευνητικές και  βιωματικές, όπου ο μαθητής πρέπει να διαμορφώσει τη δική του αφήγηση, ακολουθώντας βέβαια τους δικούς του ρυθμούς, άρα με διδακτικές τεχνικές όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένες. Η αντίφαση εντοπίζεται μόλις ο εκπαιδευτικός αναλογιστεί το μέγεθος της ύλης που καλείται να διαχειριστεί με τις μεθόδους αυτές  που περιγράφουν τα αναλυτικά προγράμματα. Τα ίδια αυτά αναλυτικά προγράμματα  που διαμορφώνουν και το μέγεθος της διδασκόμενης ύλης. Η μεν προτεινόμενη μέθοδος απαιτεί πολύ αργούς ρυθμούς, η δε ύλη απίστευτη εντατικοποίηση.

Αντιμετωπίζουμε τακτικά μικρές συγκρούσεις και προβληματικές καταστάσεις κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Απογοητευόμαστε όταν, ενώ πασχίζουμε να βρούμε τρόπους και τεχνικές για να βοηθήσουμε τους μαθητές μας να κατανοήσουν το μάθημα, βρίσκουμε μπροστά μας παιδικά μάτια που εξακολουθούν να μας κοιτάζουν όλο απορία….

Αγωνιούμε για το πώς θα καταφέρουμε να συγκεράσουμε τον σεβασμό στην παιδική ηλικία και τη διαμόρφωση ενός κλίματος δημιουργικής χαράς μέσα στη σχολική τάξη με την πειθαρχία που απαιτεί η γνώση.

Προβληματιζόμαστε για την αντίφαση ανάμεσα στη δυναμική που έχει η μορφωτική διαδικασία και στην υποχρέωση να ποσοτικοποιήσουμε, να αξιολογήσουμε και να βαθμολογήσουμε τη συμμετοχή των παιδιών σε μια τέτοια διαδικασία.

Οργιζόμαστε όταν ακούμε τις εξαγγελίες των εκάστοτε  υπουργών για το «άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία», ενώ γνωρίζουμε ότι κάθε προσπάθειά μας να βγάλουμε τα παιδιά  έξω από το σχολείο και να τα τροφοδοτήσουμε με παραστάσεις, πρέπει να πληρωθεί από τους γονείς.

Πασχίζουμε να ισορροπήσουμε την ένταση που ενυπάρχει μεταξύ της μόρφωσης ως ένα έργο που είναι αδύνατο να υπαχθεί σε όποια ποσοτικοποίηση χωρίς να διαστραφεί και της ανάγκης που έχουμε να  αναστοχαζόμαστε τη δουλειά μας και να αποτιμούμε τις μεθόδους και τα εργαλεία μας.

Μια σειρά από ερωτήματα γεννιούνται καθημερινά μέσα κι έξω από τη σχολική τάξη, καθώς περιπλανιόμαστε ανάμεσα στις διάφορες εγκυκλίους του υπουργείου, στα εισαγωγικά κείμενα των βιβλίων δασκάλου, στις κατευθύνσεις των σχολικών συμβούλων και, τέλος, στην καθημερινή επαφή και αλληλεπίδραση με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, τις αδυναμίες τους και τις απορίες τους…

Τελικά αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η διεκπεραίωση της ύλης, η κατάκτηση της γνώσης μέσα από την εμβάθυνση, η απλή εκμάθηση κάποιων δεξιοτήτων, η οργάνωση –και κυρίως η πιστοποίηση- «καινοτόμων» προγραμμάτων, που είναι και πολύ «in», η διαμόρφωση ενός κλίματος χαλαρού και ευχάριστου για τα παιδιά, ή μήπως όλα αυτά εκμηδενίζονται και σαρώνονται από την καταλυτική επιβολή των νέων τεχνολογικών μέσων, άρα αρκεί να χρησιμοποιώ στη διδασκαλία μου τις νέες τεχνολογίες, για να είμαι ο «τέλειος δάσκαλος»;

            Προσπαθώντας να απαντήσω σ’ αυτά τα «υπαρξιακά» κατά κάποιον τρόπο ερωτήματα, θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το εκπαιδευτικό  - σχολικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η δική μου γενιά εκπαιδευτικών λειτούργησε τα τελευταία 25 χρόνια.

ΟΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στο διάστημα αυτής της 25ετίας η ελληνική κοινωνία γνώρισε μια σειρά από βαθιές αλλαγές, που έρχονταν ως απότοκο της κατάρρευσης του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και της παράλληλης διαμόρφωσης και ενίσχυσης των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτω από την καταθλιπτική ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διανύσαμε μια απόσταση από τη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών, της δαπανηρής λάμψης των ολυμπιακών αγώνων, για να φτάσουμε μερικά χρόνια μετά στη γενικευμένη οικονομική και κοινωνική κρίση του καπιταλισμού, τη φάση της εκτεταμένης φτώχειας, της ανέχειας και της κοινωνικής καταστροφής. Όλα αυτά βέβαια , επόμενο ήταν να έχουν την αντανάκλασή τους και στην εκπαίδευση, με λιγότερο ή περισσότερο ορατά αποτελέσματα και συνέπειες.

            Ειδικά στην εκπαίδευση, την περίοδο αυτή εντείνεται η από τα πάνω προσπάθεια να ηγεμονεύσουν οι νεοφιλελεύθερες ιδέες και απόψεις. Εκπορεύονται κατ’ αρχήν από τα βασικά κείμενα και τις αποφάσεις των οργάνων της Ε.Ε. και γίνονται εύκολα αποδεκτές από την εγχώρια πολιτική και υπαλληλική ελίτ, καθώς και από ένα μέρος της επιστημονικής ελίτ, η οποία βρίσκει πεδίο δόξης λαμπρό στην ενασχόληση με διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα. Έτσι σταδιακά οι νεοφιλελεύθερες απόψεις κυριαρχούν σε μια ομάδα συμβούλων του υπουργείου παιδείας και διαμορφωτών της εκπαιδευτικής πολιτικής  και, μέσω αυτής, στην ελληνική εκπαίδευση.  Ευτυχώς βρίσκουν αντίβαρο σ’ ένα μεγάλο μέρος της μαχόμενης εκπαιδευτικής κοινότητας, στην πλειοψηφία των εκπαιδευτικών της καθημερινής διδακτικής πράξης, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά. Ωστόσο, αφήνουν βαρύ το αποτύπωμά τους στην  ελληνική εκπαίδευση, μέσα από τις διάφορες αναδιαρθρώσεις που με πείσμα, μεθοδικότητα και επιμονή επιχειρούνται όλο αυτό το διάστημα.

                       Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια λοιπόν, η ελληνική δημόσια εκπαίδευση γνώρισε αρκετές απόπειρες αναδιαρθρώσεων από τις διάφορες κυβερνήσεις. Κάποιες από αυτές τις απόπειρες παρουσιάστηκαν ως μεγαλεπήβολες μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Προηγούνταν βέβαια πάντοτε βαρύγδουπες διαπιστώσεις για το αποτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, για την υστέρηση και την απόσταση από τα ευρωπαϊκά δεδομένα, για τα πενιχρά αποτελέσματα, για τη χαμηλή κατάταξη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε διάφορες γνωστές και άγνωστες κλίμακες (τύπου PISA), που συνοδεύονταν από ατάκες, όπως η γνωστή του Σουφλιά περί «ήσσονος προσπάθειας», κοκ.

Έτσι από το 1990 μέχρι σήμερα και ξεκινώντας από τη μεταρρύθμιση Κοντογιαννόπουλου, που περιείχε από  την επαναφορά των εξετάσεων στο δημοτικό μέχρι και την επαναφορά της ομοιόμορφης ενδυμασίας, το δημόσιο σχολείο πέρασε από σαράντα κύματα: επιχείρηση «αποκέντρωσης» του εκπαιδευτικού συστήματος – εκχώρησης των σχολείων στους δήμους επί Γ. Παπανδρέου, κατάργηση της επετηρίδας και νομοθετική θέσπιση της αξιολόγησης, όπως επίσης και το «Νέο Λύκειο»  επί Αρσένη, σύνταξη καινούριων αναλυτικών προγραμμάτων (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών) και στη συνέχεια εισαγωγή καινούριων διδακτικών βιβλίων, προσπάθεια συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 και προώθηση ιδιωτικών ΑΕΙ από την κυβέρνηση Καραμανλή, μέχρι που φτάσαμε στην περίοδο υπουργίας Διαμαντοπούλου, όπου είχαμε  το πρόγραμμα του «Νέου Σχολείου» με τη σύνταξη νέων αναλυτικών προγραμμάτων και την καθιέρωση των Σχολείων Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος, καθώς και την διακήρυξη προώθησης της «αριστείας».  Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα παρατηρείται μια σταδιακή και μεθοδική υποχώρηση της στήριξης των εκπαιδευτικών μέσω της επιμόρφωσης, η οποία –παρά τις αντίθετες διακηρύξεις- μετατρέπεται σε νεκρό γράμμα και αντικαθίσταται από μία παράλληλη διαρκή και επίμονη προσπάθεια από τη μεριά των κυβερνήσεων για την επιβολή της αξιολόγησης.

Μέσα σ’ αυτές όλες τις διακηρύξεις, τις απόπειρες ή τα προγράμματα – που άλλα από αυτά απορρίφθηκαν και αποκρούστηκαν από το εκπαιδευτικό κίνημα και άλλα όχι- θα εντοπίσουμε και θα καταγράψουμε  μέτρα που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση, μέτρα ελλιπή, ημιτελή και αντιφατικά.  Όμως εξετάζοντάς τα θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν κάποιες σταθερές που συνέχουν και συνδέουν όλες αυτές τις επιχειρούμενες απόπειρες αναδιάρθρωσης ή εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης. Σε τι συνίσταται ο κοινός τόπος όλων αυτών των πολιτικών που ασκήθηκαν κυρίως από τα δύο μεγάλα κόμματα της περιόδου της μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ;

  • Όλα αυτά τα σχέδια ομνύουν στην αδιαμφισβήτητη ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και στην ανακηρυχθείσα –από τις κυβερνήσεις- ανάγκη εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, η οποία βέβαια περνάει πρώτα και κύρια από τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης.
  • Όλες  οι εκσυγχρονιστικές – αναδιαρθρωτικές απόπειρες βασίζονται στις κατευθυντήριες οδηγίες της Ε.Ε. – πρώτα και κύρια βέβαια στη Λευκή Βίβλο.
  • Αποσκοπούν στη μείωση των κρατικών εκπαιδευτικών δαπανών
  • Αναγορεύουν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους,  τις διαδικασίες και τους εκπαιδευτικούς και υποβαθμίζουν ή αγνοούν το ζήτημα των υποδομών
  • Προσπαθούν να μεταθέσουν τις ευθύνες για τα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης από τα κέντρα που διαμορφώνουν και υλοποιούν την εκπαιδευτική πολιτική στις πλάτες των  ελλήνων εκπαιδευτικών, τους οποίους έμμεσα ενοχοποιούν
  • Αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως μια διαδικασία που πρέπει να υπακούει στους οικονομικούς όρους της αγοράς
  • Εμφορούνται από ένα συνδυασμό νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών ιδεών και απόψεων.
  • Επιδιώκουν να βελτιώσουν την «αποτελεσματικότητα» του εκπαιδευτικού συστήματος
  • Επιδιώκουν να διαμορφώσουν έναν ελεγκτικό μηχανισμό, μέσω της επιβολής της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών.

Πολύ σημαντική για την εκπαίδευση σε ολόκληρη την Ε.Ε. είναι η Σύνοδος της Λισσαβόνα (2000), στην οποία καθορίστηκαν συγκεκριμένοι κοινοί στόχοι για τα εκπαιδευτικά συστήματα των ευρωπαϊκών κρατών – μελών της Ε.Ε.. Οι κατευθύνσεις προς τις οποίες οφείλουν τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα να προσαρμοστούν είναι η βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης (με τον σαφή προσδιορισμό των ικανοτήτων των εκπαιδευτικών και τη «βέλτιστη» χρήση των πόρων, η διευκόλυνση της πρόσβασης στην εκπαίδευση και το άνοιγμα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στον κόσμο. Η τελευταία κατεύθυνση συγκεκριμενοποιήθηκε σε τρεις στόχους:

  1. Ενίσχυση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών
  2. Ενίσχυση των δεσμών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις και πέρασμα στην εκπαίδευση του επιχειρηματικού πνεύματος
  3. Ενίσχυση της απασχολησιμότητας και της κινητικότητας των εργαζομένων μέσω της εκπαίδευσης.

Με βάση αυτές τις κατευθύνσεις, η εκπαίδευση καλείται τώρα να εξυπηρετήσει πιο άμεσα τις λειτουργίες της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, αυτού του ακραίου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τα δόγματα του οποίου δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη συγκεκριμένων ικανοτήτων.

Ικανότητες που προσδιορίζονται συγκεκριμένα στην «Σύσταση για τις Ικανότητες Κλειδιά» και αναφέρονται: στην επικοινωνιακή ικανότητα τόσο στη μητρική όσο και σε άλλες ξένες γλώσσες, στη μαθηματική, επιστημονική και τεχνολογική ικανότητα, στην ψηφιακή ικανότητα, στη μάθηση τρόπων μάθησης, στις κοινωνικές ικανότητες που σχετίζονται με την ιδιότητα του πολίτη, στην αίσθηση πρωτοβουλίας και τέλος στην πολιτισμική επίγνωση και έκφραση (Γρόλλιος, 2010).

Η σύσταση αποτελεί την ευρωπαϊκή εκδοχή της «στροφής στα βασικά», στο πλαίσιο προώθησης της δια βίου κατάρτισης και της ευέλικτης προσαρμογής στις συνεχείς μεταβολές των συνθηκών εργασίας. Η επίσημη παιδαγωγική αποκτά έτσι μια  ολοένα και πιο «τεχνοκρατική» όψη και περιεχόμενο, καθώς επικεντρώνεται στη διατύπωση «αντικειμενικών διδακτικών στόχων» και τη μέτρηση της επίτευξης αυτών των στόχων μέσα από την αξιολόγηση.

            Στα πλαίσια αυτά η  παιδαγωγική που εκπορεύεται από το υπουργείο παιδείας και το παιδαγωγικό  ινστιτούτο, ενώ  υιοθετεί μια ρητορική που μιλάει για την ανάγκη για ολόπλευρη μόρφωση, για ένα σχολείο που θα μορφώνει και θα αρέσει στα παιδιά, τελικά φαίνεται, με τις πολιτικές που επιλέγει να ασκήσει, να υπηρετεί άλλους στόχους σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση.  Η «νέα» και μοντέρνα παιδαγωγική διαγράφει τα όριά της ανάμεσα σε κείμενα που επικαλούνται την ανάγκη αλλαγών στην εκπαίδευση, που να απαντούν  στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται στην  εποχή μας – με κύρια και επαναλαμβανόμενη αναφορά στην παγκοσμιοποίηση,  στην αποθέωση της πληροφορίας και την ανάγκη εκμάθησης δεξιοτήτων, στη δια βίου μάθηση, ώστε ο δυνάμει εργαζόμενος να καταστεί απασχολήσιμος, στην ενασχόληση με τα «καινοτόμα» προγράμματα και στην άσκηση της παιδαγωγικής και της διδακτικής μέσω κυρίως των νέων τεχνολογιών, σε βαθμό υποκατάστασης της διδακτικής από αυτές. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής πολιτικής της περιόδου αυτής, φαίνεται να εκπορεύεται  από την ανάγκη απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία βέβαια υλοποιούν πιστά τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη αυτή την περίοδο οι εκπαιδευτικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού μειώνονται διαρκώς, ενώ ένα μεγάλο μέρος των σχολικών δραστηριοτήτων υλοποιείται μέσα από τα περιβόητα ΕΣΠΑ. Αυτό ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης –μετά το 2010- φτάνει στο σημείο ένα μεγάλο μέρος της λειτουργίας των σχολείων να βασίζεται στα ΕΣΠΑ (π.χ. προσλήψεις αναπληρωτών).

            Με τις πολιτικές αυτές έχουμε μια σταδιακή μετάλλαξη του σχολείου από το παλιό, κλειστό, νοησιαρχικό  και πειθαρχημένο σχολείο σε ένα σχολείο με κύρια χαρακτηριστικά την ευελιξία, την αποσπασματική πληροφορία και την αποσπασματική γνώση της πραγματικότητας, τον κατακερματισμό των τύπων σχολείων, της ίδιας της γνώσης, με άμεση συνέπεια την κατακερματισμένη αντίληψη του κόσμου. Το νέο σχολείο είναι το φθηνό σχολείο της αγοράς και της επιχειρηματικότητας, που αναγορεύεται στην καινούρια μεγάλη αξία που πρέπει το σχολείο να προωθήσει.           

Υπάρχουν κάποια κομβικά σημεία, επίπεδα αναφοράς θα έλεγα,  που βαραίνουν και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σχολική πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε σήμερα στα σχολεία: η εισαγωγή και χρήση των νέων βιβλίων, οι διακηρύξεις και ρυθμίσεις του «νέου σχολείου» της Διαμαντοπούλου και η ίδρυση των Ολοήμερων σχολείων Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Επιπλέον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του  παιδαγωγικού κλίματος στα σχολεία  τα τελευταία χρόνια, έχει και η προσπάθεια επιβολής της αξιολόγησης, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στη διοικητική δομή της εκπαίδευσης.

Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή, αλλά και σε μια κοινωνικο-πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία, στην οποία είμαστε σε θέση να κάνουμε κάποιες κριτικές παρατηρήσεις,  που να αποτυπώνουν –έστω και εμπειρικά- το τι έχουν φέρει στο ελληνικό σχολείο αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» και σε ποια κατεύθυνση κινούνται. Θα αναφερθώ λοιπόν σε κάποιες παρατηρήσεις που αφορούν την ίδια την ουσία και το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας , αλλά και τις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών.

Η εισαγωγή των νέων βιβλίων, 10 χρόνια πριν, και η σχετικά δύσκολη ύλη, σε συνδυασμό με τον μεγάλο όγκο της, επιδείνωσαν την σχολική καθημερινότητα. Τα κακογραμμένα και, κάποιες φορές, δυσνόητα βιβλία που φαίνεται να έχουν γραφεί χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη σχολική πραγματικότητα –ή να απευθύνονται σε περιορισμένο και επιλεγμένο μαθητικό πληθυσμό- δυσκόλεψαν τη ζωή σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς. Η πίεση που ένιωσαν οι εκπαιδευτικοί που κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν εγχειρίδια με υψηλό βαθμό προβλημάτων, οδήγησε κάποιους να επιλέξουν την ασφάλεια παραδοσιακών διδακτικών μεθόδων και αύξησαν τις φωτοτυπίες, τα επαναληπτικά και τα τεστ.  Η προσφορά αποσπασματικών γνώσεων και η υποκατάσταση της γνώσης από την πληροφορία ήταν μία από τις κυρίαρχες επισημάνσεις της έντονης κριτικής που ασκήθηκε από την εκπαιδευτική κοινότητα και τους περισσότερους εκπ/κούς της πράξης στα νέα βιβλία. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση της επιφανειακής προσέγγισης, της αποσπασματικότητας και του κατακερματισμού φαίνεται να ωθεί συνολικότερα την εκπ/ση –αντιμετωπίζοντάς την εργαλειακά και μόνο- η φιλοσοφία του νέου σχολείου.

Το νέο σχολείο, στις διακηρύξεις του, δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο –αντί για την εμβάθυνση στη γνώση- στην πληροφορία και τη διαχείρισή της, στην εκμάθηση δεξιοτήτων και τη χρήση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία. Εδώ εμφανίζεται η απήχηση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, η εργαλειακή αντιμετώπιση της εκπ/σης. Η εκπ/ση, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, αντί για την ολόπλευρη γνώση, πρέπει να προσφέρει επιμέρους δεξιότητες, οι οποίες να είναι εύκολα διακριτές και μετρήσιμες, ώστε να είναι πλήρως μετρήσιμα –και άρα ελεγχόμενα- τα «αποτελέσματα» ενός τέτοιου σχολείου. Αυτό στην ουσία αναιρεί τη μορφωτική αποστολή του δημόσιου σχολείου και την εκτρέπει σε ελλιπή και αποσπασματική κατάρτιση.

            Η νέα ανακάλυψη της σύγχρονης παιδαγωγικής, που υποστηρίζεται ότι μπορεί να απαντήσει στις σημερινές ανάγκες, αντιμετωπίζοντας την πλημμυρίδα πληροφοριών της σύγχρονης εποχής είναι το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι νέοι άνθρωποι πρέπει να εξοπλιστούν με δεξιότητες εύρεσης , επιλογής, οργάνωσης και επεξεργασίας των πληροφοριών που χρειάζονται, ώστε να ανταποκριθούν στον τεράστιο όγκο των πληροφοριών που δέχονται σήμερα, αλλά και στο ξεπέρασμα, δηλαδή στην «παλαίωση» των γνώσεων.  Υπάρχουν όμως από την άλλη πλευρά παιδαγωγοί, όπως ο καθηγητής κ. Γρόλλιος, που θεωρούν προβληματικό τον υπερτονισμό της μεθόδου. Σύμφωνα με αυτούς η εκμάθηση της μάθησης είναι είδος γενικής μόρφωσης με κεντρικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση της γνώσης και τον κατακερματισμό της, στοιχεία κυρίαρχα στην  εργαλειακή λογική αντιμετώπισης της εκπαίδευσης και στην όλη φιλοσοφία του νέου σχολείου. Ο υπερτονισμός του «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω», μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης.

Αναφερόμενοι πιο συγκεκριμένα  στο πρόγραμμα του νέου σχολείου Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος  θα παρατηρήσουμε ότι αυτό κυριαρχείται από μια σωρευτική λογική διδακτικών αντικειμένων, οδηγώντας σε μια επιφανειακή προσέγγιση, με αποτέλεσμα να δημιουργεί στα παιδιά μάλλον σύγχυση παρά καλλιέργεια και κριτική ενσυνείδηση.

Ο εμπλουτισμός του προγράμματος με νέα αντικείμενα, χωρίς να έχει επιχειρηθεί μια συνολική αναδιαμόρφωση (που οπωσδήποτε θα έπρεπε να αφορά και τη διδασκόμενη ύλη σε έκταση και ποιότητα), το καθημερινό εξοντωτικό 7ωρο για τους μικρούς μαθητές και μαθήτριες, η αύξηση των διδακτικών αντικειμένων στις μικρές τάξεις, η εναλλαγή πολλών διαφορετικών προσώπων στην τάξη, ωθούν σε μια μορφή γυμνασιοποίησης του δημοτικού, με ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, μακροπρόθεσμα, στην ιδιοσυγκρασία και τη γνωστική συγκρότηση των παιδιών. Από παιδαγωγική άποψη φαίνεται να υποχωρεί η παιδαγωγική καθοδήγηση που έχει κυρίως ανάγκη το παιδί της πρώτης σχολικής περιόδου, ώστε να βοηθηθεί να διαμορφώσει το γνωστικό του υπόβαθρο και να συγκροτήσει την προσωπικότητά του.

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να εισάγεται στην εκπαίδευση η ελαστική εργασία, μέσω κυρίως των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, τα οποία ειδικά στην περίοδο της κρίσης καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των προσλήψεων αναπληρωτών. Καθώς στην ίδια περίοδο οι μόνιμοι διορισμοί σταμάτησαν εντελώς, έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση, όπου οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που εργάζονται μέσω ΕΣΠΑ, αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του συνόλου των εκπαιδευτικών. Ολόκληρα κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποκόβονται από τον κεντρικό κορμό του δημοσίου σχολείου και μετασχηματίζονται σε διακριτές εκπαιδευτικές ζώνες, οι οποίες υπάρχουν και λειτουργούν χάρη στα ΕΣΠΑ: ειδικότητες στα ΕΑΕΠ, τμήματα ένταξης, παράλληλη στήριξη, ενισχυτική διδασκαλία… Πρόκειται για προσωρινή, περιπλανώμενη, ευέλικτη εργασία. Αποτέλεσμα, ένα μεγάλο ποσοστό συναδέλφων να εργάζεται έχοντας περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα σε σχέση με τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς.

Για να υλοποιηθεί η διαμόρφωση του νέου σχολείου, μαζί με τις αναδιαρθρώσεις που αφορούσαν τα προγράμματα και το περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης, ήταν απαραίτητο να συνοδεύονται και από τις ανάλογες μεταβολές στη διοικητική δομή, έτσι ώστε να αλλάξει σταδιακά η παιδαγωγική ατμόσφαιρα στα σχολεία. Επιχειρείται η  σταδιακή μετατροπή των εκπαιδευτικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης σε στελέχη που αποκλειστικό σχεδόν έργο τους είναι η διοίκηση. Ισχυροποιούνται οι θέσεις ευθύνης, δημιουργούνται επιπλέον επίπεδα διοίκησης (Περιφερειακές Διευθύνσεις) και δημιουργείται μια ομάδα στελεχών, η οποία αποκόπτεται όλο και περισσότερο από τους μάχιμους εκπαιδευτικούς της πράξης. Αναδεικνύεται μια νέα γενιά διοικητικών και παιδαγωγικών  στελεχών εκπαίδευσης, που βασίζει την ισχύ της  όχι στην παλαιότητα, την εμπειρία και την αποδοχή των συναδέλφων, αλλά στο διοικητικό status και στην άσκηση του νέου, παιδαγωγικού management. Με τον αέρα της ατομικής ανέλιξης και το θεωρητικό οπλοστάσιο του εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού, συνδυασμένο ενίοτε, με μια επίφαση προοδευτικότητας και ιδεολογικά δάνεια από τη νέα αγωγή.

Με την είσοδο της χώρας στις πολιτικές των μνημονίων, οι αναδιαρθρωτικές εκπαιδευτικές πολιτικές εντείνονται. Η επιχείρηση της βίαιης αναδιάρθρωσης του ελληνικού καπιταλισμού μέσω των μνημονίων σήμανε και για την εκπαίδευση μια περίοδο βαθιάς οπισθοδρόμησης και υποβάθμισης των μορφωτικών δικαιωμάτων των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων, με κύρια χαρακτηριστικά την αμφισβήτηση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών. Στόχος η εκμετάλλευση της κρίσης –ως ευκαιρίας-  για τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Από την περίοδο της υπουργίας Διαμαντοπούλου εγκαινιάζεται μία πολιτική – σοκ που επιχειρεί να επιβάλει πολιτικές που το προηγούμενο διάστημα έβρισκαν σθεναρή αντίσταση, μέσα σ’ ένα περιβάλλον υποχρηματοδότησης, περικοπών, συρρίκνωσης του σχολικού δικτύου, χειραγώγησης και  ελέγχου των εκπαιδευτικών, περιβάλλον που δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες στα σχολεία. Η στόχευση των μνημονιακών αντιεκπαιδευτικών πολιτικών κινείται στην ίδια κατεύθυνση με αυτήν της προηγούμενης περιόδου, αλλά με μεγαλύτερη ένταση και προσήλωση: η διαμόρφωση ενός σχολείου πειθαρχημένου  απόλυτα στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, ενός σχολείου που να κοστίζει όσο το δυνατόν λιγότερο, ενός σχολείου με κυρίαρχη την ταξική  - επιλεκτική του λειτουργία.

            Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε να πούμε ότι η περίοδος αυτή συνδυάστηκε και με μια σειρά αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος ενάντια σ’ αυτές τις αναδιαρθρώσεις και μάχες, που άλλες κερδήθηκαν (όπως η ματαίωση της δήθεν αποκέντρωσης) και άλλες χάθηκαν. Αγώνες μέσα κι έξω από τον χώρο του σχολείου, με κορυφαίο σταθμό τη μεγάλη απεργία του 2006, που έδωσε άλλον αέρα στον κλάδο μας, ανέδειξε δυνάμεις μέσα από τα σπλάχνα της μαχόμενης εκπαίδευσης, έδωσε οντότητα στην παρουσία του κλάδου στην ελληνική κοινωνία κι έβαλε σε άλλη βάση τις διεκδικήσεις του. Παράλληλα είχαμε τον κριτικό διάλογο που αναπτύχθηκε και την αντιπαράθεση και αποδόμηση των νέων βιβλίων, την παιδαγωγική αντιπαράθεση στο πρόγραμμα της ευέλικτης ζώνης, για να φτάσουμε στη μεγάλη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση που δόθηκε σε δύο μέτωπα, στους δρόμους, αλλά και μέσα στα σχολεία. Σημαντικό επίτευγμα της περιόδου αυτής η δραστηριοποίηση των συλλόγων διδασκόντων και η μετατροπή τους  σε πεδία διαλόγου και παιδαγωγικής παρέμβασης.

ΠΟΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΛΟΥΜΕ;

Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της διδακτικής πράξης νιώθουμε να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα δίλημμα, όπου καλούμαστε να πάρουμε θέση: απ’ τη μια μεριά το παλιό, συντηρητικό και οπισθοδρομικό σχολείο, το σχολείο της ρουτίνας και της αποστήθισης, της αλλοτρίωσης και της εντατικοποίησης, της σχολικής αποτυχίας και των ταξικών φραγμών. Κι από την άλλη το «νέο» σχολείο της κατηγοριοποίησης, των δεξιοτήτων, της αποσπασματικότητας και του κατακερματισμού, το φθηνό και ευέλικτο σχολείο της αγοράς. Ένα σχολείο που μετατρέπει το μορφωτικό αγαθό από κοινωνικό αίτημα σε εμπορικό προϊόν και το σχολείο σε επιχείρηση, που θέλει να προετοιμάσει τον αυριανό καταρτήσιμο και απασχολήσιμο που θα βρίσκεται σε διαρκή εργασιακή περιπλάνηση.

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι δεν πρόκειται για πραγματικό δίλημμα. Το σχολείο πρέπει να αλλάξει, το σχολείο θέλουμε να αλλάξει!  Αλλά σε ποια κατεύθυνση θα αλλάξει, είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να το αφήσουμε στους «τεχνοκράτες της εξουσίας». Άλλωστε είναι ένα θέμα που πρωτίστως μας αφορά, αλλά αφορά και ολόκληρη την κοινωνία.

Θα πρέπει να εργαστούμε για ένα σχολείο που το έχουν ανάγκη οι μαθητές μας, το έχουμε ανάγκη εμείς, το έχουν ανάγκη τα λαϊκά στρώματα. Γιατί ο αγώνας για ένα άλλο σχολείο συνδέεται με τον αγώνα για μια άλλη κοινωνία. Ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κριτικής παιδαγωγικής, οHenry Giroux λέει πως  «Η εκπαίδευση δεν έχει ως σκοπό μόνον την παραγωγή γνώσης, αλλά και την παραγωγή πολιτικών υποκειμένων. Τα σχολεία πρέπει να αποτελούν χώρους κριτικής εκπαίδευσης, η οποία θα διαμορφώνει πολίτες ικανούς να διαφεντεύουν τη ζωή τους αλλά και να επεμβαίνουν στον τρόπο παραγωγής γνώσης».

Χρειαζόμαστε λοιπόν σήμερα ένα νέο μορφωτικό/κοινωνικό σχέδιο για το δημόσιο δωρεάν σχολείο, που θα αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής ριζικής κοινωνικής και εκπαιδευτικής χειραφέτησης. Ονειρευόμαστε ένα σχολείο που θα αναμετριέται με όλες τις αντιφάσεις που διαπερνούν τη σημερινή εκπαίδευση και δεν θα τις αναπαράγει (με νέες μορφές) σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων. 

Ο διάλογος ο οποίος οργανώθηκε από την ομοσπονδία μέσα από τις ημερίδες σαν τη σημερινή, θα έχει αποδώσει, αν μπορέσουμε μέσα απ’ αυτόν να ανιχνεύσουμε ψήγματα ενός προγραμματικού, αντίπαλου λόγου για το δημόσιο και δωρεάν σχολείο. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα καταθέσω ορισμένες σκέψεις. Βασικά στοιχεία σ’ ένα τέτοιο μορφωτικό και κοινωνικό σχέδιο για το σχολείο που θέλουμε πρέπει να αποτελούν.

  1. Η επιδίωξη για ένα δημοκρατικό σχολείο. Δημοκρατικό σχολείο σημαίνει παιδαγωγική αυτονομία και ελευθερία, ισότητα των εκπαιδευτικών, συλλογική λειτουργία και ευθύνη. Προϋποθέτει τη συμμετοχή όλων των εκπαιδευτικών σε κάθε πλευρά σχεδιασμού, δημιουργίας και λειτουργίας αυτού του σχολείου. Σ’ ένα δημοκρατικό σχολείο, ο Σύλλογος Διδασκόντων αποκτά την κεντρική και κυρίαρχη θέση με τον διευθυντή στον ρόλο του συντονιστή. Ο διοικητικός και παιδαγωγικός ρόλος του συλλόγου διδασκόντων αναβαθμίζεται και γίνεται πρωταγωνιστικός στη διαδικασία προγραμματισμού και σχεδιασμού του εκπαιδευτικού έργου με την καθιέρωση συχνών, τακτικών συνεδριάσεων, όπου συζητούνται συλλογικά και αντιμετωπίζονται όλα τα παιδαγωγικά ζητήματα. Η συλλογική λειτουργία του συνόλου της σχολικής κοινότητας έρχεται σε αντιδιαστολή με το σφιχτό, αξιολογικό πλέγμα των νόμων περί αξιολόγησης –που ακόμη δεν έχουν καταργηθεί- και δεν ετεροπροσδιορίζεται με βάση γραφειοκρατικές και από τα πάνω διαδικασίες, αλλά αυτορυθμίζεται.
  2. Η προσπάθεια για κατάκτηση της μορφωτικής ισότητας μέσα από αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές, με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού δικτύου υποστηρικτικών θεσμών μέσα στο δημόσιο σχολείο που στοχεύουν να ενισχύσουν εκείνους που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες. Απαντώντας στα ιδεολογήματα των «ίσων ευκαιριών», της «αξιοκρατίας» και της «αριστείας», το δημόσιο σχολείο πρέπει να εργαστεί με συνέπεια θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την πραγματική  μορφωτική ισότητα, αντί για την ισότητα ευκαιριών που ο μόνο που κάνει είναι να μετατρέπει την κοινωνική ανισότητα σε μορφωτική, σε μια άνιση κι εκμεταλλευτική κοινωνία.
  3. Η διαμόρφωση ενός σχολικού προγράμματος της ολόπλευρης γνώσης, της κριτικής σκέψης και της δημιουργικότητας. Με νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία που να αποτυπώνουν και να υπηρετούν τον στόχο της γενικής μόρφωσης και της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης των μαθητών. Πέρα από τη συνηθισμένη αγωνία κάθε εκπαιδευτικού για το πώς θα διδάξει ένα αντικείμενο, πέρα από την αναζήτηση της μεθόδου, πρέπει να εστιάσουμε στο τι και γιατί θα το διδάξουμε. Η διαμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος δεν μπορεί να γίνεται ερήμην των εκπαιδευτικών. Το σχολικό πρόγραμμα αποτελεί επιλογή. Δεν χωράνε όλα όσα μας αρέσουν στη σχολική ζωή. Δεν μπορούν οι μαθητές να σηκώσουν όλα όσα εμείς βρίσκουμε ενδιαφέροντα και χρήσιμα. Πώς θα επιλέξουμε; Με ποια κριτήρια; Αυτό είναι το πρόβλημα που  πρέπει να λύσουμε.

Η ανάγκη που έχουμε, ως εκπαιδευτικοί, στα πλαίσια της εκπαιδευτικής πράξης, να παράγουμε κοινωνικά «χρήσιμα» αποτελέσματα, να δούμε τους μαθητές μας και τις μαθήτριές μας να μαθαίνουν και να κατανοούν, ταυτόχρονα με την παραγωγή χαράς μέσα από τη γνώση, αποτελεί μια άλυτη αντίφαση, ειδικά στο σημερινό σχολείο. Η λύση αυτής της αντίφασης απαιτεί περιορισμό της διδακτικής ύλης και νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία.

Βασικούς στόχους των προγραμμάτων πρέπει να αποτελούν  η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στις σχολικές επιδόσεις,  η διαμόρφωση  κριτικών και υπεύθυνων πολιτών, η βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας, η κατάκτηση εκ μέρους των μαθητών των σημαντικότερων επιστημονικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων του παρελθόντος.  Τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να οργανώνουν τη σύνθεση των γνώσεων, ώστε να οδηγούν στην κατανόηση της κοινωνίας και του κόσμου. Η συσσώρευση πολλών γνώσεων στα αναλυτικά προγράμματα δεν αποτελεί πανάκεια, αφού η κατοχή γνώσεων δεν σημαίνει αυτόματα και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Και το αντίστροφο όμως –δηλαδή η υποκατάσταση της γνώσης από τις πληροφορίες- δεν οδηγεί πουθενά. Κάθε άνθρωπος για να δραστηριοποιηθεί σε έναν τομέα πρέπει να έχει αφομοιώσει δημιουργικά έναν ορισμένο όγκο γνώσεων.

  1. Ριζική αλλαγή της δομής της δημόσιας εκπαίδευσης με θεσμοθέτηση της δίχρονης προσχολικής αγωγής και του ενιαίου δωδεκάχρονου δημόσιου δωρεάν σχολείου.

Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω ότι ένα διαφορετικό σχολείο χρειάζεται και μια διαφορετική χωροταξία, μια διαφορετική οργάνωση του χώρου, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις. Με την πρόβλεψη για τη δημιουργία εξοπλισμένων εργαστηρίων εικαστικών, μουσικής, κλπ. και την απαραίτητη ίδρυση και οργάνωση σχολικών βιβλιοθηκών ανά σχολική μονάδα.

Αυτά βέβαια προϋποθέτουν την άμεση και ουσιαστική αύξηση των δαπανών για την παιδεία και τη στήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης στη σταθερή και μόνιμη εργασία των εκπαιδευτικών. Χωρίς αυτές τις  προϋποθέσεις όχι μόνο δεν μπορούμε να μιλάμε για τη διαμόρφωση ενός σχολείου διαφορετικού από το σημερινό, αλλά γίνεται προβληματική ακόμη και η απλή λειτουργία του δημόσιου σχολείου, με τη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών της αδιοριστίας και των περικοπών.

Όλα αυτά δεν είναι οράματα και διεκδικήσεις για ένα μακρινό μέλλον. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εργαστούμε, με το ζωντάνεμα των συλλογικών διαδικασιών στους συλλόγους μας , με την οργάνωση του αγώνα μας, με την οικοδόμηση συμμαχιών με τους γονείς.

            Οι παλιές λύσεις δεν μας αρκούν. Όμως οι νέες που θα έρθουν πρέπει να αντέχουν στη βάσανο της κριτικής και της αντιπαράθεσης. Και δεν μπορούν να έρθουν για μας, χωρίς εμάς. Γι’ αυτό πρέπει να ανοίξει ο διάλογος μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά και με τους γονείς για το σήμερα και το αύριο του δημόσιου σχολείου.

            Απέναντι στο «νέο σχολείο» της αγοράς και των μνημονίων, το εκπ/κό κίνημα  υπερασπίζεται τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών. Δεν υπερασπίζεται το σχολείο του χθες!  Μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες και μέσα από τους αγώνες μας επιχειρούμε να διαμορφώσουμε  και να αναδείξουμε την αντίληψη για ένα άλλο σχολείο σε μια άλλη κοινωνία!

Συνεχίζοντας τον αγώνα για ένα ενιαίο 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο, ένα σχολείο της ολόπλευρης γνώσης, της χαράς και της δημιουργίας, το σχολείο των όλων και των ίσων, να αναπτύξουμε ένα ρεύμα κριτικής ριζοσπαστικής παιδαγωγικής με στόχο τον αγώνα ενάντια στις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες και τη διαμόρφωση κριτικά και ελεύθερα σκεπτόμενων προσωπικοτήτων. Γιατί το παρόν και το μέλλον της εκπαίδευσης είμαστε εμείς!

 

 

    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ   

 

Γρόλλιος, Γ. (2003) Θεμελίωση, στοχοθεσία και διαθεματικότητα στο νέο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών για την  υποχρεωτική εκπαίδευση.Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 67.

Γρόλλιος, Γ.(2004) Παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Εκπαίδευση. Πρακτικά 18ου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου Δ.Ο.Ε. – Π.Ο.Ε.Δ.: «Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση. Το δημόσιο σχολείο στο νέο περιβάλλον.

Γρόλλιος, Γ. (2010) Από το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών στα Προγράμματα Σπουδών του Νέου Σχολείου. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 95.

Διαμαντής, Κ. (2015) Η αξιολόγηση των μαθητών και η σχολική γνώση.  Εκπαιδευτική Λέσχη (διαδικτυακό περιοδικό για την κριτική παιδαγωγική), τχ. 6.

Κάτσικας, Χρ. (2015) Από τη σφαιρική γνώση στις «χρήσιμες δεξιότητες». Εφημερίδα των Συντακτών, 31/12/2015.

Μενδώνης, Π. (2014) Επίσημη σχολική γνώση. Εκπαιδευτική Λέσχη (διαδικτυακό περιοδικό για την κριτική παιδαγωγική), τχ. 1.

Ρέππας, Χρ. (2011) Αναδιάρθρωση της Εκπαίδευσης: η σημερινή συγκυρία. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 97.

Συλλογικό Κείμενο (2015) Για ένα νέο μορφωτικό σχέδιο για το δημόσιο σχολείο. Εκπαιδευτική Λέσχη (διαδικτυακό περιοδικό για την κριτική παιδαγωγική), τχ. 5.

                                                                                           Θεολόγος  Ταμπάκης

                                                                      Δάσκαλος του 10ου Δημοτικού Σχολείου Ξάνθης

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

Πανεπιστήμιο Κρήτης
Διεθνής Διάκριση για το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην Έρευνα: Διατήρηση του Βραβείου «HR Excellence in Research»
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης είναι το μοναδικό Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα που έχει λάβει αυτή την υψηλού κύρους πιστοποίηση, η οποία απονέμεται από την...
Διεθνής Διάκριση για το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην Έρευνα: Διατήρηση του Βραβείου «HR Excellence in Research»