Συνεχίζοντας το Διάλογο για το επικείμενο νέο πλαίσιο επιλογής στελεχών εκπαίδευσης που ετοιμάζει το υπουργέιο Παιδείας, ζητήσαμε από έναν παλαίμαχο εκπαιδευτικό που έχει περάσει από σχεδόν όλα τα στάδια και θέσεις της εκπαιδευτικής ηγεσίας να καταθέσει τις προτάσεις του.
Ο Γιάννης Ν. Κουμέντος είναι γνωστός στο χώρο της εκπαίδευσης. Σπούδασε Διοίκηση στην ΑΣΟΕΕ και Παιδαγωγικά στην Ακαδημία Ρόδου. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού στην Εκπαίδευση Ενηλίκων και Διδακτορικού στα Παιδαγωγικά. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας, Περιφερειακός Διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής, Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής , Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. Είναι μέλος του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών (ΕΚΠ62) του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Δίδαξε και διδάσκει ως συνεργάτης σε Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΤΕΙ Δ. Ελλάδας,σε προγράμματα εξειδίκευσης του ΚΕΔΙΒΙΜ του ΕΚΠΑ, του ΟΠΑ (ΑΣΟΕΕ) και σε επιμορφωτικά προγράμματα του ΕΚΔΔΑ. Εργασίες και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο.
Ακολουθούν οι προτάσεις του για το νέο σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης.
Αντί Προλόγου
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα λειτούργησε για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους ως ένα συγκεντρωτικό σύστημα και στη διοίκηση, αλλά και στο περιεχόμενο του. Παρά τις κατά καιρούς παρεμβάσεις και αλλαγές εξακολουθεί να λειτουργεί και σήμερα με την ίδια φιλοσοφία.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο συγκεντρωτισμός, η γραφειοκρατία, ο κεντρικός έλεγχος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η ανυπαρξία αξιολόγησης των συντελεστών της παρεχόμενης εκπαίδευσης, η απουσία πολιτικών επαγγελματικής ανάπτυξης καθώς και η μεγάλη διασπορά των σχολικών μονάδων στην επικράτεια της χώρας μας.
Το νέο ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα για την απορρόφηση των κραδασμών της κοινωνικής κινητικότητας και την υποστήριξη ενός ανισόρροπου πρότυπου οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγής καθώς και στην εξυπηρέτηση μιας γραφειοκρατικής δημόσια διοίκησης.
Η σύγκρουση μεταξύ των παράλληλων, θεσμικών και μη θεσμικών, συστημάτων διοίκησης και των κέντρων λήψης αποφάσεων, αποτέλεσε και αποτελεί το πεδίο αντιπαράθεσης όλων των προσπαθειών για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την βραδυπορία προσαρμογής του και αδυνατεί να αποφύγει τα φαινόμενα των καθυστερημένων χρονικά, εκσυγχρονισμών ώστε να ανταποκριθεί έγκαιρα στις κοινωνικές και παραγωγικές ανάγκες της χώρας. Οι κατά καιρούς απόπειρες εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στη δομή –διοίκηση, δεν κατάφεραν να ολοκληρωθούν εξ αιτίας εξωτερικών αντιδράσεων ισχυρών ιδεολογικών ομάδων και εσωτερικών αντιστάσεων συντεχνιακών συμφερόντων.
«Η Ελλάδα παραμένει ένα από τα πιο συγκεντρωτικά σχεδιασμένα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη, καθώς άλλες χώρες έχουν προχωρήσει δυναμικά στην αποκέντρωση των εκπαιδευτικών συστημάτων τους, την αύξηση της ευελιξίας και της ανταπόκρισης των σχολείων και των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων …»(ΟΟΣΑ 2011)
Τα στοιχεία των τελευταίων εκθέσεων για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θέτουν σοβαρά θέματα για τα οποία χρειάζονται βιώσιμες προτάσεις και λύσεις.
Με βάση τα στοιχεία από οργανισμούς (ΟΟΣΑ, PISA, Δίκτυο Ευρυδίκη, ΚΑΝΕΠ,ΑΔΙΠ,ΟΚΕ ) εμφανίζονται ότι:
-Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού της Ελλάδας υπολείπονται περισσότερο από μία μονάδα, από του μέσου όρου δαπανών των χωρών της ΕΕ ,ο οποίος είναι στο 5% του ΑΕΠ.
-Υπάρχει μεγάλη διασπορά και μικρό μέγεθος σχολικών μονάδων ,ενώ ο μέσος όρος των μαθητών στην τάξη είναι χαμηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
- Στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει διαδικασία αξιολόγησης των συντελεστών παροχής εκπαίδευσης ,της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού προσωπικού.
-Η δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή καλύπτει την ηλικία 4-6 ετών, το υποχρεωτικό Δημοτικό καλύπτει την ηλικία 6-12 και το υποχρεωτικό Γυμνάσιο την ηλικία 13-15.Στην Ελλάδα το ποσοστό πρόωρης εγκατάληψης του σχολικού συστήματος είναι 3 μονάδες χαμηλότερα του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ.
-Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχει άνιση συμμετοχή μαθητών μεταξύ της επιλογής του Γενικού και Τεχνολογικού –Επαγγελματικού Λυκείου. Η συμμετοχή στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στη Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό χαμηλότερη - κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες - από το μέσο όρο της ΕΕ.
-Η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλό ποσοστό απασχόληση για τους πρόσφατα αποφοιτήσαντες από την Επαγγελματική Εκπαίδευση, σχεδόν το μισό του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ, ενώ εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό νέων ηλικίας 15-19 ετών που βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης ,απασχόλησης ή κατάρτισης.
-Οι μαθητές στην Ελλάδα παρουσίαζαν χαμηλότερη επίδοση από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στο πλαίσιο του Διαγωνισμού PISA, στις τρεις βασικές δεξιότητες που εξετάζονται –Μαθηματικά- στην Ανάγνωση (δηλ. κατανόηση κειμένων) και στις Επιστήμες.
-Παράλληλα με την οικονομική κρίση ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται συνεχώς στην Ελλάδα με αποτέλεσμα οι γεννήσεις και οι εγγραφές στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση από 118.000 περίπου το 2008 να είναι στις 85.000 περίπου το 2018.Επίσης η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε χώρα αποδημίας νέων επιστημόνων ,ενώ στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης αποτελεί κυρίως χώρα διέλευσης προσφύγων.
Η μείωση αυτή του μαθητικού πληθυσμού, εκτός των γενικότερων προβλημάτων, δημιουργεί την ανάγκη επανασχεδιασμού των λειτουργιών των δομών στου εκπαιδευτικού συστήματος και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού.
-Περίπου οι μισοί εκπαιδευτικοί στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι άνω των 50 ετών ,ενώ λιγότερο από το 1% είναι κάτω των 30 ετών. Υπάρχει μεγάλος αριθμός προσλήψεων προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην προσχολική εκπαίδευση ,στην πρωτοβάθμια και σε τομείς της ειδικής αγωγής.
-Οι μισθοί των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι ,σε πραγματικούς όρους, από τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.
-Το ποσοστό ολοκλήρωσης της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υψηλότερο και υπερβαίνει το μέσο όρο(38.7) της ΕΕ.
-Η ελαστικοποίηση των σπουδών έχει αυξήσει το χρόνο ολοκλήρωσης των σπουδών εντός της κανονικής προβλεπόμενης περιόδου σπουδών.
-Οι γυναίκες εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, από του άντρες.
-Προβλήματα υπάρχουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη διοίκηση και στην εκλογή των οργάνων (πρυτάνεων-κοσμητόρων), στη διασύνδεση με την αγορά εργασίας ,με τον κατακερματισμό της έρευνα, στην εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης.
-Η αριθμός των Πανεπιστημιακών τμημάτων και η διασπορά τους αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα στην αποτελεσματική λειτουργία της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Όλες οι προαναφερόμενες μελέτες και εκθέσεις δεν μπορεί να αγνοηθούν, όπως δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια δημοκρατική και ανοικτή κοινωνία ,οικονομία και την ενδιαφέρουν οι εξελίξεις τόσο των γειτονικών ,όσο και των υπολοίπων χωρών. Όλες οι χώρες επιθυμούν να βελτιώσουν την θέση τους στον παγκόσμιο οικονομικό και παραγωγικό καταμερισμό, δίνοντας προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις που προωθούν την «κοινωνία της γνώσης». Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα αναζητούν τρόπους βελτίωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και προσαρμογής στις νέες κοινωνικές και οικονομικές απαιτήσεις.
Για να μπορέσει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να ανταποκριθεί στις διεθνείς προκλήσεις και απαιτήσεις, αλλά και στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να μετασχηματισθεί, αναιρώντας τις δυσλειτουργίες του.
Είναι εμφανές πως καμία εκπαιδευτική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει εάν δεν παρεμβαίνει σε όλες τις πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος , δηλαδή την οργάνωση και τη δομή του, το περιεχόμενο και τη διδακτική μεθοδολογία του, την ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού του. Απαιτείται μια ολιστική μεταρρυθμιστική αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού μας προβλήματος.
Τα νέα οικονομικά , κοινωνικά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και οι απαιτήσεις τους.
Ο τρόπος οργάνωσης και το περιεχόμενο ενός εκπαιδευτικού συστήματος προσδιορίζεται από μία συγκεκριμένη παιδαγωγική –εκπαιδευτική φιλοσοφία και από ένα συγκεκριμένο αξιακό πλαίσιο που είναι κυρίαρχο σε κάθε κοινωνία.
Η δομή και η διοίκηση ,το εκπαιδευτικό προσωπικό και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αποτελούν μια λειτουργική ενότητα, που προσδιορίζουν και τα πολιτικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας.
Οι εξελίξεις στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον επηρεάζουν τις εκπαιδευτικές πολιτικές. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, τα τελευταία τριάντα χρόνια, προχώρησε σε αρκετές σημαντικές αλλαγές και εκσυγχρονισμούς, κατά κύριο λόγο στηριζόμενες στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις συντηρώντας όμως παράλληλα τις παθογένειες του. Δυστυχώς οι αναγκαίοι εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί στο περιεχόμενο και στη διοίκηση που αποπειράθηκαν να εισαχθούν, συνάντησαν αρνήσεις και εμπόδια, δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν, ανατράπηκαν ή ενσωματώθηκαν στην κυρίαρχη βραδυπορούσα λειτουργία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι εξελίξεις στη σύγχρονη παιδαγωγική και διδακτική επιστήμη, οι νέες τεχνολογίες και οι αλλαγές στις κοινωνικές και αξιακές συμπεριφορές επαναπροσδιόρισαν το πλαίσιο των εκπαιδευτικών πολιτικών.
Το σχολείο οφείλει να αναπτύσσει στο σημερινό μαθητή και αυριανό πολίτη την κριτική σκέψη και ικανότητα και να τον εθίζει να επεξεργάζεται της πληροφορίες με τρόπο που να οδηγείται με επίγνωση στη γνώση.
Η οικοδόμηση των γνώσεων ,η ανάπτυξη δεξιοτήτων ,η διαμόρφωση θετικών αξιών αποτελούν το παιδαγωγικό πλαίσιο που έχει υιοθετήσει και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι εκπαιδευτικές στοχοθεσίες, τα Αναλυτικά Προγράμματα, η ποσότητα της ύλης και ο διαθέσιμος διδακτικός χρόνος, τα Ωρολόγια Προγράμματα, το εποπτικό υλικό, οι υποδομές καθώς και οι διαδικασίες αποτίμησης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος και η αξιολόγηση του.
Στις αλλαγές, στις μεταρρυθμίσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων πρωτεύοντα ρόλο έχει ο ανθρώπινος παράγοντας, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί.
Στη σημερινή εποχή που η γνώση παράγεται, εξελίσσεται, διαχέεται και απαξιώνεται με ταχύτητα, η επιμόρφωση καθίσταται αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής και προσωπικής διαδρομής του σύγχρονου ανθρώπου και ιδιαίτερα του εκπαιδευτικού. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν να εφαρμοστούν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τα τελευταία είκοσι χρόνια, όπως «Παιδεία Ανοιχτών Οριζόντων» (ν.2525/1997) και «Νέο Σχολείο» (ν.3848/2010, ν.3879/2010, ν.4009/2011) προέβλεπαν παρεμβάσεις και αλλαγές στη δομή, στο περιεχόμενο, στη μεθοδολογία διδασκαλίας, αλλά και στο ρόλο των εκπαιδευτικών.
Προβλήματα και προβληματισμοί για τη διοίκηση και τα στελέχη εκπαίδευσης
Η προσέγγιση που αφορά και τη διοίκηση της εκπαίδευσης, την επαγγελματική ανάπτυξη και τις αρμοδιότητες των στελεχών της εκπαίδευσης θα πρέπει στηρίζεται στην εξέλιξη των επιστημονικών προσεγγίσεων του σχολείου ως οργάνωσης, στα πλαίσια των θεωριών της διοικητικής επιστήμης , αλλά και στη συλλογή δεδομένων.
Στη λογική της διαρκούς ποιοτικής βελτίωσης της εκπαίδευσης τα σχολεία θεωρούνται ως «οργανισμοί μάθησης» με λιγότερο ιεραρχικές δομές και προκαθορισμένους ρόλους.
Στην Ελλάδα βασικές λειτουργίες της διοίκησης της εκπαίδευσης, όπως ο προγραμματισμός, ο συντονισμός, η διεύθυνση, ο έλεγχος, ο απολογισμός, η αξιολόγηση, η στελέχωση ,η οργανικότητα των μονάδων, οι μεταθέσεις, αποσπάσεις , ο αριθμός ειδικοτήτων αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης και τριβών μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και στη λογική του εκδημοκρατισμού της χώρας νομοθετήθηκαν πλαίσια ( ν.309/76, ν.1304/1982, ν.1566/1985 ), που «χαλάρωναν» τη δομή της διοίκηση και τις αρμοδιότητες των στελεχών της εκπαίδευσης, αλλά που συντηρούσαν τον κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο της διοίκησης. Η κατάργηση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της επικρατούσας λογικής. Η διαχείριση της διοίκησης εξακολούθησε να είναι συγκεντρωτική και γραφειοκρατική, δεν καθετοποιήθηκε και δεν αποκεντρώθηκε, παρά τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν.
Το σημερινό πλήθος των διατάξεων και των εγκυκλίων που αφορούν τη διοίκηση των σχολικών μονάδων φανερώνει ότι τα περιθώρια ουσιαστικής άσκησης διοίκησης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι περιορισμένα. Οι διευθυντές των σχολείων έχουν περισσότερες εκτελεστικές αρμοδιότητες και ελάχιστες διοικητικές οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στο επίπεδο της καθημερινής λειτουργίας. Δεν έχουν δε καθόλου αρμοδιότητες παιδαγωγικής καθοδήγησης και εποπτείας
Στα ανεπτυγμένα εκπαιδευτικά συστήματα τα στελέχη ενθαρρύνονται να συνεχίσουν την επιμόρφωση και την επαγγελματική τους ανάπτυξη και κατά τη διάρκεια της θητείας τους ,ώστε να είναι πάντα σε θέση να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των θέσεων τους.
Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οι πολιτικές σκοπιμότητες του ελέγχου της διοίκησης οδήγησαν στη θεσμοθέτηση πλαισίου για την επιλογή των στελεχών με την υποβάθμιση των επιστημονικών και αξιοκρατικών κριτηρίων. Συχνά δε η υποβάθμιση αυτή θεωρητικοποιήθηκε στη λογική του ελέγχου «από τα κάτω» ή στη μη «καταπίεση» των εκπαιδευτικών.
Η λαθεμένη ,άστοχη ή άτολμη διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού δημιουργεί διοικητική αναποτελεσματικότητα, αλλά και σπατάλη κοινωνικών πόρων.
Τα κριτήρια επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης στη χώρα μας, δεν ήταν σταθερά και είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει εφαρμοσθεί, ποτέ το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο για δεύτερη φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων (ν. 4327/2015) στο εκπαιδευτικό σύστημα για την επιλογή των στελεχών, με την κατάργηση διατάξεων του ν.3848/2010, επανάφεραν κατεστημένες αντιλήψεις του παρελθόντος, επιβραβεύοντας όλες τις συντεχνιακές, ουσιαστικά αδιέξοδες πολιτικές.
Οι παρεμβάσεις αυτές ήταν αποσπασματικές, που στη λογική του ελέγχου της διοίκησης της εκπαίδευσης, οδήγησε σε «λαϊκίστικα» νομοθετήματα για τις επιλογές των στελεχών εκπαίδευσης, που εκτός από την καταστρατήγηση των βασικών αρχών της διοικητικής επιστήμης, δημιούργησε εντάσεις και διχασμούς στη εκπαιδευτική κοινότητα καθώς και αμφισβήτηση της νομιμότητας των ρυθμίσεων.
Η απόφαση (711/2016) της Ολομέλειας του ΣτΕ περί αντισυνταγματικότητας των τελευταίων νόμων για την επιλογή των Διευθυντών των σχολικών μονάδων επιβεβαιώνει τα αποσπασματικά, διαβλητά και «εκπτωτικά» κριτήρια του πλαισίου αναφοράς. Η απόφαση αυτή του ΣτΕ οδήγησε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε επανα-νομοθέτηση της διαδικασίας επιλογής των Διευθυντών σχολικών μονάδων (ν.4473/2017).
Ο τελευταίος νόμος 4547/18 (Υπουργός κ. Γαβρόγλου ),που αφορούσε τις δομές διοίκησης και τις επιλογές των στελεχών και είναι σε ισχύ, ουσιαστικά συντηρεί τη ιεραρχική διοίκηση, εισάγει αναποτελεσματικά ,συγκεντρωτικά σε κάθε Περιφέρεια όργανα (ΠΕΚΕΣ), δημιουργεί δομές, που δεν μπορούν να υποστηρίξουν τη σχολική μονάδα και αφαιρεί κάθε κίνητρο επαγγελματικής ανάπτυξης και βελτίωσης των εκπαιδευτικών της τάξης με τη νομοθετημένη μη αξιολόγηση τους. Φυσικά και στόχευε στον εξοβελισμό των παλαιών στελεχών με την «εισαγωγή» διάφορων φραγμών και στοχευμένων μοριοδοτήσεων στη ιδεοληπτική λογική ότι «αυτοί αποτελούσαν προϊόντα του παλαιού συστήματος και είχαν αποδεχθεί την αξιολόγηση τους».
Η ποιότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορεί να ξεπεράσει την ποιότητα των εκπαιδευτικών του υποστήριζε ο MacBeath.
Καμία μορφή οργάνωσης και κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να έχει ποιότητα και αποτελεσματικότητα εάν δεν προγραμματίζει ,δεν ελέγχει ,δεν αξιολογεί και εάν δεν επανατροφοδοτείται από τα δεδομένα που συγκεντρώνει.
Η αξιολόγηση όλων των συντελεστών της παρεχόμενης εκπαίδευσης, δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας, των υπηρεσιών του Υπουργείου ,των δομών διοίκησης ,των αναλυτικών, ωρολόγιων προγραμμάτων, των διδακτικών μεθοδολογιών ,των βιβλίων, των υποδομών, της επάρκειας της χρηματοδότησης και φυσικά των εκπαιδευτικών ,αποτελούν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την αναβάθμιση της προσφερόμενης δημόσιας εκπαίδευσης.
Προϋποθέσεις για μια λειτουργική και αποτελεσματική μεταρρύθμιση στη διοίκηση της εκπαίδευσης
Για να επιτύχουν οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να υπάρχουν προϋποθέσεις ,παραδοχές και συμφωνίες, στις οποίες θα πρέπει να έχει συμμετοχή ο εκπαιδευτικός και πολιτικός κόσμος, κατόπιν ουσιαστικού και τεκμηριωμένου διαλόγου. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η επανίδρυση και επαναλειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας για την κατοχύρωση του θεσμικού διαλόγου μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των εκπαιδευτικών ,επιστημονικών φορέων.
1. Είναι αναγκαίος ο μακροχρόνιος εθνικός στρατηγικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός στο σύνολο του. Δηλαδή στις Δομές Διοίκησης, στο Εκπαιδευτικό Προσωπικό, στο περιεχόμενο σπουδών και τη διδακτική μεθοδολογία.
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν χρόνο, ενδιάμεσες αξιολογήσεις, επανατροφοδοτήσεις, διορθωτικές παρεμβάσεις και φυσικά τελική αποτίμηση του αποτελέσματος.
Στο χώρο της εκπαίδευσης και της παιδείας δεν υπάρχουν γρήγορες , «fast track» πολιτικές και δεν υπάρχουν εύκολες πολιτικές, οι οποίες να μπορούν να αποφασισθούν σήμερα ,να εφαρμοσθούν σήμερα και να δούμε τα αποτελέσματα αύριο. Ο «πολιτικός χρόνος» της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας δεν ταυτίζεται με τον απαραίτητο «εκπαιδευτικό-παιδαγωγικό χρόνο» που χρειάζεται για την υλοποίηση των αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα. (Γ.Κουμέντος, 2014)
2.Απαιτούνται πολιτικές βαθιών τομών και γενναίων αλλαγών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και σε όλα τα επίπεδα, οργανωτικό - διοικητικό, εκπαιδευτικού περιεχομένου και εποπτικού υλικού, στήριξης και επιμόρφωσης του ανθρώπινου δυναμικού.
Είναι αναπόφευκτες οι συγκρούσεις με τις πρακτικές και τις συμπεριφορές που έχουν παγιοποιηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και που έχουν οδηγήσει την παιδαγωγική ισοπέδωση και στην άρνηση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Προτεραιότητα για την επιτυχία των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων και μεταρρυθμίσεων είναι η μάχη των ιδεών για την ηγεμονία των μεταρρυθμιστικών, προοδευτικών απόψεων και θέσεων. Μια σύγχρονη ,ισχυρή δημόσια εκπαίδευση είναι προϋπόθεση για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας και την θωράκιση της στο διεθνές και ευρωπαϊκό ανταγωνιστικό περιβάλλον.
3.Είναι απαραίτητη η αποδοχή του διεθνούς πλαισίου, των καλών πρακτικών και των σύγχρονων προδιαγραφών για την εκπαίδευση. Οι διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις στην οικονομία ,στην κοινωνία, στα εκπαιδευτικά συστήματα υποχρεώνουν όλες τις χώρες να λάβουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα και να προσαρμοστούν με αυτά. Η αποκέντρωση στη διοίκηση, η υιοθέτηση των σύγχρονων παιδαγωγικών και διδακτικών μεθοδολογιών ,τα αρθρωτά προγράμματα με μεγάλους βαθμούς ελευθερίας επιλογών από τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς, η δημιουργία υποστηρικτικών θεσμών και προγραμμάτων για την μεγαλύτερη πρόσβαση όλων των μαθητών, η χρήση των νέων τεχνολογιών, η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η αξιολόγηση των συντελεστών εκπαίδευσης ,αποτελούν λειτουργικά πλαίσια στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Οι διαφοροποιημένοι τύποι σχολικών μονάδων και οι διαφοροποιημένες προσφερόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές αποτελούν βασικές αρχές της ποιοτικής παρεχόμενης εκπαίδευσης .
4.Χρειάζεται η αποδοχή της μεθοδολογίας του επιστημονικού πλαισίου των μεταρρυθμίσεων (μελέτη, τεκμηρίωση ,δοκιμή, αξιολόγηση, εφαρμογή ) .
Κάθε αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει βαθμιαία αποτελέσματα που επηρεάζουν καταλυτικά το μέλλον της νέας γενιάς. Κάθε απόφαση για μεταρρύθμιση απαιτεί μελέτη, τεκμηρίωση, δοκιμή και αξιολόγηση.
Οι πολιτικές στην προσχολική εκπαίδευση και αγωγή, στο Δημοτικό σχολείο, στο Γυμνάσιο, στο Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο, στο τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και μακροχρόνιο σχεδιασμό. Η τεκμηρίωση των ενδεχόμενων αλλαγών και η δοκιμή των τροποποιήσεων είναι προϋπόθεση για την επιτυχία των εκπαιδευτικών πολιτικών.
Αποφάσεις που δεν στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, θεωρούνται γνώμες, αλλά με αυτές δεν μπορεί να γίνει εκπαιδευτικός σχεδιασμός. Και φυσικά απαιτείται χρόνος για την εφαρμογή ,την αξιολόγηση και την ενδεχόμενη βελτίωση των παρεμβάσεων.
5.Απαιτείται σταθερό πολιτικό ,διοικητικό και παιδαγωγικό πλαίσιο αναφοράς.
Η συνεπής εφαρμογή του στρατηγικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού προϋποθέτει ισχυρή πολιτική βούληση. Η αποδυνάμωση των κεντρικών δομών του Υπουργείου Παιδείας, η ενίσχυση των Περιφερειακών δομών και Διευθύνσεων με αποκέντρωση, καθετοποίηση, αντιστοίχιση, θα διαμορφώσει νέα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα στη διοίκηση, το χρόνο λήψης των αποφάσεων αλλά και για τη δημιουργία συνείδηση ευθύνης. Η δομή Σχολική Μονάδα, Διεύθυνση σε επίπεδο Νομού, Περιφέρεια ΠΕ και ΔΕ, δεν αποτελούν εμπόδιο για μια σύγχρονη ,γρήγορη ,αποτελεσματική διοίκηση. Πρόβλημα είναι ο βαθμός εξάρτησης από το Υπουργείο Παιδείας και το εύρος των αρμοδιοτήτων που έχουν ή δεν έχουν. Παράδειγμα για ποιο λόγο η μετάθεση εκπαιδευτικών από την Κομοτηνή στην Ξάνθη ή από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο θα πρέπει να αποφασίζεται στην Αθήνα και όχι στις αντίστοιχες Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ή οι αντίστοιχες πιστώσεις για προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών να μην τις διαχειρίζονται οι Περιφέρειες και οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης;
Καρδιά του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η σχολική μονάδα, η οποία θα πρέπει να επανασχεδιασθεί και να υποστηριχθεί σε μια νέα λογική διοίκησης, παιδαγωγικής λειτουργίας και κοινωνικής ανάπτυξης. Ο μετασχηματισμός της σχολικής μονάδας σε κοινότητα μάθησης υποστηρίζει και βοηθά την εφαρμογή των παιδαγωγικών και διδακτικών καινοτομιών και μεγάλους βαθμούς παιδαγωγικής και διδακτικής ελευθερία με την εφαρμογή του πλαισίου των αρθρωτών ωρολόγιων και αναλυτικών προγραμμάτων. Η σχολική μονάδα έχει ανάγκη από πολύπλευρη υποστήριξη ,τόσο για την επίλυση συγκρούσεων και κρίσεων ,όσο και για τη βελτίωση της προσφερόμενης εκπαίδευσης. Ο θεσμός του μέντορα ,που θεσμοθετήθηκε με το ν.3848/10, αλλά δεν εφαρμόσθηκε, η ισχυροποίηση και με παιδαγωγικές αρμοδιότητες του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας ,η επαναφορά του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου, η ενίσχυση των διαγνωστικών και υποστηρικτικών, συμβουλευτικών θεσμών στην εκπαίδευση, αλλά και στην Αυτοδιοίκηση (Συμβουλευτικοί Σταθμοί Οικογένειας), είναι βασικές θεσμικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας και της υποστήριξης της σχολικής μονάδας.
6.Οριοθέτηση των ρόλων και των ευθυνών της εκπαιδευτικής κοινότητας και των εμπλεκόμενων φορέων.
Το εκπαιδευτικό προσωπικό αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα υλοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρα μας. Πρωταγωνιστής στην υλοποίηση των εκπαιδευτικών πολιτικών είναι ο εκπαιδευτικός, αλλά το κέντρο του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο μαθητής. Το Υπουργείο Παιδείας θα πρέπει να παρέχει στους εκπαιδευτικούς σταθερό και μόνιμο πλαίσιο υποστήριξης, επιμόρφωσης και επαγγελματικής ανάπτυξης. Η ενδοσχολική ή διασχολική επιμόρφωση, οι περιφερειακές μικρής διάρκειας επιμορφώσεις από τα (επανιδρυμένα) ΠΕΚ, οι ετήσιες με εκπαιδευτική άδεια επιμορφώσεις στα ΚΕΔΙΒΙΜ των Παιδαγωγικών και Καθηγητικών Σχολών και Τμημάτων, οι εξ αποστάσεως των Πανεπιστημίων, η διοικητικής επάρκειας για τα στελέχη διοίκησης στο ΕΚΔΔΑ είναι προτάσεις εφικτές και εφαρμόσιμες ,που μπορούν να βοηθήσουν την ποιότητα και την αποφυγή από το «κάψιμο» των εκπαιδευτικών.
Οι συλλογικότητες (συνδικάτα εκπαιδευτικών, οργανώσεις γονέων, Τ.Α.) είναι αποδεκτές και αναγκαίες ,δεν είναι όμως συμβατή με το ρόλο τους η εμπλοκή τους στη επιλεκτική εφαρμογή της νομοθεσίας και στη διοίκηση των εκπαιδευτικών υποθέσεων ή στη λειτουργία των σχολικών μονάδων. Η συνεργασία των φορέων είναι απαραίτητη και αναγκαία, αλλά δεν θα πρέπει να συγχέεται με την συνδιοίκηση. Η σαφής οριοθέτηση των ρόλων των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας θα βοηθήσει στη διαμόρφωση κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας, αλλά και βελτίωσης της προσφερόμενης δημόσιας εκπαίδευσης και Παιδείας.
Συμπερασματικά, ο συγκεντρωτισμός, ο έλεγχος της διοίκησης, η αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού, η έλλειψη αξιολόγησης και αξιοκρατίας εξακολουθούν να εμποδίζουν την ποιοτική αναβάθμιση της προσφερόμενης δημόσιας εκπαίδευσης προς την ελληνική κοινωνία.
Η ανταπόκριση στις προκλήσεις της εποχής απαιτούν και τον αντίστοιχο μετασχηματισμό και του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η αλλαγή στάσεων και κριτηρίων αξιών, η καθιέρωση αξιολογικού συστήματος όλων των συντελεστών της εκπαίδευσης καθώς και η συνεχής επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών, αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για την επιτυχημένη εισαγωγή των εκπαιδευτικών καινοτομιών.
Η λειτουργίας του συστήματος διοίκησης της εκπαίδευσης πρέπει να εξυπηρετεί και να υποστηρίζει τις ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας της διδασκαλίας και της μάθησης. Για να υποστηρίξει αυτή την εκπαιδευτική λειτουργία και να εξασφαλίσει την υψηλή ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου, θα πρέπει να αναβαθμισθεί το σύστημα οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης, ώστε να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του.
Η διαμόρφωση ενός πλαισίου αξιών για την εφαρμογή ενός μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού αποτελεί προϋπόθεση για την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την επιτυχή έκβαση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο θεσμικός διάλογος μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερες συνεννοήσεις και συμφωνίες για μια εθνική εκπαιδευτική στρατηγική, για το καλό των παιδιών και το συμφέρον της χώρας.
Διαβάστε περισσότερα:
Επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης: 37 χρόνια... φαγούρα και αλλαγές νόμων
Στελέχη Εκπαίδευσης: Όταν η συνέντευξη προκαλεί... μηνύσεις και κατηγορίες για «δικά μας παιδιά»
Διοίκηση Ολικής Ποιότητας στην εκπαίδευση; Διευθυντές-μάνατζερ και αξιολόγηση
Τα 6 σημεία-κλειδιά του νέου νόμου για την επιλογή στελεχών εκπαίδευσης
Ιστορική αναδρομή της επιλογής στελεχών εκπαίδευσης: Η απουσία στρατηγικής και συνέχειας
Πώς επιλέγουν τα στελέχη εκπαίδευσης οι άλλες χώρες: Διαγωνισμοί και ανοικτές διαδικασίες
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 6/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη