Thumbnail
Λίγα λόγια για το βιβλίο: "Μετά τον Εμφύλιο"

Μιχάλης Λυμπεράτος

Η σημερινή κρίση και το παρελθόν της

Το βιβλίο «Μετά τον εμφύλιο: πολιτικές διαδικασίες και κοινωνική πόλωση στις απαρχές της μετεμφυλιακής περιόδου», καθιστά απολύτως σαφές, τηρουμένων των αναλογιών, ότι πολλές πλευρές  της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Ελλάδας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έχουν πλήρη αναλογία με τα συμβαίνοντα σήμερα. Σε μια μεταβατική περίοδο τότε, που η Ελλάδα αναμετριόταν με συνθήκες κρίσης που προκάλεσε η Κατοχή και ο εμφύλιος, η λογική της «βοήθειας» από την αλλοδαπή και η προσαρμογή στις συνθήκες παγκόσμιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που επέβαλε το διεθνές κεφάλαιο, δημιουργούσαν φαινόμενα που προσιδιάζουν και εξηγούν  αντίστοιχες οικονομικές πρακτικές του σήμερα. Γιατί, όπως η παρούσα κρίση γεννά όρους παρεμβάσεων που αγγίζουν, αν όχι υπερβαίνουν, τα εσκαμμένα που προσιδιάζουν σε ένα ανεξάρτητο, δημοκρατικό κράτος, έτσι και τότε δεκάδες υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες των αμερικανικών και βρετανικών οικονομικών αποστολών μπαινόβγαιναν στα υπουργεία της χώρας, σχεδιάζοντας την οικονομική τους λειτουργία, καθόριζαν τη σύνταξη του προϋπολογισμού της, επέβαλλαν περικοπές στις δημόσιες επενδύσεις,  απαιτούσαν ακραία λιτότητα, καθόριζαν το ύψος και τα επίπεδα της κρατικής απασχόλησης, απαιτούσαν να ορίζουν ακόμα και τις τιμές της εργασίας και των προϊόντων.

Όπως και τότε, με δέλεαρ την υπέρβαση της κρίσης και την επαρκή ενσωμάτωση στους διεθνείς οικονομικούς μηχανισμούς, αντίστοιχα μνημόνια προκαλούσαν τελικά επέκταση της κρίσης, γενικές ανισορροπίες στην οργάνωση της παραγωγής, φτώχεια και συρρίκνωση των εισοδημάτων, ανεργία και καθήλωση της παραγωγικότητας της εργασίας, μαζική αποβιομηχάνιση. Κοινός παρανομαστής με το σήμερα ήταν η πλήρης αποδοχή από την κρατούσα πολιτική τάξη της χώρας της λογικής της παράδοσης σε σχεδιασμούς που παρέγραφαν τις ιδιαιτερότητές της ως κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και τις απαιτήσεις του λαού της, ακυρώνοντας κάθε εγχώρια πρόθεση σχεδιασμού και οργάνωσης της οικονομικής ζωής, παρέχοντας άναρχη ευχέρεια στις ξένες επενδύσεις και ιδιοποίηση των φυσικών της πόρων και των κεφαλαιουχικών της αγαθών, περιστολή του κόστους εργασίας, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, θεσμική φορο-αποφυγή του μεγάλου και του ξένου κεφαλαίου και απουσία ελέγχων στα κέρδη του.

Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι η συνέχεια που εμφανίζουν αυτές οι λογικές, και σε τμήμα της Αριστεράς, τέτοιες που τις καθιστούν δύσκολα αντιμετωπίσιμες, δικαιολογώντας την πεποίθηση ότι, στην ουσία, η χώρα αντιμετωπίζει σήμερα έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό αιτίων που γεννούν και αναπαράγουν την κρίση, με πολύ βαθιές ρίζες, αφού είναι προφανές ότι η σύγχρονη οικονομική συμπεριφορά τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου καθορίστηκε από το παρελθόν που την γέννησε.

Ένα, ίσως από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα είναι η τεράστια αντίσταση του κεφαλαίου αυτού στην φορολόγησή του, που παραπέμπει σε μια μακραίωνη πορεία θεσμικής φορο-αποφυγής, συνταγματικά κατοχυρωμένης. Ειδικά η απουσία φορολόγησης του εφοπλιστικού κεφαλαίου που αξιοποιεί τις υποδομές της χώρας χωρίς να αυξάνει καν την εγχώρια απασχόληση, ήταν ένα «κεκτημένο» που γεννήθηκε στις συνθήκες εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, κατοχυρώθηκε συνταγματικά στα 1951, και όχι μόνο ανανεώθηκε ακόμα και στο Σύνταγμα του 1974 αλλά αποτέλεσε και διεθνές πρότυπο για τον παγκόσμιο εφοπλιστικό κόσμο. Γιατί η φορολόγηση των ποντοπόρων πλοίων με βάση το τονάζ καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να καταστήσει αυτή τη φορολόγηση εντελώς εικονική, μια πρακτική που η Ελλάδα διέδωσε σε όλο τον κόσμο και την υιοθέτησε, τελικά, στα 1997 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Έτσι, και με τη στρατηγική των σημαιών ευκαιρίας το εφοπλιστικό κεφάλαιο της χώρας απολάμβανε και απολαμβάνει πλήρη φορολογική ασυλία.  Και να σκεφτεί κανείς ότι ο ελληνόκτητος στόλος σχηματίστηκε απορροφώντας τη «βοήθεια» που επιδίκασε στη μεταπολεμική Ελλάδα ο διεθνής παράγοντας για να βοηθήσει, υποτίθεται, τον ελληνικό λαό να ορθοποδήσει.

Στην πραγματικότητα, τα δημόσια οικονομικά δεν θα μπορούσαν να ισοσκελιστούν σε μια χώρα που τότε η μετεμφυλιακή ανωμαλία το επέτρεπε, αλλά και τώρα, που οι απαιτήσεις των δανειστών το επιβάλλουν, ενώ η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου εισοδήματος είναι από τις χαμηλότερες σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις έφτασε στο 18,6% του ΑΕΠ στα 2006 για να διεκδικηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις να κινηθεί στο 15%,  όταν σε χώρες. όπως η Ιταλία ή η Γαλλία, κινείται κατά μέσο όρο στο 27-30%. Είναι δηλαδή κατά το 1/3 μικρότερη στην Ελλάδα από ό,τι στις 25 χώρες της ΕΕ (πηγή ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2009). Έτσι, ενώ την περίοδο λίγο πριν την εκδήλωση της κρίσης (2004-2008)  τα κέρδη αυξήθηκαν υπέρμετρα, οι επιχειρήσεις μείωσαν τη συμμετοχή τους στον φόρο εισοδήματος της χώρας κατά 18%.

Η ίδια παράδοση φορο-αποφυγής- που διαχύθηκε και σε μεσοστρώματα που χρησιμοποιήθηκαν μετεμφυλιακά για να υποστηρίξουν το μεταπολεμικό καθεστώς-, επιβλήθηκε και στο σημερινό εγχώριο κεφάλαιο, που συνδυάστηκε με φορολο-απαλλαγές στο ξένο. Το αποτέλεσμα ήταν τα δημόσια οικονομικά να καρκινοβατούν και σε συνθήκες κρίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να προκληθεί μια τεράστια αύξηση του δημοσίου δανεισμού για να καλυφθεί η ανισορροπία  και να αποφευχθεί η φορολόγηση του ελληνικού κεφαλαίου.  Στην ουσία με τα χρήματα αυτά το κράτος ανέλαβε να καλύψει τις ανάγκες του κεφαλαίου αυτού, αλλά και των τραπεζών, προσπαθώντας να διατηρήσει σε ανεκτά επίπεδα τις δημόσιες επενδύσεις σε μια χώρα που δεν διαθέτει μια αστική τάξη, ως επί το πλείστον, με επενδυτική νοοτροπία.. Ήταν, και είναι, επομένως αδύνατο να ισορροπήσει τη σφαίρα ενός μονίμως ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου (έστω και η παρούσα κρίση το διόρθωσε κάπως συρρικνώνοντας στο ελάχιστο της εισαγωγές), αλλά και κρατικού προϋπολογισμού, που τις δύο τελευταίες δεκαετίες-συνεπεία και της ύπαρξης του σκληρού ευρώ- απείχε πλήρως από μακροπρόθεσμες κρατικές επενδύσεις. Αυτό υποχρέωσε τα ασφαλιστικά ταμεία να διαθέσουν τα αποθεματικά τους στην αγορά ομολόγων, το κράτος πρόνοιας να συρρικνωθεί με συνέπεια τις επιπτώσεις στην κρατική απασχόληση, και τα επισφαλή δάνεια, που και αυτά κουρεύτηκαν, να απορροφήσουν τους προϋπολογισμούς των ταμείων, όπως ακριβώς το κράτος επέβαλε ακόμα και στα συνδικάτα την εποχή του εμφυλίου να φορολογηθούν για να αντιμετωπιστεί στρατιωτικά ο κομμουνισμός.

Το όλο πρόβλημα και τότε και σήμερα ήταν ότι μια ανάπτυξη που θα στηριζόταν στη βοήθεια και τα δανεικά ήταν περιορισμένης προοπτικής και αργά ή γρήγορα θα επισώρευε μια διαλυτική κρίση. Ιδίως, όταν θα έκλειναν οι κρουνοί των χρηματοδοτήσεων, όπως έγινε τη δεκαετία του 50, όταν το σχέδιο Μάρσαλ προσανατολίστηκε αποκλειστικά στην πολεμική βιομηχανία της χώρας ή η προεδρεία Eisenhower επέβαλε περιστολή στις αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη. Το ίδιο συνέβη και σήμερα, όταν μετά την κρίση στην Αμερική την περίοδο 2008-2009 και τις επακόλουθες συνέπειες στην ευρωπαϊκή αγορά, αναθεωρήθηκε και η πολιτική πιστώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά η επίπτωση του φαινομένου αυτού στη γερμανική οικονομία με την εσωτερική υποτίμηση που πραγματοποίησε, τη μείωση των αμοιβών και τη στροφή στην αποταμίευση, άφησε εκτεθειμένη και την ελληνική οικονομία. Έτσι, τα εγγενή προβλήματα στο ευρωπαϊκό στερέωμα, όπως, οι μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, συνδυάστηκαν με τις ανεπαρκείς βάσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την απουσία σχεδίου παραγωγικής ανάπτυξης, που είχαν από τη δεκαετία του 1950 μάθει να λειτουργούν χωρίς έλεγχο, γεγονός που υποχρέωσε σε τεράστιες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που έγινε με νέο υπέρογκο δανεισμό.

Την ίδια στιγμή η χώρα χρεώθηκε αυτό που γινόταν κατά σύστημα στη δεκαετία του 1950: τη μεταφορά πλούτου από τα λαϊκά στρώματα στο ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο, που αφορούσε μια αύξηση κερδών της τάξης  ενός επιπέδου των 28 φορών μεταξύ του 1990 και του 2000 χωρίς καμία σχεδιασμένη κοινωνική αναδιανομή. Ήταν χρήματα που δεν κατευθύνθηκαν σε επενδύσεις υποδομών αλλά, όπως στα 1950, σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και αποθησαυρισμό, που ευνόησε τις ελβετικές τράπεζες. Την κατάσταση επιδείνωσε το γνωστό διαρκές πρόβλημα ανισορροπίας που εμφανίζουν οικονομίες  που στηρίζονται στη «βοήθεια», η οποία επιλέγει έναν συγκεκριμένο τύπο εγχώριας ανάπτυξης, αναπαράγοντας τα γενικότερα προβλήματα  ανταγωνιστικότητας, με εξαίρεση ορισμένους, λίγους, διεθνοποιημένους τομείς, όπως τις κατασκευές, την τσιμεντοβιομηχανία, τη χαλυβουργία, τα χημικά. Και  την ίδια στιγμή χωρίς μια αστική τάξη που να διαθέτει μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας που θα την ωθούσε, τουλάχιστον,  να προβεί σε επενδύσεις έρευνας και τεχνολογικών καινοτομιών, το βάρος των οποίων ανέλαβε σε αποκλειστικό βαθμό το κράτος, παράγοντας νέα δυσθεώρητα κόστη στον κρατικό προϋπολογισμό.  

Δυστυχώς σε αυτή τη συμπεριφορά και οικονομική νοοτροπία εντρύφησε η ελληνική αστική τάξη από τη μεταπολεμική περίοδο. Επενδύσεις εκεί όπου εξασφάλιζαν γρήγορα και άμεσα κέρδη, με ελάχιστο ποσοστό επισφάλειας, μόνο όπου προσφέρονταν μεγάλα περιθώρια κέρδους και εξασφαλίζονταν πιστώσεις, χωρίς καν την απαίτηση αποπληρωμής. Την ίδια  στιγμή η Ελλάδα, όπως και τότε, δέχτηκε μια αύξηση των εξαγωγών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου προς αυτήν, λόγω των διευκολύνσεων που του παρείχε το σύστημα της ευρωπαϊκής αγοράς, γεγονός που  επιδείνωσε, εκτός των άλλων, ακόμα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων, και με τη μείωση των καλλιεργειών λόγω Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στέρησε επιπλέον έσοδα στη χώρα.

Μαζί με όλα αυτά υπήρχε και η λογική του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να αυξήσει υπερβολικά τις χρηματοδοτήσεις προς την ελληνική οικονομία σε επίπεδο ομολόγων και έντοκων γραμματίων, γεγονός που γέννησε ένα επίπεδο δανειακών υποχρεώσεων της τάξης 65% μεταξύ 2000 και 2008, και ήταν η απαρχή της αύξησης του χρέους σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα. Έτσι, απορροφήθηκε στην Ελλάδα μεγάλο τμήμα της αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας που στήριζε τότε την πολιτική της αντιμετώπισης της κρίσης στην αύξηση των εξαγωγών της, και επαναλήφθηκε ακριβώς αυτό που εμφανίστηκε στα 1950, αλλά και στα 1960, ότι η λογική της αξιοποίησης του εισαγόμενου κεφαλαίου, χωρίς να τεθούν όροι στις λειτουργίες και στις οικονομικές του επιδιώξεις,  επέφερε μια μεσοπρόθεσμη οικονομική καταστροφή. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στα 1959-60, όπου η χώρα, προσπαθώντας να εξασφαλίσει όρους σύνδεσης με την τότε ΕΟΚ, επιχείρησε να καλύψει τις απαιτήσεις πρόσδεσης προσφεύγοντας σε μια άναρχη διευκόλυνση της εισαγωγής γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (που διευκόλυναν το γερμανικό κράτος να μην αποδώσει τις επανορθώσεις). Η χώρα κλήθηκε να εξασφαλίσει δάνεια, κυρίως από τη Γερμανία, επιπέδου 250.000.000 δολαρίων, και μόνο για τη χρηματοδότηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων πάνω από 7 δισεκατομμύρια δραχμές σε δάνεια. Δεδομένου ότι υπήρχε ήδη πρόβλημα με τη χρηματοδότηση του υπάρχοντος δημοσίου χρέους, το ελληνικό κράτος υπερχρεώθηκε σε μη ελέγξιμα επίπεδα, το δημόσιο έλλειμμα διογκώθηκε και σε συνδυασμό με την τότε κρίση εξαγωγών (όπως και σήμερα) δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Το γεγονός προκάλεσε μια γενική επιβράδυνση στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας στα χρόνια εκείνα και παράταση της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία επιβίωσε μόνο επειδή ο διεθνής οικονομικός κύκλος ήταν αυξητικός. Η γενικότερη συνέπεια των τεκταινομένων σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι Αμερικανοί απροσδόκητα μείωσαν τις πιστώσεις από το Πρόγραμμα Εξωτερικής Βοήθειας των ΗΠΑ, ήταν να ευνοηθεί το γερμανικό κεφάλαιο που επενδύθηκε στη χώρα με επιπλέον κέρδη, όμως τον Νοέμβριο του 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε να ειδοποιήσει τους Αμερικανούς, ότι χωρίς ενισχύσεις η κυβέρνησή του θα κατέρρεε, πράγμα που ώθησε και τους Γερμανούς, ως μορφή παροχής «βοήθειας», να αποδεχθούν το συνεχώς ογκούμενο ρεύμα οικονομικής μετανάστευσης από την Ελλάδα.

Με την ίδια μορφή που κεφαλαιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας στα 1950 ήταν το υπέρογκο βάρος των εξοπλισμών που διέλυε κάθε πιθανότητα εξισορρόπησης του κρατικού προϋπολογισμού, έτσι και την περίοδο της τελευταίας κρίσης επισώρευσε          νέα προβλήματα η επιμονή σε υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και μάλιστα, όπως και τότε, αποτέλεσαν ένα υπομόχλιο εκτεταμένης διαφθοράς. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι, όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Ελλάδα υστερεί έναντι της Ε.Ε σε επενδύσεις τόσο στην υγεία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό, όσο και στην κοινωνική προστασία, το κράτος πρόνοιας αλλά και την αντιμετώπιση των ανισοτήτων, σε τομείς δηλαδή που αν γίνονταν επαρκείς επενδύσεις θα βελτίωναν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και επομένως και την εσωτερική αγορά. Αντίθετα, η ιστορία απέδειξε ότι η επιμονή στις πολιτικές λιτότητας-κυρίαρχο στοιχείο στη στρατηγική της μεταπολεμικής αστικής τάξης, αποτέλεσε ουσιαστικό πρόσκομμα, και όχι μηχανισμό ανάπτυξης, της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό που, επίσης, έδειξε η πρόσφατη ιστορία της χώρας είναι ότι με ένα διαλυμένο κράτος πρόνοιας, χωρίς κοινωνική μέριμνα, με φαινόμενα υποσιτισμού, χωρίς εργασιακή προστασία, χωρίς επιδοματικές πολιτικές, δεν τίθεται καν θέμα αντιμετώπισης της κρίσης και υποκίνησης μιας διαδικασίας οικονομικής ανάπτυξης. Στην Ελλάδα ο Καραμανλής στις δεκαετίες του 1950 και 1960 και προέβη σε άοκνες προσπάθειες για να βελτιώσει την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου-πολλές φορές διαφοροποιήθηκε ακόμα και σε υποδείξεις του διεθνούς κεφαλαίου-, αλλά οι κινήσεις αυτές προσέκρουαν κάθε φορά στη μονομανή επιμονή του να συνθλίβει τις δυνάμεις της εργασίας. Για αυτό ήταν συνεχώς η χώρα υποκείμενη σε κρίσεις. Μόνο όταν μετά τα 1960 προωθήθηκαν πολιτικές αντιμετώπισης της δεινής οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων επιτεύχθηκαν πραγματικοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης.

Τέλος, όπως και σήμερα, οι τότε επικυρίαρχοι δεν ανταποκρίθηκαν σε κανένα από τα αιτήματα που προσπαθούσε να θέσει ο ελληνικός πολιτικός κόσμος. Επενέβαιναν στην εσωτερική πολιτική τάξη της χώρας, επέβαλαν να προκηρύσσονται κατά το δοκούν εκλογές για να ανασυνθέτουν ευνοϊκά για τα συμφέροντα τους την ελληνική πολιτική ζωή, κατασκεύαζαν κομματίδια για να προκαλέσουν εσωτερική κρίση στο πολιτικό σύστημα, χρησιμοποιούσαν τις περικοπές της βοήθειας για να εκβιάσουν, επέβαλαν αιφνιδιαστικά αξιώσεις για να αποπληρωθούν τα δάνεια της χώρας, υποχρέωναν σε καινούργια δάνεια για να βαθύνει το επίπεδο εξάρτησης της χώρας. Και τότε κάποιοι Έλληνες πολιτικοί υπόσχονταν ότι θα περιόριζαν τις ξένες επεμβάσεις στην πολιτική ζωή της χώρας και θα βοηθούσαν να ανακουφιστεί οικονομικά ο ελληνικός λαός, για να προσαρμοστούν, όμως, γρήγορα στις απαιτήσεις των δανειστών. Η δολοφονία Μπελογιάννη ήταν η απόδειξη του πώς η φιλολογία άρσης των συνεπειών του εμφυλίου και πολιτικής εξειρήνευσης της χώρας αντικαταστάθηκε μέσα σε λίγες μέρες από την ανάγκη της να προστατευθεί από τους «κατασκόπους» ξένων σκοτεινών δυνάμεων.                                                                                                                                                                        

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 19/7

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

γοβ
Νέες υπηρεσίες στο gov.gr wallet: Προς επέκταση της συγκατάθεσης και για ενοικίαση IX, εγγραφή παιδιού σε παιδικό σταθμό
Ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Δημήτρης Παπαστεργίου  τόνισε ότι σχεδιάζεται να απλοποιηθούν και περισσότερο πολύπλοκες διαδικασίες, όπως η...
Νέες υπηρεσίες στο gov.gr wallet: Προς επέκταση της συγκατάθεσης και για ενοικίαση IX, εγγραφή παιδιού σε παιδικό σταθμό