1. Ο κόσμος και η ποίηση του Ελύτη
Υπάρχουν δύο θεωρήσεις της Ελλάδας στον κόσμο της ποίησης. Η πρώτη την αντιλαμβάνεται ως αποτέλεσμα μιας περιπετειώδους ιστορίας και ενός δύσκολου παρόντος ως μια εμπειρία τραγική και τραυματική. Αντίθετα, για την δεύτερη, η Ελλάδα ως εμπειρία συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της αλλά έχει χαρακτήρα βιωματικό και είναι μια ζωντανή αλήθεια, μια συγκεκριμένη αίσθηση που δεν στηρίζεται όμως στα ιστορικά γεγονότα ή ακόμα και στα μνημεία του πολιτισμού. Αναδύεται από μέσα μας. Γεγονότα και μνημεία απλά υπομνηματίζουν και εικονογραφούν αυτή τη ζωντανή αλήθεια.
Η πρώτη Ελλάδα είναι εκείνη που πληγώνει, όπου και όπως κι αν τη δεις. Η άλλη είναι η Ελλάδα-Θάμβος που η περιπετειώδης ιστορία της είναι ενωμένη με τη μαγεία του φωτός. Η πρώτη βλέπει την παράδοσή της μελαγχολικά στα μουσεία. Η άλλη Ελλάδα είναι αυτή των παλαιών και γνώριμων γερόντων που φτάνουν στο παρόν ολοζώντανοι, όπως και όλη και επίσης γνωστή φαμίλια των αγοριών με τα φουσκωμένα μάγουλα, ο κόσμος των ερωτιδέων, των κούρων και των θεών. Η πρώτη Ελλάδα είναι δέσμια των συνθηκών και των εποχών, η παράδοση φτάνει ως αυτήν δέσμια του μίζερου παρόντος, μελαγχολική, κάτω από ένα σκιερό φως γιατί αυτό της ταιριάζει. Η άλλη Ελλάδα δεν γνωρίζει σκιερό φως. Είναι ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας όπου τα λιόδεντρα κρησάρουν στα χέρια τους το φως, όπου δεν υπάρχει νερό αλλά μόνο φως. Η πρώτη είναι η Ελλάδα του Σεφέρη. Η δεύτερη είναι η Ελλάδα του Σολωμού, του Ελύτη και του Ρίτσου. Είναι η Ελλάδα ως ιδέα οικουμενική, ο κόσμος ο μικρός, το αλωνάκι, αλλά και ο κόσμος ο μέγας που σαν κατάφωτο άγαλμα υψώνεται πάνω από τις εμπειρίες των εποχών. Για τον Ελύτη η ποιητική συνείδηση είναι μια κρησάρα. Δέχεται και απορρίπτει τα στοιχεία του κόσμου με τελικό σκοπό την ανάδειξη του ποιητή ως όντος καθαρού και διάφανου, επάνω από εποχές και συνθήκες. Ο ποιητής επηρεάζεται βέβαια από την εποχή του. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Αλλά το ζητούμενο εδώ είναι ν΄αφήσει την εποχή του να τον σφραγίσει χωρίς να τον αλλοτριώσει, να τον παραχαράξει και ν'αφήσει γυμνή την ψυχή του. Αυτό θα ήταν η άρνηση του κόσμου. Αντίθετα, στον Ελύτη, η Ελλάδα και ο κόσμος είναι αντιληπτός εντεύθεν, πίσω από την στενή οπτική της εμπειρίας. Η αίσθηση αποχωρίζεται το αντικείμενο της. Είναι ικανή, πίσω από τις γνώριμες μορφές των πραγμάτων, να θεάται το διαφορετικό, το μη άμεσα αντιληπτό τους σχήμα, όχι το τι είναι αλλά το τι μπορεί να είναι τα πράγματα. Έτσι μόνο η ποίηση φωτίζει την άγνωστη πλευρά του κόσμου. Δεν φανερώνει απλά, αλλά αποκαλύπτει έναν κόσμο ποικιλόμορφο, πιο πλούσιο, πιο πλατύ, έναν κόσμο, μ'ένα λόγο, καινούργιο, μυστηριακό και ταυτόχρονα διαυγή. Η ποίηση γίνεται ο κόσμος και ο κόσμος γίνεται ποίηση. Και μέσα στο σύμπαν της δημιουργίας τα πράγματα μπαίνουν στη θέση που τους αρμόζει, άλλοτε οριοθετούνται με σύνορο τον ποιητικό ορίζοντα κι άλλοτε πλαταίνουν πέρα απ' τα φυσικά του περιγράμματα. Πρόκειται για ένα παιχνίδι λεπτών ισορροπιών. Αμοιβαιότητες και συνθέσεις συνιστούν το κρίσιμο σημείο αναφοράς μέσα σ' αυτό το σύμπαν
Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
Ένα σημείο Ένα σημείο
Και σ'αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια.
Είναι ο κόσμος των αντιθέτων, της ατελεύτητης πάλης ψυχών και φύσης, ζωής και τέχνης, Ελλάδας και κόσμου, φωτός και σκότους, του κόσμου του μικρού με τον κόσμο τον μέγα, των αντιθέσεων που γίνονται συνθέσεις. Μια ποιητική αφανής αρμονία κυριαρχεί τόσο στη θεωρητική όσο και στην ποιητική σκέψη του Ελύτη. Κατανοώ τα πράγματα ποιητικά και φιλοσοφικά σημαίνει εδώ ότι προχωρώ επέκεινα, πέραν του δεδομένου σημείου, μιας κατάστασης φαινομένων. Κι απ' αυτό το μετερίζι θεώμαι τον κόσμο με μια ματιά ερωτική κι αποκαλυπτική έτσι, ώστε ακόμα κι αν δεν υπήρχε θα τον είχα επινοήσει, ακροάζομαι με δέος το μαγικό ψίθυρο που έρχεται απ' τα βάθη του σύμπαντος. Το σύμπαν της ποίησης εδώ είναι ο κόσμος της φαντασίας, είναι τα φυσικά πράγματα όπως μετασχηματίζονται τελικά σε απλές, συμπυκνωμένες αισθήσεις. Για να νοιώσομε την ποίηση επομένως πρέπει ν' αποκρυπτογραφήσομε τους νόμους της φαντασίας, της φανταστικής πολιτείας, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στην ποιητική ψυχή.
Πρόκειται για την Ελλάδα και τον κόσμο όπως αναδύεται μέσα απ' το Άξιον Εστί και απ' όλη την ποίηση του Ελύτη. Ο κόσμος, ως μικρό και μέγα σύμπαν, δεν είναι παρά μια διαρκής παρουσία και διαδρομή ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άφταστο, ανάμεσα στην αίσθηση και στην ιδέα, με αθωότητα και καθαρότητα μεταφυσική όπου το ζητούμενο είναι η αναζήτηση, το φανέρωμα της άλλης πλευρά των πραγμάτων και της ποιητικής ψυχής:
"Αλλά τώρα, είπε, η άλλη σου όψη
ανάγκη ν' ανεβεί στο φως"
λέει στη Γένεση του Άξιον Εστί. Ανάγκη να αποκαλυφθούν οι αφανέρωτες δυναμικές στην κρίσιμη στιγμή κάθε δημιουργίας, στο τώρα της διαλεκτικής πορείας, ανάμεσα στην αίσθηση και στην ιδέα σ'ένα τώρα που δεν διαφέρει από την έκσταση του Πλάτωνος, ένα ξαφνικό φως, ένα εξαφθέν πυρ. Και ο ποιητής, όπως ακριβώς ο κόσμος που πλάθει, ένα επέκεινα, ένα κείθε είναι. Στέκεται επάνω στο κρίσιμο χρονικό σημείο του κόσμου του, στην κόψη του ηθικού και του πραγματικού κόσμου, όπως λέει, όπου το μοναδικό κριτήριο για την κατανόησή του είναι οι αισθήσεις απ' τη μια και η μεταφυσική καθαρότητα από την άλλη. Εδώ η αίσθηση συνιστά ποιητική θεωρία και μέθοδο για την ανάδειξη του κόσμου ως δεύτερης κατάστασης. Είναι ο κόσμος ο φυσικός. Γίνεται αντιληπτός μέσα από τις διακρίσεις του και τις αντιφάσεις του, από την καθημερινότητα και τις κοινές συνήθειες του. Είναι όμως ο κόσμος ο διαμορφωμένος, εκείνος που μέσα απ' τις αντιθέσεις του, την απειρία των φαινομένων του, προσφέρει στον ποιητή την δυνατότητα να τον μεταπλάσει, να τον ανασυνθέσει επαναστατικά, ν' αναζητήσει
Το λευκό ως την ύστατη ένταση
Του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
και να φτάσει ως την Τρίτη κατάσταση, την καθαρά ποιητική, τιτανική κατάστασή του.
Ο ήλιος πια έχει γυρίσει σ' αυτήν την τρίτη κατάσταση του κόσμου, έχει πάρει όψη, τη συγκεκριμένη του μορφή μέσα στον κόσμο του φανταστικού. Μπορεί ο κόσμος να γίνεται κατανοητός αρχικά, μέσω των αισθήσεων τελικά όμως καταλήγει να γίνει ιδέα μια σύλληψη στο επίπεδο του υπερνοητή, στο τέρμα αυτής της διαλεκτικής πορείας. Η σύλληψη εδώ γίνεται κείθε. Υπερβαίνει και τα ίδια τα όριά της και γίνεται έκσταση και φως, ένα ξαφνικό και ιδιόμορφο εύρηκα όπου η ψυχή φωτίζεται και βγαίνει απ' τη μεγάλη νύχτα της αλλά κι απ' το εγώ της. Και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας δεν είναι πια ένα σκηνικό του ποιητικού γίγνεσθαι. Πρόκειται για την υπερνοητή πολιτεία της φαντασίας όλων εκείνων των όντων που ο Ελύτης έπλασε, όλων εκείνων των στοιχείων που συνιστούν το δικό του σύμπαν: Η Ελλάδα του Ελύτη, τα βουνά του Ελύτη, τα λουλούδια, οι θάλασσες, οι ουρανοί, ο ήλιος του Ελύτη. Είναι ο κόσμος που λαμβάνει διαστάσεις συμπαντικές, ξεπερνά την κάθε μορφής σύμβαση. Η Ελλάδα έτσι γίνεται παγκόσμια αξία, τα βουνά γίνονται τα θεμέλια του, φυτά και τα λουλούδια βρίσκονται διαρκώς σε επανάσταση, ο ήλιος κυβερνά αυτόν τον ποιητικό κόσμο. Μ' αυτόν ο Ελύτης ταυτίζεται. Μέσα του συνυπάρχει και το Ελληνικό και το Ευρωπαϊκό, το παγκόσμιο πνεύμα, δυο ρεύματα που πότε συγκρούονται και πότε συντίθενται. Πρόκειται για μια αντινομία της ψυχής του ποιητή. Όμως στάθηκε ικανός να αφομοιώσει δημιουργικά και να ξεπεράσει την αντινομία στο μέτρο που του υπαγόρευσε η ποιητική του συνείδηση. Ήμουν έτοιμος και για τα δυο, γεννημένος και για τα δυο ομολογεί.
Απ' τη μια πλευρά νοιώθει εντός του τον κόσμο της Ελληνικής παράδοσης, τον κόσμο της απλότητας και της υπαίθρου που είναι γεμάτος με την σοφία της ζωής, μακριά από έναν σύνθετο και πολύπλοκο πολιτισμό Κι απ' την άλλη ο κόσμος του ορθολογισμού, της διαρκούς αναθεώρησης των πάντων, ο κόσμος του Διαφωτισμού, πάνω από τα' ανακατεμένα σεντόνια της θρησκείας και της πατρίδες, πάνω από κώδικες και συμβατικές αξίες.
Η υπέρβαση αυτής της αντινομίας του κόσμου του Ελύτη μπορεί να ερμηνευτεί με βάση δυο στοιχεία. Το πρώτο είναι το πνευματικό και, ευρύτερα, πολιτιστικό κλίμα του τόπου και της εποχής του. Ο νησιωτικός χώρος απ' τον οποίο προέρχεται, τόπος βαθύτατα ιστορικός, με ένα πολιτιστικό βάθος και βάρος, χρησίμευσε γ'αυτόν ως το τέλειο σκηνικό και το θεμέλιο του ποιητικού του σύμπαντος. Πρόκειται για το χώρο όπου κυριαρχία ο ήλιος. Με φόντο το ηλιακό φως ο Ελύτης χτίζει το σύμπαν της ηλιακής μεταφυσικής του, έναν κόσμο εκστάσεων και μυστηρίων όπου το Αιγαίο και τα νησιά γίνονται ο μέγας κόσμος, ένας κόσμος θεών και παλαιών γερόντων, αγγέλων και δαιμόνων, σατύρων και ερωτιδέων. Κι όλα αυτά τα ποιητικά μορφώματα κινούνται δυναμικά. Δεν πρόκειται για μια πραγματικότητα που είναι στατική, έναν μουσειακό κόσμο, αλλά για δυναμικές δρώσες αξίες που διαμορφώνουν γίγνεσθαι ποιητικό, ζωντανό. Κι αν κάθε μεγάλη ποίηση συνιστά και μια υπέρβαση του εαυτού μας, του εγώ μας του ατομικού, στον Ελύτη η υπέρβαση πήρε τη μορφή μιας απόλυτης, ακραίας ταύτισης μ' αυτά τα όντα, αυτά τα νησιά, αυτές τις θάλασσες. Το πρόβλημα της Ελλάδας του γίνεται πρόβλημα του κόσμου κι αντίστροφα. Η ταύτιση με το ποιητικό αυτό σύμπαν γίνεται το καράβι του ποιητή για ένα ταξίδι στις θάλασσες της παγκόσμιας αγωνίας, μιας έκφρασης όπου τα κοινωνικά και τα ανθρώπινα αιτήματα δεν λείπουν: η ειρήνη, ο έρωτας, τα δίκαια των λαών, το όραμα. Παράλληλα η εποχή του οπλίζει τον ποιητή με νοήματα και στοιχεία που, δίχως άλλο, άσκησαν σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση του ποιητικού του λόγου. Ο Ελύτης ζει μια εποχή όπου ζουν και δρουν οι μεγάλοι μελετητές της ψυχής, του ανθρώπινου υποσυνειδήτου. Τέτοιες θεωρίες έθρεψαν του υπεριαλισμό. Διαμόρφωσαν το κίνημα της αμφισβήτησης μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, το κίνημα ενάντια σε παραδοσιακά πρότυπα σκέψης και ζωής.
Απ' την άλλη πλευρά, πρωταρχικό στοιχείο υπέρβασης της αντινομίας της ψυχής του ποιητή και της διαμόρφωσης του ποιητικού του κόσμου είναι τα μεγάλα γεγονότα του καιρού του. Ο αντιφασιστικός πόλεμος του 40 συνιστά το πιο καθοριστικό απ' αυτά. Ακολουθεί η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, η μεταπολεμική πραγματικότητα. Ο ποιητής άλλωστε πολεμά στην Αλβανία κατά τον πόλεμο του 40. Κι όλα αυτά ενσωματώνονται σ' έναν λυρικό λόγο, είναι και δεν είναι πραγματικά, είναι φωτεινά και μαζί σκοτεινά, είναι βαφτισμένα στη μαγεία μιας ποιητικής ιεροτελεστίας.
2. Το Άξιον Εστί
Αυτός είναι ο κόσμος του Ελύτη. Πρόκειται για ένα κόσμο όπου η πραγματικότητα σφραγίζεται απ' το όνειρο, το όραμα, τις εικόνες και μια ευρύτατη ποικιλία χρωμάτων. Κι όλα αυτά είναι δοσμένα βιώματα και, σε πολλές περιπτώσεις αναμνηστικά αλλά με μια μνήμη όπου παρόν, παρελθόν και μέλλον δεν είναι στοιχεία τόσο χρονικά όσο ψυχικά, ονειρικά. Είναι δύσκολη η διάκρισή τους γιατί η μια διάσταση του χρόνου ζει και αναπνέει μέσ' την άλλη, την προϋποθέτει. Μ'αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτή η ποιητική αλήθεια του. Είναι μια αλήθεια τόσο πραγματική που η αισθητή πραγματικότητα φαντάζει πλάι της τεχνητή, πλαστή. Αυτήν την πραγματικότητα ο Ελύτης δεν την παραποιεί. Ποθεί έναν κόσμο δικό του, βαφτισμένο μέσα στον ποιητικό οίστρο και δοσμένο σαν καινούργιο πια, αγνό, σαν το πρώτο φως της δημιουργίας ιδωμένο με τα μάτια της ψυχής: με όλη την αγνότητα και την ιδιοτυπία του.
Αυτή η αίσθηση της ιδιοτυπίας των πραγμάτων, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν πάντα έντονη στην ποίησή του. Το βλέπομε στα ποιήματα που έγραψε μετά τον πόλεμο του 40: το Ηρωικό και πένθιμο άσμα για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και την Αλβανιάδα. Ως τότε η ποιητική του δημιουργία εκινείτο στα πλαίσια μιας καθαρά προσωπικής αντίληψης του κόσμου, ενός βιώματος αυστηρά ατομικού. Ο πόλεμος του 40 όμως έμελλε να είναι ο καταλυτικός παράγων, το σημείο τομής, ένα καινούργιο ξεκίνημα. Σηματοδοτεί τη δεύτερη περίοδο του, αυτήν του κοσμικού οράματος όπου ο ποιητής υπάρχει ιστορικά και κοινωνικά και συνειδητοποιείται ηθικά. Η Ελλάδα πια είναι ο κόσμος του. Είναι ένας ιδιότυπος κόσμος συμβόλων, ένα σύνολο τοπίων σκληρών και μυστηρίων μαζί, βιωμένων από την αίσθηση αλλά παράλληλα, αυτόνομων απέναντι στην ανθρώπινη αισθαντικότητα. Πρόκειται για εικόνες έντονα χρωματισμένες, πολύσημες, μ' ένα φως που μας αγκαλιάζει, με μια λάμψη που επιστρέφει στον ήλιο. Ο ήλιος του υπαγορεύει μέσα απ' το όραμα στη Γένεση, πως θα αποτυπώσει ποιητικά αυτόν τον κόσμο στο Άξιον Εστί:
Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε
Πράγματι. Πολεμική θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσομε την αίσθηση του κόσμου και τον τόπων στο Άξιον Εστί, του κόσμου των αντιθέσεων που, ωστόσο, παραμένει για τον ποιητή ο ίδιος, όπως λέει στο ζ΄ των Παθών και το θεμελιώνει θεωρητικά σε μια περίφημη συνέντευξή του στον Ivar Ivasκ. Το τοπίο είναι αντανάκλαση της ιστορίας. Οι εικόνες και οι συμβολισμοί απηχούν την ύπαρξη ενός κόσμου ιδιόμορφου, κόσμου παθών και αιμάτων αλλά, παράλληλα, μέσα απ' τη βίωση της λύτρωσης. Πρόκειται για τοπία της ιστορικής μνήμης. Τα αλβανικά βουνά γίνονται το σκηνικό της ιστορίας, του σκότους και του φωτός, της αλήθειας και των μύθων, γίνονται το θεμέλιο της ποιητικής μνήμης η οποία είναι διαρκής, με πολλά πονεμένα βιώματα σαν άκαυτη βάτος και λυτρωτική σαν πασχαλιά αναστάσιμη.
Αυτό το διακρίνομε στη διαίρεση του Άξιον Εστί. Η Γένεσις, Τα Πάθη, το Δοξαστικόν σηματοδοτούν απόλυτα το περιεχόμενό του έργου. Μορφή και δομή τίθενται στην υπηρεσία της ποιητικής συνείδησης. Στη Γένεση κόσμος και ποιητική συνείδηση γεννιούνται μαζί κι αυτό δίνεται μέσα από επτά ύμνους σαν τις ισάριθμες μέρες της Δημιουργίας, μέσα από ένα στίχο, ανυπόταχτο σε κανόνες της μετρικής αλλά που, ωστόσο, απηχεί μια αίσθηση βυζαντινής στιχουργικής τεχνοτροπίας. Στα Πάθη διατυπώνεται ποιητικά η ιστορική περιπέτεια του ελληνικού λαού αλλά και του ανθρώπου διαχρονικά. Διακρίνονται σε Ψαλμούς, Άσματα και Αναγνώσματα. Σε κάθε δυο η τέσσερις Ψαλμούς ακολουθούν δυο Άσματα κι ανάμεσα σ'αυτά υπάρχει ένα Ανάγνωσμα. Η ιστορική μνήμη, τα πικρά βιώματα του ελληνικού λαού προεκτείνονται και γίνονται υπόθεση οικουμενική όλης της ανθρωπότητας, πραγματοποιούνται μέσα στα Πάθη: η λευτεριά, η πείνα, οι εκτελέσεις η προσδοκία της δικαιοσύνης, ο θάνατος. Το συλλογικό γίνεται βίωμα ατομικό, το ιστορικό γεγονός παίρνει τη μορφή της προσωπικής εμπειρίας και μετασχηματίζεται από σκοτάδι σε φως, από απελπισία σε ελπίδα και ανάσταση. Κι η Άνοιξη φαίνεται πάντα να είναι κοντά, ακόμα και στις πιο τραγικές ώρες. Πρόκειται λοιπόν για ένα σύμβολο, απτό σχεδόν, μια πεμπτουσία των πραγμάτων που τα συνδέει μεταξύ τους και τα μετατρέπει σε στοιχεία επαναστατικά και προοδευτικά: Φυτά και λουλούδια βρίσκονται σε μια διαρκή επανάσταση. Κι αυτό δεν συνιστά απλά ποιητικό σχήμα αλλά έναν ζωντανό μεγαλόκοσμο, μια κοσμοθεωρία του Ελύτη. Ήλιος-δικαιοσύνη, Άνοιξη-απελπισία, φως-Άβυσσος, θάνατος-Ανάσταση, είναι ζεύγη απολυτρωτικά που κυριαρχούν στα Πάθη. Τέλος το Δοξαστικόν που είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες υμνεί έναν διαφορετικό κόσμο, όχι τον μέγα αλλά τον μικρό που ήδη ύμνησε τη δημιουργία του στη Γένεση και τις περιπέτειές του στα Πάθη. Σ'αυτά τα τελευταία θα ξαναγυρίσομε αργότερα.
Ο ίδιος ο ποιητής διακρίνει τρεις περιόδους στην ποίησή του. Στην πρώτη περίοδο κυριάρχησαν, κάτω απ' την επιρροή του υπερρεαλισμού, η φύση και οι μεταμορφώσεις των πραγμάτων. Το Αξιον Εστί το τοποθετεί στη δεύτερη περίοδο που χαρακτηρίζεται από το κοσμικό όραμα και την ιστορική συνειδητοποίηση. Πρόκειται, επομένως για έργο ωριμότητας. Η ουσιαστική επαφή μ' αυτό το έργο, η βαθύτερη κατανόησή του απαιτούν μια ανάλογη θεώρηση της γλώσσας, της δομής, των πηγών αλλά και των συσχετίσεων με παλαιότερα έργα συγγενικά, σύνθετα και πολυεπίπεδα έργα όπως το Άξιον Εστί. Οι δρόμοι αυτοί διερεύνησης και αναζήτησης, δεν ολοκληρώνουν βέβαια το γενικό χαρακτηρισμό του έργου. Ειδικότερα όσον αφορά τη γλώσσα, μας δίνει την αίσθηση της πραγμάτωσης του ποιητικού του οράματος της Γένεσης
-αυτός αλήθεια που ήμουνα
-Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου
ν'αρθρώσω
όπου η γλώσσα της πρώτης περιόδου του, του ασυγκράτητου λυρισμού και μιας μάλλον άμετρης φυσιολατρίας, δίνει τη θέση της σε μια άλλη, διαφορετική έκφραση με εθνικές και ανθρώπινες διαστάσεις, που αποθησαύρισε ότι πιο εκλεκτό προσέφερε η ελληνική παράδοση απ' τον Όμηρο μέχρι το Σολωμό και τον Παλαμά. Κι αυτό σημαίνει ότι οι γλωσσικοί του ορίζοντες είναι πολύ ευρείς. Λεξιλόγιο, φραστικά σχήματα, διατυπώσεις έχουν έντονη τη σφραγίδα του γλωσσοπλάστη που ταυτίζει την ποιητική με την λεκτική έκφραση γιατί γι αυτόν η αληθινή ποίηση συνιστά μια δημιουργία μέσα από τη γλώσσα και όχι έξω από αυτήν. Οι λέξεις συμπεριφέρονται στο 'Αξιον Εστί σα να επιζητούν να σπάσουν ένα αόρατο κέλυφος σχετικότητας και θολούρας και να μιλήσουν για πράγματα συγκεκριμένα αλλά μέσα από μια μορφή που αποπνέει το μυστήριο: ρωές, αλάσθας, άριμνα, οληίς αϊσανθα, νέλτης, αγχέμαχος, ονειροτόκος, εαροσύνη, χοιρογρυλλίων , Σιτόφοβοι, Νεοκόνδορες. Κι αν προσθέσομε εδώ τις συνεχείς, απρόσμενες εικόνες που συνδέονται με έναν τρόπο συνειρμικό και δημιουργούν οραματική, ονειρική ατμόσφαιρα, τότε θα συμπεράνομε ότι αυτή η γλώσσα αποτελεί πια ένα προσωπικό βίωμα και κατόρθωμα του ποιητή. Ανήκει μόνο σ' αυτόν. Δεν πρόκειται για μια γλώσσα των λεξικών. Συνιστά τις ιστορικές καταβολές μιας πανάρχαιας γλώσσας του πολιτισμού, εξαιρετικά όμως ζωντανής και νευρώδους μακριά από τους μεγάλους τόμους και τα σκονισμένα ράφια των βιβλιοθηκών. Η ίδια η γλώσσα είναι η υπόσταση του Άξιον Εστί. Το ομολογεί ο ποιητής στο β΄ποίημα των Παθών λέγοντας
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου
όπου η διαφάνεια της λέξης και του φυσικού πράγματος είναι μια και η αυτή. Η γλώσσα φαντάζει εδώ σαν μια τεράστια αγκαλιά που περιβάλλει, τρέφει κι αναχωνεύει όλο το φυτικό και ζωϊκό διάκοσμο της Ελληνικής φύσης. Και, δίπλα σ'αυτά, μια ποικιλία φιλοσοφικής ζωής απ' τους Προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα, τους Νεοπλατωνικούς και τον Πλωτίνο, με ιδιόμορφη θέαση του κόσμου, των ουράνιων σφαιρών, της Πυθαγόρειας αρμονίας και της διαλεκτικής των αντιθέσεων και των συνθέσεων, ένας κόσμος πολυσήμαντων αναφορών:
-Άξιον εστί το γύρισμα του λύκου
στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου
τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος
το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη
-Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο
στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος
των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη
το μικρό "γιατί" που έμεινε αναπάντητο Ο ανθυπολοχαγός στην εκστρατεία της Αλβανίας είναι πεθαμένος, κι όμως ανυψώνεται. Ο Ηράκλειτος, ο Πλωτίνος, όλοι οι παλαιοί και ψάλλει στο Δοξαστικόν. Τα ποιητικά όντα εδώ ανυψώνονται μέσα σ'ένα γενικότερο κλίμα μετεωρισμού. γνώριμοι και οστρακοφόροι και γενειοφόροι γέροντες του πρώτου Ύμνου της Γένεσης σηματοδοτούν μια πορεία απ' την αρχαιότητα ως τα αλβανικά βουνά μέσα απ' τη γλώσσα του Άξιον Εστί που αναχωνεύει πολλούς πολιτισμούς και κόσμους: την Αρχαιότητα, τη Χριστιανοσύνη και το Διαφωτισμό.
Έχει, παρατηρηθεί ότι η δομή του Άξιον Εστί ακολουθεί την τριαδική συμμετρία, την γενικότερη διάρθρωση της Θείας Λειτουργίας και του Ακαθίστου Ύμνου. Κι αυτό συμβαίνει και στα τρία μέλη του Άξιον Εστί. Ο αριθμός τρία δίνει το μέτρον της διαίρεσης του έργου μαζί με τους αριθμούς επτά και δώδεκα. Έτσι κάθε μέρος των Παθών υποδιαιρείται σε 12 τμήματα (4χ3) που έχουν πάλι τρεις μορφές: Ψαλμοί, Ωδές και Αναγνώσματα, συμμετρικά τοποθετημένα αλλά με μια δική τους λειτουργία. Ειδικότερα τα Αναγνώσματα συνιστούν το αφηγηματικό μέρος των Παθών. Καλύπτουν με ρεαλισμό τη δύσκολη εικοσαετία μετά τον πόλεμο του 1940, τις περιπέτειες του Ελληνισμού. Αντίθετα οι Ωδές διακρίνονται για το σκληρό λυρισμό τους αλλά και μια αίσθηση υποκειμενικού, ατομικού βιώματος ανάλογο με τους Ψαλμούς. Την ίδια τριαδική διαίρεση συναντάμε και στο Δοξαστικόν. Διαρθρώνεται σε τρία μέρη, κοινής μετρικής μορφής και αποτελείται από τετράστιχες, τρίστιχες και δίστιχες στροφές.
Αυτή η δομή προϋποθέτει και ανάλογες καταβολές, αφετηρίες, πηγές ποιητικές και μη: Ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης δίνουν την παρουσία τους έντονη μέσα στα Αναγνώσματα στα Άσματα, στις Ωδές, ο Ρωμανός ο Μελωδός στο Δοξαστικόν, οι προσωκρατικούς, ο Πλάτων, οι Νεοπλατωνικοί στη Γένεση. Στα Αναγνώσματα τον τόνο τον δίνει η λαϊκή αφήγηση που μας παραπέμπει στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και στα πεζά του Σολωμού. Βλέπομε μια απλή, παρατακτική σύνταξη με έντονη τη χρήση του και, μια ποικιλία στο λεξιλόγιο όπου συνυπάρχουν λόγιες και λαϊκές λέξεις, μια λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, μια απλότητα γενικότερη που ωστόσο στέκεται ικανή να εκφράσει και να μας μεταδώσει τα βιώματα και την ένταση των στιγμών. Κι όλα αυτά τίθενται στην υπηρεσία ενός ύφους που αναδίδει μια δραματικότητα, αλλά και μια αντικειμενικότητα όπου το γεγονός το ίδιο αναδεικνύεται μέσα από τις εικόνες και μεταδίδει την ποιητική συγκίνηση χωρίς τίποτε το περιττό, χωρίς καμιά παρεπίδημη εισβολή ήχων ξένων προς αυτό. Έτσι, ενδεικτικά, στο Τρίτο Ανάγνωσμα που γράφτηκε με αφορμή τις μεγάλες διαδηλώσεις της 25ης Μαρτίου του '42 βρίσκομε όλα αυτά τα γνωρίσματα. Ο τίτλος είναι Η μεγάλη έξοδος. Αντιστοιχεί στην μεγάλη απόφαση που λάβανε τα παιδιά να βγουν σε δρόμους και πλατείες και να διαδηλώσουν ενάντια στους Άλλους, στους κατακτητές. Ήταν μια έξοδος προς την αναγκαία, τις στιγμές εκείνες, ωριμότητα. Τα παιδιά γίνονται άντρες. Εντάσσονται στις αντιστασιακές οργανώσεις, ανήκουν πια στην μακρά παράδοση των εθνικών, λαϊκών ξεσηκωμών αλλά και αποτελούν όντα ποιητικά της φαμίλιας του Ελύτη τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα, που εδώ είναι οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Εικόνες της Κατοχής, της Αντίστασης και της θυσίας: Τα παιδιά που κάνουν μυστική σύναξη, τα κακά μαντάτα για τις βαρβαρότητες των φασιστών, το ανοιχτό πουκάμισο δηλαδή μια ατρόμητη ψυχή μπροστά στην απειλή του θανάτου κι όλα αυτά στον καιρό της Άνοιξης, της νεότητας δηλαδή, κατά την ημέρα της ανάμνησης του Σηκωμού της 25ης Μαρτίου, της μεγάλης εξόδου προς την ωριμότητα και την ιστορία. Είναι μια νεότητα με χαρακιές ψυχής, με εμπειρίες πρωτόγνωρες για αυτές τις ηλικίες. Ο ήλιος, που τα φωτίζει όλα αυτά, δεν είναι η γνώριμη πηγή της ελευθερίας και της δημιουργίας. Φωτίζει μια ιστορική στιγμή όπου αναμετρώνται απ' τη μια πλευρά η ατρόμητη ψυχή, το σθένος κι απ' την άλλη η υλική αδυναμία των παιδιών μπροστά στις δυνάμεις των Άλλων που υπολογίζουν στα άρματα μάχης και στα όπλα. Σ' αυτά στηρίζονται. Κι απέναντι Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του '97 ή του '12, η γενιά εκείνη που Άλλου μάτια δεν είδε, δεν αντίκρισε/ παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζε, η γενιά που τα όπλα ζώστηκε και μόνη βγήκε…. στο πείσμα των εχτρών στο πείσμα των δικών … τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν/ τ' αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν. Οι άλλοι αναμετρούν τα έχει τους, τη στρατιωτική δύναμή τους, όχι το σθένος της ψυχής. Είναι οι εχθροί που ήρθαν το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Εδώ εικόνες και συλλήψεις ιστορικές συμπορεύονται. Το χώμα τούτο δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους, με την θηριώδη ψυχή τους. Μια ψυχή που δεν υπήρξε ποτέ νέα κι ατρόμητη, μακριά απ' τα αισθήματα, τη λεβεντιά, το εσωτερικό εκείνο φως που ποτέ δεν έδεσε με τη σκέπη τους και τα νιάτα τους. Εκείνο το άστραψε φως και γνώρισε ο υιός τον εαυτό του του Σολωμού, ποτέ δεν άστραψε στην ψυχή των Άλλων. Γι αυτό και σφόδρα ταράχτηκαν όταν έγινε η Μεγάλη Έξοδος των αγοριών και θέλησαν να επιβληθούν με όπλα και σίδερο και φωτιά, αντίχριστοι και ανάλγητοι δαιμονιστές του αιώνος που μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Ποτέ δεν μετάνιωσαν για τα εγκλήματα, δεν δάκρυσαν γιατί δεν υπήρξαν ποτέ νέοι. Κι απ' την άλλη πλευρά οι νέοι με την Άνοιξη που τους κυρίευε να έχουν πάρει το δρόμο προς το θάνατο σα, να μην ήταν άλλος δρόμος παρά μονάχα αυτός, αλλά ένα δρόμο γεμάτο φως: των φονιάδων το αίμα με το φως/ ξεπληρώνω Μακρινή Μητέρα ρόδο μου Αμάραντο, αναφωνεί ο ποιητής σε μια στιγμή όπου ποιητική συγκίνηση και ιστορική συνείδηση τρέφουν η μια την άλλη, αλληλοσυμπληρώνονται και μαζί υπογράφουν την μεγάλη αλλά και λυτρωτική τραγωδία του Ανθρώπου σε όλο τον πλανήτη. Οι λίγες στιγμές του πάθους, η μικρή σε έκταση χώρα, παίρνουν ασύλληπτες, για τη λογική μας, διαστάσεις: οι λίγες στιγμές γίνονται αιωνιότητα, το αλωνάκι γίνεται ένα σύμπαν που περιβάλλει όλον τον κόσμο με διαχρονικές αξίες που δεν γερνάνε, ένα ρόδο Αμάραντο.
Πρόκειται για την Δικαιοσύνη. Αυτήν επικαλείται ο ποιητής στο Έκτο Άσμα των Παθών. Είναι η Μητέρα-Δικαιοσύνη, η κορυφή του σύμπαντος, η μόνη και ιδεώδης δύναμη που μπορεί να τιμωρεί την αμετρία με το μέτρο, την υπερβολή με την ισορροπία. Η επίκληση έχει σκοπό να της θυμίσει ότι, αυτή η χώρα, τώρα έχει ανάγκη της παρουσίας της, τον ήλιο της το νοητό. Το α΄ δίστιχο αναδίδει μια ατμόσφαιρα μεταφυσική. Η επίκληση μάλιστα έχει τα γνωρίσματα, τον χαρακτήρα της χριστιανικής ποίησης, όπου μέσα από ένα ύφος μεγαλόπρεπο, ο ποιητής νοιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει το νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης και τη μυρσίνη τη δοξαστική, το σύμβολο της νίκης, να μη λησμονούν τη χώρα του. Ενδεικτικό της ψυχικής έντασης του ποιητή είναι ότι το μη επαναλαμβάνεται στο β΄ημιστίχο δυο φορές. Και πάνω σ' αυτή τη ψυχική κατάσταση κινούνται όλα τα στοιχεία της έκφρασης: το μέτρο, ο ρυθμός, οι λέξεις.
Όπως συμβαίνει στο σύνολο του Άξιον Εστί έτσι και στα Πάθη η γλώσσα κάνει μια σημαντική υπέρβαση, συναιρεί μεγέθη και στοιχεία αντίθετα: Το αίσθημα και το νόημα, το καθημερινό και το δοξαστικό, το υλικό και το νοητό. Ενώ στο β΄δίστιχο, η Ελλάδα με τα αετόμορφα βουνά, τα ηφαίστεια και τα κλήματα και τα λευκά σπίτια των νησιών της, όλα χαρακτηριστικά του τοπίου της, παρουσιάζεται ως μια στέρεα, σύνθετη εικόνα, στο γ΄δίστιχο φαίνεται να στέκει στον αιθέρα και στη θάλασσα μόνη της, αιθέρια, διαφανής παρουσία ανάμεσα σε θάλασσα και σε στεριά. Εδώ το υλικό γίνεται νοητό, το φυσικό περίγραμμα υπερβαίνεται και γίνεται νόημα. Και η Ελλάδα ως μοναδικότητα πνευματική, σε πείσμα των υλικών όρων της ζωής και της ιστορίας, στέκεται, μόλις αγγίζοντας, ακουμπώντας τη γήινη πραγματικότητα που την περιβάλλει. Για τον ποιητικό νου αυτά είναι τα όρια της τα πραγματικά. Η χώρα του, η Ελλάδα του ποιητή, δείχνεται εδώ με όλη την τραγική της αντινομία μέσα στο πέρασμα των αιώνων: ως όραμα οικουμενικό απ' τη μια, κι απ' την άλλη ως πραγματικότητα ιστορική. Έτσι, στο δ΄δίστιχο, το πένθος, συνιστά την αναπόφευκτη μοίρα της. Δεν την αγάπησαν ούτε ξένοι ούτε δικοί. Οι πρώτοι ήρθαν ντυμένοι "φίλοι" αλλά ήταν εχθροί, οι δεύτεροι την πρόδωσαν, ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας, δικός μας το χέρι που αποθεωθεί/ κατά πρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια. Κι όλο αυτό το δράμα ξετυλίγεται κάτω από ένα φως ανηλέητο. Η χώρα του, με την περιπετειώδη πορεία της, είναι το επίκεντρο της ιστορίας και φωτίζονται τα πάθη της ανά τους αιώνες. Μέσα σ' αυτό το πένθος όπου το ένα χέρι χτύπαε τ' άλλο από την απελπισία, τα πικρά χέρια του ποιητή-μύστη σηκώνονται προς τα περασμένα κρατώντας το Κεραυνό καλώντας τους παλιούς φίλους μέσα απ' την ιστορική μνήμη των αιμάτων που σ' αυτή τη γη της φωτιάς έχουν χυθεί. Ο Κεραυνός με τη λάμψη του είναι η απειλή, η φοβέρα προς όσους έχουν ξεχάσει και έχουν πια συμβιβαστεί. Γι αυτό και αυτό το φοβερό μα, η πρώτη λέξη του έκτου δίστιχου έχει μια καταλυτική θέση στον ποιητικό λόγο. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Κανένας δεν θυμάται. Κι ούτε τα αίματα ούτε οι φοβέρες αρκούν να αφυπνίσουν τη ναρκωμένη μνήμη. Τα πρώτα έχουν ξαντιμεθεί. Ξεπληρώθηκαν τα αίματα μέσα σε εμφύλιες διαμάχες κι όλοι σ' αυτή τη χώρα συνήθισαν στη θέα τους. Οι παρακείμενοι χρόνοι δείχνουν ακριβώς την αδυναμία της συλλογικής μνήμης να λειτουργήσει επαρκώς με βάση το παρόν. Οι φοβέρες έχουν λατομηθεί, έχουν σπάσει, δεν πείθουν κανένα κι έτσι οι συνέπειες του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι ορατές. Αντίθετα οι άνεμοι των φανατισμών και οι αντιθέσεις των ιδεολογιών κυριαρχούν και σκεπάζουν με την Ύβριν τους τα μάτια των Ελλήνων.
Ρυθμός, μέτρο ομοιοκαταληξίες, έντονη μουσικότητα, προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις υπηρετούν στα Πάθη όπως και σε ολόκληρο το Άξιον Εστί τον έντονο ελληνοκεντρισμό του ποιητή: το συνεχές παιχνίδισμα φωτός και ιστορίας, παρόντος και παρελθόντος. Η ιστορία είναι φως και το φως ιστορία, το ένα αναπαράγει το άλλο το ένα ερμηνεύει και δικαιώνει το άλλο στη χώρα του ποιητή. Γίνονται όμως στο Άξιον Εστί παγκόσμιες αξίες. Όντας Έλληνας, πασχίζω να δείξω αυτές ακριβώς τις αξίες σ' ένα παγκόσμιο επίπεδο ομολογεί ο Ελύτης. Κι η αξία της Δικαιοσύνης αναδύεται καταλυτική στο Άξιον Εστί: κάποτε όλα θα εκπληρωθούν, θα πραγματωθούν, το αδύναμο θα γίνει δυνατό, το μικρό μεγάλο. Αλλά και γενικότερα, αυτή είναι για τον ποιητή μας, η ουσία και ο σκοπός της τέχνης: Σα μια λειτουργία αόρατη και πανομοιότυπη, του μηχανισμού που ονομάζουμε Δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια Δικαιοσύνη που για τον ποιητή συνιστά το παγκόσμιο σύστημα όπως θα έλεγε ο Σολωμός, έναν μηχανισμό που δικαιώνει έστω και αργά τους αγωνιστές, τους οραματιστές, τους μεγάλους διανοητές της ανθρωπότητας. Η ποίηση, ως Δικαιοσύνη, ως αίσθηση του μέτρου, λειτουργεί καθαρτικά, απολυμαντικά, όπως οι σταγόνες το λεμόνι μέσα στο μολυσμένο νερό, προαναγγέλλει τη νίκη των ταπεινών, της δύναμης του πνεύματος που, δεν γνωρίζει θάνατο: την οργή των νεκρών να φοβάσθε και των βράχων τα' αγάλματα, φωνάζει ο μύστης-ποιητής και αποτελεί όσους απ' το μετερίζι της υλικής ισχύος τους καταδυναστεύουν τον Άνθρωπο.
Το Άξιον Εστί θεμελιώνεται επάνω σε μια στέρεη κοσμοθεωρητική βάση ιδεολογική, φιλοσοφική. Το κοσμικό όραμα κυριαρχεί. Όμως δεν θα ήταν κατανοητό, θα είχε χάσει πολλά από τη ουσία του αν δεν προερχόταν και δεν κατέληξε σε μια κοσμοθεωρητική, φιλοσοφική δικαίωσή του. Πρόκειται για μια ποιητική ιδεών. Ο ποιητικός λόγος κινείται άμεσα στην αίσθηση και στην ιδέα, στην πραγματικότητα και στο όραμα, στο σκοτάδι και στο φως, στο τώρα και στο πάντοτε, στο πρόσκαιρο και στο διαχρονικό, στο Νυν και στο Αιέν, στο εθνικό και στο παγκόσμιο, στον Ένα και στον Άλλο. Η κίνηση αυτή του ποιητικού λόγου συνιστά μια πολυεπίπεδη διαλεκτική ενός κόσμου, αισθητού και ιδεατού. Και το πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής και δράσης είναι αντιληπτό στο Άξιον Εστί ως ένα αδιάκοπο δούναι και λαβείν ανάμεσα στον μικρό και στον μέγα κόσμο των αντιθέσεων του ιστορικού γίγνεσθαι και στον κόσμο της συνείδησής μας.
Ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το "νυν" και ποιο το "αιέν" του κόσμου: Νυν το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή Μαη/ Αιέν η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη
οι στίχοι ανήκουν στο Δοξαστικό. Μαζί με τη Γένεση το Δοξαστικόν αποτελεί Άξιον Εστί, το πέρασμα απ' την ατομική συνείδηση στην πανανθρώπινη και από εκεί, μέσα από την εθνική στην υπερφυσική. Κι αυτή η υπέρβαση, αυτό το ξεπέρασμα των ατομικών ορίων συνιστά στον Ελύτη το κρηπίδωμα της κοινωνικής αντίληψης του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αν αυτό δεν το κατανοήσομε σε όλη την έκταση και το απύθμενο βάθος του, δεν θα μπορέσομε να εισέλθομε στα Άγια των Αγίων της ποίησης του Αξιον Εστί, να γίνομε κοινωνοί μιας ποίησης, που μαζί με τον Σολωμό και το Ρίτσο, αποτυπώνει τον Έλληνα εαυτό μας με ενάργεια μοναδική εκφράζει τη μοναδικότητα και τη μοναξιά μιας γλώσσας που κλείνει μέσα της μια ποιητική δυναμική, που γίνεται πρωτόγνωρη κάτω από την γραφίδα του Ελύτη. Αν ο κόσμος της εποποιίας του 1940 αποτελεί μια ανεπανάληπτη εθνική εμπειρία, το Άξιον Εστί συνιστά την ποιητική, ιδεολογική και φιλοσοφική αποτύπωσή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Οι συντομογραφίες στις παρενθέσεις δηλώνουν το έργο, όπως αναφέρεται στις παραπομπές που σημειώνονται στο κείμενο).
1. Τα κείμενα του Οδ. Ελύτη.
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, 13η εκδ., ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική εταιρεία
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, Σύγχρονοι ποιητές 2, 5η εκδ.,ΑΚΜΩΝ (Ο.ΕΛ.) ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ, Τρίτη έκδοση οριστική, ΙΚΑΡΟΣ 1987 (ΑΧ) ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ, β΄έκδ., ΥΨΙΛΟΝ (ΑΝΑΦΟΡΑ).
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ 2006
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ, ε΄έκδ. ΙΚΑΡΟΣ 2007 (ΤΔΙ)
ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία (ΑΥ)
2Χ7 ε, δεύτερη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ
ΕΝ ΛΕΥΚΩ απ’ το ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ (ΕΝΛ)
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη