Σημαντική μείωση της μαθητικής διαρροής στα ελληνικά σχολεία σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αύξηση του ποσοστού των αποφοίτων που ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά και αύξηση των χαμηλών επιδόσεων των μαθητών ηλικίας 15 ετών στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες καταγράφει, μεταξύ άλλων, η Έκθεση παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εκπαίδευση και κατάρτιση στην Ελλάδα το 2019.
Η έκθεση περιλαμβάνει 1) τη στατιστική επισκόπηση των βασικών δεικτών της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, 2) τα βασικά πλεονεκτήματα και τις κυριότερες προκλήσεις του συστήματος εκπαίδευσης 3) στοιχεία για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού 4) τις δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση 5) τις πολιτικές για τον εκσυγχρονισμό της προσχολικής και της σχολικής εκπαίδευσης 6) τα μέτρα για τον εκσυγχρονισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης 7) την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και 8) την εκπαίδευση ενηλίκων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν:
- Σημαντική είναι η μείωση της μαθητικής διαρροής συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό στις αγροτικές περιοχές αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα μεταξύ των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Το ποσοστό των νέων ηλικίας 18-24 ετών που εγκατέλειψαν πρόωρα το σχολείο, το οποίο ανήλθε σε 4,7 % το 2017, συγκαταλέγεται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ (μέσος όρος: 10,6 %). Η διαφορά μεταξύ των φύλων ήταν 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το ποσοστό των ανδρών (5,7 %) ήταν υψηλότερο από αυτό των γυναικών. Παρότι η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου σημείωσε περαιτέρω μείωση από το 2016, από 5,4 % σε 3,9 % μεταξύ των γηγενών, αυξήθηκε μεταξύ των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό από 16,9 % σε 17,9 %, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτόν περαιτέρω το χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων. Από το 2010 η Ελλάδα έχει κατορθώσει να μειώσει την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου στις αγροτικές περιοχές κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τις βέλτιστες επιδόσεις στην ΕΕ για την κατηγορία αυτή.
- Αύξηση παρατηρείται και στον αριθμό εκείνων που αποφοιτούν από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ειδικότερα, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε περαιτέρω το 2018, καθώς ανήλθε σε 44,3 % (έναντι 43,7 % το 2017). Υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ (40,7 %) και τον εθνικό στόχο για το 2020 (40 %). Το ποσοστό των γυναικών που ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 51,3 %, και είναι κατά 13,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από αυτό των ανδρών. Μεταξύ του γηγενούς πληθυσμού, το 48,1 % έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση, ποσοστό που είναι κατά τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, το οποίο ανέρχεται σε 15,1 %. Το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανήλθε σε 59 % το 2018, αυξημένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από αυτό του 2015, παρότι εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ. Ωστόσο, η κατοχή πτυχίου βελτιώνει την απασχολησιμότητα: το αντίστοιχο ποσοστό για τους αποφοίτους ανώτερης δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν σημαντικά χαμηλότερο, της τάξης του 45,2 %.
- Την ίδια ώρα, αρνητικό πρόσημο καταγράφουν οι επιδόσεις των μαθητών ηλικίας 15 ετών στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Το διάστημα από το 2009 έως το 2018 το ποσοστό των μαθητών που έχουν χαμηλές επιδόσεις αυξήθηκε κατά 6% περίπου στην ανάγνωση (27,3%) και στα μαθητικά (35,8%) και κατά 7% στις φυσικές επιστήμες (32,7%). Σημειώνεται ότι ο μέσος ευρωπαϊκός μέσος όρος επιδόσεων στα αντίστοιχα αντικείμενα είναι 19,7%, 22,2% και 20,6%.
- Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ και αφορούν σε μεγάλο βαθμό τη μισθοδοσία. Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως μερίδιο του ΑΕΠ ανήλθαν σε 3,9 % το 2017 (μέσος όρος της ΕΕ: 4,6 %). Οι δαπάνες αυτές επί του συνόλου των δημόσιων δαπανών ανήλθαν για την Ελλάδα στο 8,2 % – ποσοστό μικρότερο από αυτό των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ (μέσος όρος της ΕΕ: 10,2 %).
- Το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανήλθε σε 59 % το 2018, αυξημένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από αυτό του 2015, παρότι εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς η έκθεση επικεντρώνεται στα εξής σημεία:
- Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού παραμένει ελκυστικό παρά τα πλήγματα που έχει δεχθεί κατά τα πρόσφατα έτη. Όπως αναφέρεται στην έκθεση «παρότι οι μισθοί και οι προσλήψεις πάγωσαν κατά την τελευταία δεκαετία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο αριθμός των υποψήφιων εκπαιδευτικών εξακολουθεί να υπερβαίνει κατά πολύ τη ζήτηση. Το 2018 περισσότερα από 120. 000 άτομα υπέβαλαν αίτηση για 20. 000 θέσεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Η ανακοίνωση 15.000 προσλήψεων μόνιμων εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια των 3 επόμενων ετών αναμένεται να προσελκύσει παρόμοια υψηλό αριθμό αιτήσεων».
- Οι εκπαιδευτικοί έχουν σχετικά περιορισμένο χρόνο διδασκαλίας και μικρές τάξεις. Σύμφωνα με την Κομισιόν «Οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν 660 ώρες ετησίως στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και 609 ώρες στο επίπεδο της κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες υπολείπονται των μέσων όρων της ΕΕ 23 που ανέρχονται σε 771 και 665 ώρες αντίστοιχα».
- Οι εκπαιδευτικοί έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο αλλά στερούνται ευκαιριών για την ανάπτυξη των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο πλαίσιο μελέτης μικρού δείγματος μεταξύ των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες διαπιστώθηκε ότι το προφίλ γνώσεων των Ελλήνων συμμετεχόντων ήταν ιδιαιτέρως υψηλό στον τομέα της αξιολόγησης (αξιολόγηση και διάγνωση μαθητών, χρήση δεδομένων, έρευνα), αλλά σχετικά χαμηλό στο πεδίο της μάθησης (όσον αφορά την προδιάθεση των μαθητών σε γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο και σε επίπεδο κινήτρων, καθώς και τη μάθηση των μαθητών) και το χαμηλότερο στον τομέα της διδασκαλίας (διδακτικές μέθοδοι, σχεδιασμός μαθήματος και διαχείριση τάξης).
- Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έχει ακόμη εδραιωθεί. Σύμφωνα με την έκθεση «η αποτελεσματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο ενός γενικού υποστηρικτικού πλαισίου μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα, την ικανοποίηση από την εργασία και το αίσθημα αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών».
- Οι θέσεις διευθυντών σχολείων παρέχουν περιορισμένη δυνατότητα αυτόνομης λήψης αποφάσεων. Η Κομισιόν επανέρχεται στην ανάγκη «αυτονομίας των σχολικών μονάδων». Μπορεί τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέρει, οι ακαδημαϊκές γνώσεις και τα πρόσθετα εκπαιδευτικά προσόντα να συνυπολογίζονται όλο και περισσότερο κατά την επιλογή των διευθυντών σχολείων, ωστόσο τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές τους εξακολουθούν εν γένει να περιορίζονται στο υπαλληλικό έργο. Την ίδια ώρα παρουσιάζει ως προβληματικό το γεγονός ότι η άποψη των εκπαιδευτικών λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή του σχολικού διευθυντή την ώρα που οι διευθυντές δεν συμμετέχουν στην πρόσληψη εκπαιδευτικών, διότι η τοποθέτηση πραγματοποιείται σε κεντρικό επίπεδο από το υπουργείο Παιδείας.
Ελλάδα: Μεταξύ των χαμηλότερων στην Ε.Ε. οι δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία
Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ και αφορούν σε μεγάλο βαθμό τη μισθοδοσία. Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως μερίδιο του ΑΕΠ ανήλθαν σε 3,9 % το 2017 (μέσος όρος της ΕΕ: 4,6 %). Οι δαπάνες αυτές επί του συνόλου των δημόσιων δαπανών ανήλθαν για την Ελλάδα στο 8,2 % – ποσοστό μικρότερο από αυτό των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ (μέσος όρος της ΕΕ: 10,2 %). Σε πραγματικούς (προσαρμοσμένους με βάση τον πληθωρισμό) όρους, οι δαπάνες για την εκπαίδευση έχουν μειωθεί κατά 2,1 % από το 2016 και σωρευτικά κατά 14,3 % από το 2010.
Η μεγαλύτερη μείωση (25,8 %) αφορούσε την «ενδιάμεση ανάλωση», δηλαδή τα υλικά διδασκαλίας, τη θέρμανση και την ηλεκτρική ενέργεια. Ακολούθησαν οι «ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου» (-20,4 %), π.χ. επενδύσεις σε υπολογιστές, κτίρια κ.λπ. Οι δαπάνες για τους μισθούς των εκπαιδευτικών μειώθηκαν κατά 12,5 %. Το 2017 ποσοστό 82,5 % δαπανήθηκε σε αποζημιώσεις εργαζομένων, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό κάθε άλλου κράτους μέλους της ΕΕ (μέσος όρος στην ΕΕ: 62 %). Το 2019 το Συμβούλιο της ΕΕ απηύθυνε ειδική σύσταση στην Ελλάδα στην οποία την καλούσε να προβεί σε επενδύσεις στην εκπαίδευση και στις δεξιότητες (Συμβούλιο της ΕΕ, 2019).
Ο αριθμός των μαθητών σχολείου στην Ελλάδα ενδέχεται να μειωθεί σχεδόν κατά ένα πέμπτο εντός των επόμενων 20 ετών. Εκτιμάται ότι το ποσοστό των παιδιών ηλικίας 3-18 ετών θα συρρικνωθεί κατά 12 % έως το 2030 και σχεδόν κατά 20 % έως το 20406. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να παράσχει μια ευκαιρία για βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Επιπλέον, η Ελλάδα θα πρέπει να επενδύσει στην παροχή ευκαιριών διά βίου μάθησης ώστε να αντιμετωπιστούν τα χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων σε ολόκληρο τον πληθυσμό.
Προσχολική εκπαίδευση
Σχετικά με την προσχολική εκπαίδευση χαρακτηρίζεται ανεπαρκής η παροχή οικονομικά προσιτής και ποιοτικής προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας για τα παιδιά ηλικίας έως 4 ετών. Η συμμετοχή στην προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα των παιδιών ηλικίας μεταξύ 4 ετών και ηλικίας έναρξης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αυξήθηκε από 79,8 % το 2016 σε 81,5 % το 2017, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται πολύ του μέσου όρου της ΕΕ (95,4 %). Το 2017 οι επίσημες εγκαταστάσεις παιδικής φροντίδας δέχθηκαν το 20,5 % των παιδιών ηλικίας έως 3 ετών, ποσοστό που συνιστά αξιοσημείωτη αύξηση της τάξης των 11,6 ποσοστιαίων μονάδων από το 2016, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται του στόχου της Βαρκελώνης του 33 % που ορίστηκε το 2002.
Εκσυγχρονισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
- Οι προοπτικές απασχόλησης έχουν βελτιωθεί για τους πρόσφατους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε περαιτέρω το 2018, καθώς ανήλθε σε 44,3 % (έναντι 43,7 % το 2017). Υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ (40,7 %) και τον εθνικό στόχο για το 2020 (40 %). Το ποσοστό των γυναικών που ολοκληρώνουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 51,3 %, και είναι κατά 13,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από αυτό των ανδρών. Μεταξύ του γηγενούς πληθυσμού, το 48,1 % έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση, ποσοστό που είναι κατά τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό, το οποίο ανέρχεται σε 15,1 %.
- Το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανήλθε σε 59 % το 2018, αυξημένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από αυτό του 2015, παρότι εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ. Ωστόσο, η κατοχή πτυχίου βελτιώνει την απασχολησιμότητα: το αντίστοιχο ποσοστό για τους αποφοίτους ανώτερης δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν σημαντικά χαμηλότερο, της τάξης του 45,2 %.
- Η αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φαίνεται ότι δεν αντανακλά τις προβλεπόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η νομοθεσία που ψηφίστηκε την άνοιξη του 2019 προβλέπει την αναβάθμιση των εναπομενόντων τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΤΕΙ) σε πανεπιστήμια στο πλαίσιο της διαδικασίας που ξεκίνησε το 2018. Θα δημιουργηθούν νέα τμήματα και θέσεις φοίτησης σε επίπεδο πτυχίου. Δεν έχει εκπονηθεί προηγούμενη εκτίμηση επιπτώσεων, ενώ δεν ανατέθηκε μελέτη από την αρχή διασφάλισης της ποιότητας της ανώτερης εκπαίδευσης ή από άλλους ανεξάρτητους φορείς.
Έχουν προβλεφθεί περισσότερες από 500 νέες θέσεις ακαδημαϊκού προσωπικού για τη διευκόλυνση της μετάβασης, αλλά έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον τα πρώην ΤΕΙ είναι έτοιμα να παράσχουν προγράμματα, εγκαταστάσεις και προσωπικό πανεπιστημιακού επιπέδου, δεδομένης της ταχύτητας της μεταρρύθμισης.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις προβλέψεις για την αγορά εργασίας, αναμένεται υπερπροσφορά εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης έως το 2030 αλλά μείωση του αριθμού των εργαζομένων μέσης ειδίκευσης (Cedefop, 2018). Ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με τη γενικά χαμηλή ελκυστικότητα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ), η αναδιάρθρωση φαίνεται να επιδεινώνει την υφιστάμενη αναντιστοιχία δεξιοτήτων. Για την αντιμετώπιση αυτού του στοιχείου, η Ελλάδα θέσπισε διετή προγράμματα σπουδών για αποφοίτους ΕΕΚ στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης. Τα εν λόγω προγράμματα σπουδών που αφορούν την ΕΕΚ προβλέπεται να ξεκινήσουν κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019/2020. Θα λειτουργούν εντός των πανεπιστημίων και θα χορηγούν τίτλους σπουδών του επιπέδου 5 του ευρωπαϊκού πλαισίου επαγγελματικών προσόντων.
Επαγγελματική εκπαίδευση
Έχουν θεσπιστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις αλλά η ελκυστικότητα του τομέα παραμένει περιορισμένη. Το ποσοστό των μαθητών ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που εγγράφονται στην ΕΕΚ ήταν 28,8 % το 2017 (μέσος όρος της ΕΕ: 47,8 %) και μειώνεται αργά αλλά σταθερά από το 2013, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι γενικά σταθερός σε ποσοστό περίπου 48 %. Το ποσοστό απασχόλησης για τους αποφοίτους ΕΕΚ, παρότι παραμένει χαμηλό, αυξήθηκε από το χαμηλότερο ποσοστό όλων των εποχών του 37,5 % το 2015 σε 50,5 % το 2018 (μέσος όρος της ΕΕ: 79,5 %). Το πρόγραμμα «Μια νέα αρχή στα ΕΠΑΛ» επεκτάθηκε και στα 401 επαγγελματικά λύκεια. Το προαιρετικό τέταρτο έτος μαθητείας το οποίο περιλαμβάνει μια ισχυρή συνιστώσα εργασιακής μαθητείας για τους αποφοίτους ΕΕΚ ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επεκτάθηκε. Η ζήτηση για μαθητευόμενους αυξάνεται αλλά, συνολικά, οι προσφορές θέσεων μαθητείας από τις επιχειρήσεις παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο, στο 48 % του συνόλου των προσφορών.
Εκπαίδευση προσφύγων
Η ένταξη των προσφάτως αφιχθέντων μεταναστών στην εκπαίδευση μέχρι στιγμής έχει επικεντρωθεί κυρίως στα σχολεία. Την περίοδο 2018/2019 καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για την παροχή σχολικής εκπαίδευσης σε 12 867 παιδιά πρόσφυγες, από τα οποία 8 290 φοίτησαν σε κανονικές τάξεις με παράλληλη εκπαιδευτική στήριξη και 4 577 σε χωριστές σχολικές εγκαταστάσεις που λειτουργούν το απόγευμα. 30 περίπου παιδικοί σταθμοί λειτουργούν σε καταυλισμούς προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται στα νησιά. 690 εκπαιδευτικοί έλαβαν ειδική κατάρτιση. Παρασχέθηκαν υπηρεσίες διερμηνείας στο πλαίσιο της συνδρομής για την εγγραφή των παιδιών προσφύγων ενώ προσλήφθηκαν ψυχολόγοι προς υποστήριξη των μαθητών προσφύγων, των οικογενειών τους και των εκπαιδευτικών. Ωστόσο, για την ένταξη των παιδιών προσφύγων στην εκπαίδευση εξακολουθούν να απαιτούνται επίπονες προσπάθειες, δεδομένου ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα ζουν κατ’ εκτίμηση 28.000 παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες.
Alfavita.gr
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη