Υπάρχουν γονείς που αντλούν ζωντάνια μέσα από τη ζωή των παιδιών τους. Που χαίρονται με τις χαρές τους, στεναχωριούνται με τις λύπες τους, που αγκομάχησαν μέσα στην κρίση ώστε «να μην τους λείψει τίποτα». Υπάρχουν γονείς που δεν κοιμούνται μέχρι να ακούσουν το παιδί τους να γυρνάει στο σπίτι, που φροντίζουν η επαφή «Μαμά» ή «Μπαμπάς» να φωτίζει συχνά την οθόνη του κινητού των παιδιών τους. Υπάρχουν και γονείς που έκαναν πολλά από τα παραπάνω, μα υπήρξε ένα μοιραίο βράδυ που δεν άκουσαν το κλειδί της επιστροφής στην πόρτα. Δεν άκουσαν το παιδί τους να γυρίζει.
Γονείς σαν κι αυτούς είναι οι γονείς του Άλκη Καμπανού εδώ και μερικές νύχτες. Είναι οι γονείς του Παύλου Φύσα. Είναι οι γονείς του Σαχζάτ Λουκμάν. Είναι οι γονείς της Καρολάιν Κράουτς, οι γονείς της Γαρυφαλλιάς. Είναι οι γονείς πολλών ακόμα που δεν θα μάθουμε ποτέ.
Αυτό το κείμενο γράφεται με παρελθοντικές αναφορές για εκείνα τα παιδιά που σήμερα δεν είναι μαζί μας επειδή ένα οπλισμένο χέρι έκοψε το νήμα της ζωής τους. Αυτό το κείμενο γράφεται με παροντικές διαπιστώσεις για να δούμε ποιος και τι οπλίζει αυτό το χέρι. Γράφεται για μελλοντική χρήση, για να διαβαστεί ξανά όταν συνειδητοποιήσουμε -ελπίζω όχι πάλι εν μέσω θρήνων- ότι η κοινωνία μας είναι τοξική επειδή το επιτρέπουμε. Για να δούμε τι άλλαξε, τι πρέπει να αλλάξει και τι μπορούμε εμείς να αλλάξουμε ώστε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της κοινωνικής αποκτήνωσης.
Η δολοφονία του Άλκη είναι η αφορμή να ανοίξει ο διάλογος των δολοφονιών για αίτια ριζωμένα στις κοινωνικές παθογένειες. Αν αυτός ο διάλογος ολοκληρωθεί όταν το περιστατικό ξεχαστεί, αν κι αυτή η δολοφονία αποτελέσει μια ακόμη στατιστική, τότε τίποτα δεν θα αλλάξει. Ξέρετε, είναι πολύ όμορφα τα καλλιγραφημένα «Δεν ξεχνώ» και τα βαριά συναισθηματικά ποσταρίσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αναγνωρίζω τις ειλικρινείς προθέσεις τους και τις σέβομαι βαθύτατα. Όμως αυτή είναι η θεωρία. Και με το πέρασμα του χρόνου οι θεωρίες βυθίζονται στη λήθη. Και τελικά ξεχνάμε.
Στην πράξη, λοιπόν, το πρόβλημα είναι η βία, ο ρατσισμός, το μίσος, η άγνοια, η ημιμάθεια, τα πρότυπα και ο κοινωνικός διχασμός που αυτά γεννούν.
Τα παραπάνω εκπορεύονται από δεκάδες ερεθίσματα. Προσωπικά θα σταθώ σε τρία, χωρίς να σημαίνει ότι είναι τα μοναδικά. Πρόκειται για τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και αναφέρομαι κυρίως στην μουσική ψυχαγωγία και -για να μη μασάμε τα λόγια μας- εννοώ την τραπ μουσική. Πρόκειται για τις συμπεριφορές δημόσιων προσώπων, και τέλος πρόκειται για το ίδιο το πολιτικό σύστημα.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Βλέποντας το είδος της μουσικής αυτής να ανθίζει, όλο και περισσότεροι φιλόδοξοι καλλιτέχνες έστρεψαν, τα προηγούμενα χρόνια, το βλέμμα τους εκεί. Πράγματι η μουσική αυτή τράβηξε το κοινό και ακόμη ενθουσιάζει, πετυχαίνει, κοινώς, πουλάει. Και στη βιομηχανία αυτό μετράει. Αυτό, όμως, που οι αριθμοί της βιομηχανίας δεν μπορούν να καταμετρήσουν είναι το δηλητήριο που μαζί με τα κέρδη φέρνει η συγκεκριμένη μουσική με τον τρόπο που οι επίδοξοι ερμηνευτές της την εκτελούν. Το δηλητήριο αυτό έχει ως συστατικά του την κανονικοποίηση της βίας, τον μισογυνισμό, την τοξική αρρενωπότητα, το bodyshaming, τον σεξισμό και την προώθηση λανθασμένων προτύπων που τρέφονται από τα όπλα, τα ναρκωτικά, τα λεφτά και την γενικευμένη παραβατικότητα. Με τη σειρά τους τα πρότυπα αυτά τρέφουν την πατριαρχία και τις μεσαιωνικές της ιδέες, όπως για παράδειγμα το slut shaming ή την τάση να θεωρούνται οι γυναίκες 24/7 σεξουαλικά διαθέσιμες.
Επειδή η γενίκευση πνίγει την αλήθεια, θα ήθελα να την αποφύγω και ξεκαθαρίζω ότι τίποτα από μόνο του δεν είναι καλό ή κακό. Ο τρόπος με τον οποίο εμείς το χρησιμοποιούμε, χαρακτηρίζει και το πρόσημό του. Αυτό σημαίνει ότι η τραπ ως μουσική δεν είναι απαραίτητα κάτι κολάσιμο. Ειδικά στο εξωτερικό, μέσω της διαθεματικότητάς της αποτέλεσε και μια ελπιδοφόρα μετεξέλιξη της underground rap και άλλων ακόμα ειδών. Όταν όμως χρησιμοποιείται με αυτή τη φρασεολογία και την τάση για υποκίνηση σε βίαιες και έκνομες ενέργειες, τότε ναι, μολύνει την κοινωνία.
Και για να σας προλάβω, θα μου πείτε, εύλογα ότι «αφού είναι κάτι τόσο κακό, γιατί έχει τόση απήχηση;». Ίσως γιατί μια ήδη ρημαγμένη κοινωνία βλέπει την αντανάκλασή της στα βρώμικα νερά αυτής, της προβαλλόμενης στάσης ζωής.
Αναφορικά τώρα με τα δημόσια πρόσωπα θα αναφερθώ στον χώρο του αθλητισμού χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ευθύνη αυτή δεν βαραίνει και πρόσωπα με βήμα και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Εδώ και χρόνια, παράγοντες και εκπρόσωποι ομάδων, με τον δημόσιο λόγο τους δυναμιτίζουν το κλίμα. Ο τρόπος της αντιπαράθεσής τους ξεπερνά πολλές φορές την απλή αθλητική διαμάχη. Οι ύβρεις, οι χαρακτηρισμοί και η φρασεολογία τους παραπέμπουν στον σκοταδισμό και υποκινούν έμμεσα τους οπαδούς σε βίαιες ενέργειες. Ο φανατισμός λοιπόν καλλιεργείται σταδιακά και οι «οπαδικοί στρατοί» είναι έτοιμοι να επιτεθούν, να τραυματίσουν, να σκοτώσουν, για ένα διαφορετικό χρώμα στη φανέλα.
Το πολιτικό σύστημα με τη σειρά του δεν έπραξε ό,τι όφειλε όλα αυτά τα χρόνια προκειμένου να αντιμετωπίσει ευθέως το πρόβλημα της βίας και του διχασμού. Στο πλαίσιο της οπαδικής βίας, αυτή δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Δεν θα απαριθμήσω ονόματα δολοφονημένων στον βωμό του οπαδισμού, ούτε γεγονότων εντός και εκτός γηπέδων καθώς μια θλιβερή ανασκόπηση δεν θα ενίσχυε την επιχειρηματολογία μου, ωστόσο θα τονίσω ότι όλα αυτά συνέβησαν με την ανοχή της πολιτείας. Έπρεπε δηλαδή να δολοφονηθεί ο Άλκης για να μάθει η αστυνομία ότι πολλοί σύνδεσμοι κρύβουν ολόκληρα οπλοστάσια ή ότι αρκετοί λειτουργούν δίχως άδεια; Ναι οι οπαδοί δεν είναι στην πλειοψηφία τους δολοφόνοι, είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, με ανιδιοτελή αγάπη για την ομάδα τους. Ανάμεσά τους όμως τρυπώνουν σαν φίδια, ανεγκέφαλοι τραμπούκοι ταγμένοι στην βία και αδίστακτοι εκτελεστές, γιατί περί αυτού πρόκειται.
Με δύο λόγια και για να είμαστε ξεκάθαροι: Είναι όλοι οι οπαδοί δολοφόνοι; Όχι. Μέσα στους οπαδούς βρίσκουν το περιθώριο να διεισδύουν δολοφόνοι; Ναι.
Ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα έχει αποδειχθεί κατώτερο των προσδοκιών και σε περιπτώσεις καταπολέμησης της έμφυλης βίας. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποί των πολιτών δεν διεκδικούν σθεναρά πάγια κοινωνικά αιτήματα όπως την καθιέρωση του όρου «γυναικοτονία» για τις δολοφονίες γυναικών εξαιτίας του φύλου τους. Παράλληλα οι θεσμοί υπολειτουργούν, ενώ, η κρατική μέριμνα για την αντιμετώπιση των διακρίσεων και την εξάλειψη της έμφυλης βίας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Ο εγκλωβισμός στα παραπάνω μπορεί να αποφευχθεί. Πρώτα πρώτα με τη στοιχειώδη κριτική ικανότητα. Αυτή καλλιεργείται μέσα από την εκπαίδευση. Και μαντέψτε: Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν φρόντισε για τίποτα τέτοιο. Αντιθέτως, η εκπαίδευσή μας στην Ελλάδα του 2022 παραμένει προσκολλημένη σε απαρχαιωμένες τακτικές. Αντί να προωθείται η ουσιαστική, βαθιά καλλιέργεια, προτιμάται η επιφανειακή γνώση. Αντί να προάγεται η ελευθερία της σκέψης και η ενδυνάμωση της δημιουργικότητας, οι σημερινοί μέθοδοι κρατούν δέσμιο το πνεύμα και αποτυγχάνουν παταγωδώς να εμπνεύσουν τους μαθητές. Αντί να καλλιεργείται η κριτική ικανότητα μέσα από την αντιπαράθεση και τη γόνιμη κριτική, αναζητούμε εναγωνίως εξαιρέσεις καθηγητών που θα πράξουν ορθά το λειτούργημά τους ώστε να τους μετατρέψουμε σε πρότυπα παρακινώντας και τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν το -σωστό- παράδειγμα της εξαίρεσης. Και τέλος, αντί να διδάσκεται στα παιδιά η αποδοχή και η κατανόηση της διαφορετικότητας, ή μάλλον, της μοναδικότητας, έχουμε παραδείγματα καθηγητών (πρόσφατα μάλιστα) που τα χαρακτηρίζουν ως «ντροπή της κοινωνίας», για αυτό που νιώθουν, για αυτό που είναι.
Κι αν η ουσιαστική εκπαίδευση αποτελεί τον δρόμο της πρόληψης περιστατικών βίας, η ενδυνάμωση των θεσμών και ιδιαιτέρως της δικαιοσύνης συνιστά τον δρόμο της αντιμετώπισης αυτών μετά την τέλεσή τους με σκοπό τον σταδιακό περιορισμό τους. Σήμερα η δικαιοσύνη κινείται με χαρακτηριστικά αργούς ρυθμούς, υποθέσεις μένουν για χρόνια στα δικαστήρια ενώ πολλές ποινές είναι δυσανάλογες των πράξεων. Σε μία χώρα που η δικαιοσύνη λειτουργεί σωστά, οι νεονοναζί που καταδικάζονται για δολοφονίες, δεν γίνεται να δηλώνουν ότι σε λίγα χρόνια θα ξαναβγούν. Σε μία χώρα που η δικαιοσύνη λειτουργεί σωστά, δεν γίνεται άνθρωπος που εκκρεμεί δίκη εις βάρος του, να βρίσκει το περιθώριο να σκοτώσει -αναφέρομαι στον δολοφόνο του Άλκη.
Ο Παύλος, ήταν 34 ετών και δεν γύρισε σπίτι του γιατί τον δολοφόνησαν για τις απόψεις του.
Ο Σαχζάτ, ήταν 27 ετών. Δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του γιατί τον δολοφόνησαν για την εθνικότητά του.
Η Καρολάιν ήταν περίπου 20 ετών και δεν γύρισε στο πατρικό της γιατί την δολοφόνησε ο σύζυγός της, για το φύλο της.
Το ίδιο συνέβη και στην 26χρονη Γαρυφαλλιά.
Ο Άλκης ήταν 19 και δολοφονήθηκε για την ομάδα του.
Στην πραγματικότητα όμως, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, δολοφονήθηκαν γιατί είμαστε μια κοινωνία απαίδευτη, πνιγμένη στο ίδιο της το μίσος, αγκαλιασμένη με τον εγωισμό της και εθισμένη στα βίαια ξεσπάσματα κατά όποιων διαταράσσουν τον μικρόκοσμό της.
Δεν αγνοώ τις αχτίδες ελπίδας μέσα από τις δράσεις νέων και μεγάλων, δράσεις αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης μέσα από προαύλια και σχολεία, γειτονιές και πλατείες. Και αυτό δείχνει ότι κάτι αλλάζει. Απέναντι στον εκφασισμό της κοινωνίας και την άνευ όρων παράδοσή της στον εκμαυλισμό, η νέα γενιά έχει λόγο, φωνή και όρεξη για πράξεις. Εγώ πάντως, ως Κωνσταντίνος, πιστεύω σε αυτή τη γενιά.
Αυτό ήταν για τον Άλκη και τον κάθε Άλκη,
Με μία ετεροχρονισμένη συγγνώμη για τα παιδιά που δεν επέστρεψαν ποτέ στο σπίτι και μία προκαταβολική για όσα δεν θα επιστρέψουν στο μέλλον.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 6/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη