Μένω άναυδος… πλέον έχω απαυδήσει…
Άναυδος μένει αυτός που χάνει προσωρινά τη μιλιά του εξαιτίας μεγάλης έκπληξης, οργής, θαυμασμού, αιφνιδιασμού κ.λπ. ή που γενικότερα δεν ξέρει πώς να αντιδράσει.
Ο φόβος, η λύπη, ένα απροσδόκητο γεγονός, μία κακή είδηση κ.λπ., η κατάσταση, δηλαδή, κατά την οποία μια ισχυρή συγκίνηση συγκλονίζει ψυχικά τον άνθρωπο εκφράζεται με τρεις τρόπους: με την έννοια του ‘πλήγματος’, με την έννοια της ‘έλλειψης κινήσεως και δράσεως’ και με την έννοια της ‘έλλειψης φωνής’.
- Η έννοια του ‘πλήγματος’ έδωσε τα εμβρόντητος (χτυπημένος από βροντή, κεραυνό), κεραυνοβολημένος, κατάπληκτος (κυριολεκτικά ‘χτυπημένος δυνατά’) και αποσβολωμένος (αυτός που έχει γίνει ασβόλη, καπνιά από ισχυρό πλήγμα κ.λπ.). Όλες οι λέξεις που ανήκουν σε αυτό το σημασιολογικό πεδίο έχουν αρνητικό περιεχόμενο, δηλώνουν δηλαδή ισχυρή συγκίνηση από κάτι κακό, γι’ αυτό λέξεις όπως έκπληκτος, έκθαμβος ή εκστατικός δεν μπορούν, από την άποψη αυτή, να θεωρηθούν συνώνυμες, αφού έχουν ‘καλή σημασία’: δηλώνουν γενικά συγκίνηση για κάτι καλό, θετικό, ωφέλιμο.
- Η έννοια της "έλλειψης κινήσεως και δράσεως" έδωσε τα στήλη άλατος (‘κοκκαλωμένος, ακίνητος’, από το πάθημα της γυναίκας του Λωτ), σαστισμένος (κυριολ. ‘ταραγμένος’, τουρκ. şaşmak ‘τα χάνω, απορώ’), χαμένος (από τη φρ. "τα χάνω", πβ. και τη φρ. ‘‘χάνω το μυαλό μου’’) και αμήχανος (δεν έχω τρόπο να πράξω, δεν ξέρω τι να κάνω).
- Η έννοια της "απώλειας φωνής" έδωσε τα ενεός (‘αφωνος’), άναυδος (αυδή ‘φωνή, ομιλία’), άλαλος (λαλώ ‘μιλώ’) και άφωνος (φωνή), καθώς και τη φρ. "με ανοιχτό το στόμα" (χωρίς να βγαίνει φωνή), κεχηνώς (-υία, -ός, μετοχ. του ρ. χάσκω ‘με το στόμα ανοιχτό’).
Ετυμ.: άναυδος< αρχ. ἄναυδος < ἀν- (στερ.) + αὐδή ‘φωνή’ + -ος | αὐδή < α- (αθροιστ.) + Fδ- (μηδενισμένο θ. του ουσ. ᾠδή) + -ή.
Από την ίδια ρίζα και οι λέξεις άδω, άσμα, αοιδός, ωδή, αηδών (αηδόνι) κ.ά. Οι λέξεις αυτές, αν και συνδέονται με το τραγούδι και τη μουσική, προέρχονται όλες από την Ι.Ε. ρίζα *wed- ‘μιλώ, τραγουδώ’. Η αρχική αυτή σημασία διασώζεται στο αρχαίο ομόρριζο αὐδή ‘φωνή (ανθρώπου)’ ( < *ἀ-Fδ-ή) (σε αντίθεση με την ομφή τη ‘θεϊκή φωνή’), το οποίο δεν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική.
Το αρχ. ωδή είναι συνηρημένος τύπος του ουσ. αοιδή. Στο ίδιο ετυμολογικό πεδίο ο ωδικός, η ωδική, το ωδείο και τα σύνθετα σε -ωδός: τραγωδός, μελωδός ραψωδός υμνωδός κ.ά. απ’ όπου και τα παράγωγα σε -ωδία, π.χ. τραγωδία, μελωδία κ.ά.
Από την αυδή προέρχεται και το ρήμα απαυδώ (απηύδησα, έχω απαυδήσει), το οποίο σημαίνει ‘φτάνω σε ένα όριο στο οποίο εξαντλείται η υπομονή μου, δεν έχω πια την ψυχική αντοχή να κάνω κάτι’.
Το ρήμα είναι αρχαίο. Η αρχική του σημασία ήταν ‘απαγορεύω, αρνούμαι’ και η ελληνιστ. ‘κουράζομαι (κυριολ. μένω άφωνος) από κάτι δυσάρεστο, εξαντλούμαι’.
Από τη συχνή χρήση του ρήματος απαυδώ στον αόριστο, από το απηύδησα (με το -η- της αύξησης) θεωρήθηκε ότι το ρήμα έχει -η- και στον ενεστώτα και στους άλλους χρόνους. Έτσι σχηματίστηκαν οι τύποι απηυδώ και έχω απηυδήσει, αντί απαυδώ και έχω απαυδήσει.
Ετυμ.: αρχ. ἀπαυδῶ ‘απαγορεύω’ < ἀπ(ό) + αὐδῶ ‘μιλώ’ | αὐδῶ < αὐδ(ή) ‘ομιλία’ + -ῶ.
(πηγές: ΛΝΕΓ, Ετυμ. Μπαμπινιώτη, ΜΗΛΝΕΓ)
Πηγή: Σπύρος Καρτσώνης
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη