daskalos
"Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του κράτους να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 6.250 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας που δεν τους χορηγήθηκαν"

Μια αγωγή κατά του ελληνικού δημοσίου από εκπαιδευτικούς που έγινε το 2019 απορρίφθηκε με Απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Πατρών πριν λίγους μήνες.

Αναλυτικά

Το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο Πατρών, με απόφαση του (248/2024) απέρριψε την έφεση εκπαιδευτικών οι οποίοι ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του κράτους να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 6.250 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας που δεν τους χορηγήθηκαν από 1-1-2013 έως 30-4-2019.

Σύμφωνα με το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο Πατρών "η διάταξη, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους, καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης".

Και συμπληρώνει: "Επομένως, το επίδικο μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος"

Θυμίζουμε ότι τα "δώρα" καταργήθηκαν πλήρως, από 1-1-2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο (ήτοι και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α.).

Ολόκληρη η Απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Πατρών

Κατάργηση επιδομάτων εορτών και αδείας - Δημόσιοι υπάλληλοι - Εκπαιδευτικοί -.

Στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, χωρίς ωστόσο να κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου. Η διάταξη, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους, καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεν παραβιάζει το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ούτε το Σύνταγμα.

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

Αριθμός απόφασης: Α248/2024

TO ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

Τμήμα Γ' Μονομελές

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του (αίθουσα Κακουργιοδικείου του Δικαστικού Μεγάρου Πατρών) στις 22 Μαρτίου 2024 με δικαστή την Ελένη Παπαδάκη, Εφέτη Δ.Δ, και Γραμματέα την Αναστασία Θανοπούλου, δικαστική υπάλληλο,

       για να δικάσει την έφεση με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πάτρας ΕΦ ./10-2-2022 και αριθ. Β.Ε.Μ. του παρόντος Δικαστηρίου ΕΦ ./17-2-2022,

         των: 1) ... και 45) ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Βασιλείου Γαλανόπουλου,

       Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και το οποίο παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Επαμεινώνδα Αποστολόπουλου

       Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι διάδικοι που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση άλλως η μεταρρύθμιση της 1030/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών (2° Τμήμα) με την οποία απορρίφθηκε η από 20-2-2019 αγωγή (ΑΓ ./20-2-2019) των εκκαλούντων. Με την αγωγή αυτή, οι εκκαλούντες, μόνιμοι υπάλληλοι του εφεσίβλητου (εκπαιδευτικοί), ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του τελευταίου να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 6.250 ευρώ, που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας που δεν τους χορηγήθηκαν από 1-1-2013 έως 30-4-2019, λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικείμενης σε συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις κατάργησής τους, με τη διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Τα εν λόγω ποσά ζητούν να τους καταβληθούν εντόκως, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας (6%), από τη δήλη ημέρα που εκάστη από τις ανωτέρω παροχές έγινε απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επικουρικά δε επιδιώκουν να αναγνωστεί η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω ποσών ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να τους καταβάλει επιπλέον και το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ' άρθρο 932 του Α.Κ. για την ηθική βλάβη που υπέστησαν ως ισχυρίζονται, από την ίδια ως άνω αιτία. Τέλος, με την δεύτερη επικουρική βάση ζήτησαν τα ποσά που αντιστοιχούν στα ανωτέρω επιδόματα και σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το επίθετο της 34η εκκαλούσας, πρέπει να διορθωθεί στο ορθό «Μοντεσ...» αντί του εσφαλμένου «Μονστε..» που αναγράφεται στο δικόγραφο της έφεσης.

2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α97) ορίζει: Στο άρθρο 277, ότι: «1. (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ.7 του άρθρου 22 του ν.3226/2004, Α24) Για το παραδεκτό των ένδικων... μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παράβολου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 139Α. 2. Το παράβολο ορίζεται: ... β) για ... την έφεση ... σε διακόσια (200) ευρώ (όπως τα ποσά των προβλεπόμενων από τη διάταξη αυτή παραβολών αναπροσαρμόστηκαν, από την 23-1-2017, με τα άρθρα 37 και 45 του ν. 4446/2016, Α240). ... 5. Αν τα ένδικα μέσα στρέφονται κατ' αποφάσεων μονομελών δικαστηρίων, τα αντίστοιχα ποσά ή ποσοστά των παραβολών μειώνονται στο μισό. ... 8. Σε περίπτωση άσκησης κοινού ένδικου ... μέσου από περισσοτέρους: αν, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η απαίτηση ... είναι σε ολόκληρο, καταβάλλεται από όλους μαζί ένα μόνο παράβολο, ενώ, αν η, κατά τα παραπάνω, απαίτηση ... είναι διαιρετή, καταβάλλεται από καθέναν ολόκληρο το παράβολο της παρ. 2 ...». Και, στο άρθρο 139Α (που προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004, Α/24), ότι: «1 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 6 του άρθρου 25 του ν.4509/2017, Α201). Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις ... ο Δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο, στους οποίους έχει χορηγηθεί σχετική πληρεξουσιότητα, σε κάθε περίπτωση, είτε αυτοί έχουν παρασταθεί αυτοπροσώπως ή με δήλωση είτε δεν έχουν παρασταθεί, ή τον διάδικο, στην περίπτωση που ο τελευταίος παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις συμπληρώσουν ή να τις καλύψουν, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. Τα στοιχεία που προσκομίζονται για την κάλυψη των τυπικών παραλείψεων επιτρέπεται να είναι και μεταγενέστερα της συζήτησης.». 2. Η πρόσκληση γίνεται τηλεφωνικώς από το γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. ...».

3. Επειδή, για την κρινόμενη έφεση, κατέθεσε το νόμιμο παράβολο ύψους 100€, μόνο η πρώτη των εκκαλούντων (.) (βλ το σχετικό e-Παράβολο, με αριθμό ... της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων). Αντιθέτως, για την κρινόμενη έφεση, οι λοιποί εκκαλούντες δεν κατέθεσαν, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησής της, το, κατά τα αναφερόμενα στην δεύτερη σκέψη, προβλεπόμενο παράβολο, που οφείλεται από κάθε ένα τους χωριστά, αφού, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, οι επίδικες απαιτήσεις είναι διαιρετές. Για το λόγο αυτό, κλήθηκε τηλεφωνικώς, κατά τη διαδικασία του άρθρου 139Α του ΚΔΔ (βλ. τη σχετική, από 23-4-2024 και 24-2-2024, σημείωση στο φάκελο της υπόθεσης), τόσο ο πληρεξούσιος δικηγόρος που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όσο και ο υπογράφων το δικόγραφο πληρεξούσιος δικηγόρος να προσκομίσουν τα οφειλόμενα αντιστοίχως παράβολα, τα οποία, τελικώς, δεν προσκόμισαν. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους λοιπούς, εκκαλούντες.

4. Επειδή, η κρινόμενη έφεση, κατά το μέρος της που ασκήθηκε από την 1η εκκαλούσα (.) έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει, ως προς αυτή, να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

5. Επειδή, με το άρθρο 16 του ν.4024/2011 (ΦΕΚ Α' 226) ορίσθηκε το επίδομα Χριστουγέννων υπέρ των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. στο ποσό των 500 ευρώ και καθένα από τα επιδόματα Πάσχα και αδείας στο ποσό των 250 ευρώ και προβλέφθηκε ότι τα επιδόματα αυτά, εορτών και αδείας, θα καταβάλλονταν, εφόσον οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων και των εν λόγω επιδομάτων, δεν υπερέβαιναν κατά μήνα (υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση) το ποσό των 3.000 ευρώ, σε περίπτωση δε υπέρβασης του ανώτατου αυτού ορίου αποδοχών, τα επιδόματα αυτά θα καταβάλλονταν μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ, μειούμενα αναλόγως. Ακολούθως, προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης, δημοσιεύθηκε ο ν. 4093/2012, με τις διατάξεις του οποίου ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο. Στο πλαίσιο αυτό, με την διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του εν λόγω ν. 4093/2012 καταργήθηκαν πλήρως, από 1-1-2013, τα επιδόματα εορτών και αδείας για όλους τους λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που αμείβονται από το δημόσιο ταμείο (ήτοι και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α.). Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκε ο ν. 4354/2015 (ΦΕΚΑ' 176), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 (κατ’ άρθρο 35 αυτού), με το άρθρο 34 του οποίου καταργήθηκε ρητώς, μεταξύ άλλων, το άρθρο 16 του ν. 4024/2011 και οι κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις.

6. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, βλ. και Ολομ. 3372, 3373/2015, 3177/2014, πρβλ, και Ολομ. 431/2018, 3404- 3406/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, σκ. 35 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το οποίο παγίως δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, χωρίς ωστόσο να κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 19.4.2007, Eskelinen κατά Φινλανδίας, απόφαση της 20.3.2012, Panfile κατά Ρουμανίας, ΣτΕ Ολομ. 481/2018, 3404-3406/2014, 3177/2014, 668/2012, σκ. 34, βλ. και Ολομ. 431/2018, 2192-2196/2014 κ.ά.), εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΣτΕ Ολομ. 481/2018, 668/2012, σκ. 35).

7. Επειδή, όπως περαιτέρω κρίθηκε με τις 1307-1316/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, με την επίμαχη διάταξη του ν. 4093/2012 ο νομοθέτης προέβη στην πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους στρατιωτικούς, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της (βλ. σχετικές αναφορές στο εγκριθέν με το ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής καθώς και στην αιτιολογική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016), δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται στις αποφάσεις 2010/320, 2011/734 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχθηκε ότι: «... εκδόθηκαν αφού διαπιστώθηκε ότι η επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τόσο της ιδίας όσο και της ζώνης του ευρώ εν γένει» και ότι «...στο πλαίσιο αυτό τα δημοσιονομικά μέτρα που προβλέπουν οι επίμαχες αποφάσεις συζητήθηκαν διεξοδικά με την Ελληνική Κυβέρνηση και συμφωνήθηκαν από κοινού από την Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ... Συνεπώς, υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεν ήταν προδήλως αδικαιολόγητο να προβλεφθεί η λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών» (βλ. απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ-531/14, Λεϊμονιά Σωτηροπούλου κατά Συμβουλίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκ. 84, 85, 86). Σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών θεσπίστηκε το προαναφερόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, για τα έτη 2013-2016, βάσει της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013-2016». Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων». Ειδικά σε σχέση με τη μισθολογική δαπάνη, στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά τις παρεμβάσεις που έγιναν από το έτος 2010. Στην ίδια, άλλωστε, διαπίστωση της υψηλής μισθολογικής δαπάνης, ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε. Εξάλλου, τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ο περιορισμός των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων με την κατάργηση τους δικαιολογείται για λόγους γενικού συμφέροντος, που αποσκοπεί στην διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και στη μείωση των δημοσίων δαπανών της Χώρας και, κατά συνέπεια, το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται επίσης στους σκοπούς που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στην διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (πρβλ. ανωτέρω απόφαση Γενικού Δικαστηρίου ΕΕ Τ- 531/14, σκ. 89, 90). Επομένως, το επίδικο μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται δε απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ C-49/18, Carlos Escribano Vindel, σκ. 67 και C-64/16, Accociacao Sindical dos Juizes Portugueses, σκ. 49 και 52).

Εξάλλου, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου της κατάργησης των εν λόγω επιδομάτων εορτών και αδείας, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι παρά τις μειώσεις που επήλθαν στις αποδοχές τους εξακολουθούσαν να έχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. Η δε εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από αυτόν κρίσιμης κατάστασης υπόκειται, κατά τα ανωτέρω, σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35), δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 7.5.2013, σκ. 39).

Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για το νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 48).

Περαιτέρω, ενόψει της κατά τα άνω φύσης των επιδομάτων εορτών και αδείας και του λόγου της θέσπισής τους, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους στερείται, προδήλως, εύλογης βάσης, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτήν μείωση των συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3404-3406/2014, 3177/2014, πρβλ. και Ε.Δ.Δ.Α., Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 31, 45 και 46). Άλλωστε, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του ν. 4093/2012, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι ανεξάρτητα από το ότι ο ν. 4093/2012 περιελάμβανε πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά (βλ. ενδ. ΣτΕ Ολομ. 2307/2014, ΣτΕ 2439/2015, ΣτΕ Ολομ. 3373/2015, ΣτΕ 660/2016, ΣτΕ Ολομ. 734/2016, ΣτΕ 719/2018) αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο. Ενόψει αυτών, η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία, κατ’ εκτίμηση του δημοσιονομικού κόστους (ετήσια εξοικονόμηση δαπάνης) καταργήθηκαν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας, δεν παραβιάζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των απασχολούμενων με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου υπαλλήλων και, συνεπώς, αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, δεν παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 17 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 106 παρ. 1 αυτού, ούτε, άλλωστε, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων. Επίσης, η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσης μέτρα. Εξάλλου, με το άρθρο 34 του ν. 4354/2015 καταργήθηκε και ρητώς το άρθρο 16 του ν. 4024/2011, με διατάξεις του οποίου είχε προβλεφθεί η χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.

8. Επειδή, από την επανεξέταση των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής: η 1η εκκαλούσα, μόνιμη υπάλληλος του εφεσίβλητου (εκπαιδευτικός), υπηρετούσα στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Κεφαλληνίας, δεν έλαβε, κατά τα έτη 2013-2019, επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας (σχ. η από 15.4.2019 βεβαίωση του Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Κεφαλληνίας). Ακολούθως άσκησε την από 20-2-2019 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, όπως αναπτύσσεται με το επ’ αυτής από 20.9.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα και ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να της καταβάλει νομιμοτόκως, τα επιδόματα εορτών και αδείας συνολικού ποσού 6.250 ευρώ, τα οποία στερήθηκε από 1-1-2013 έως 30-4-2019, ισχυριζόμενη ότι η κατάργηση, κατ' εφαρμογή της διάταξης της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του ν.4093/2012, των ανωτέρω, συνδεόμενων με τις αυξημένες ανάγκες των υπαλλήλων του Δημοσίου που προκύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και τις θερινές διακοπές, παροχών, η οποία θεσπίσθηκε, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την αναγκαιότητα, σκοπιμότητα και προσφορότητα αυτής, κατόπιν αλλεπάλληλων επαχθών μέτρων (φορολογικής κυρίως φύσης) σε βάρος της ίδιας κατηγορίας πολιτών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η οξεία δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και συντέλεσε στη, δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό, υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης αυτών, θέτοντας υπό διακινδύνευση την αξιοπρεπή τους διαβίωση, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5, 5 παρ. 1, 22 παρ. 1 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και στο άρθρο 4 παρ. 1 του, κυρωθέντος με τον ν. 4359/2016 (ΦΕΚ Α' 5), Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Περαιτέρω, η 1η εκκαλούσα υποστήριξε ότι η διάταξη της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του ν. 4093/2012 είναι ανίσχυρη και ως αντικείμενη στο άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η θεσπιζόμενη μ' αυτή ρύθμιση συνεπάγεται τη σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης και, συγκεκριμένα, τη δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινωνικής διαβίωσης της ανωτέρω υπαλλήλου, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι οι θεμελιούμενες για έκαστο υπάλληλο με το προγενέστερο νομοθετικό  καθεστώς αποδοχές περιορίστηκαν, ως εκ της σωρευτικής τους μείωσης, σε σημαντικό βαθμό και, μάλιστα, χωρίς ειδική, κατά τα προεκτεθέντα, αιτιολογία. Ακόμη, υποστήριξε ότι η κρίσιμη κατάργηση αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, δοθέντος ότι είχε δημιουργηθεί στην ίδια από μακρού χρόνου η σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ορισμένες παροχές, όπως οι ένδικες, θα συνέχιζαν να της καταβάλλονται και στο μέλλον, είναι δε επιβεβλημένο αυτή να προστατεύεται από αδικαιολόγητες και αιφνίδιες νομοθετικές μεταβολές αναφορικά με τις αποδοχές της, οι οποίες δεν εξυπηρετούν αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, ούτε μπορούν να προβλεφθούν. Τέλος, η 1η εκκαλούσα υποστήριξε ότι η προαναφερόμενη διάταξη αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1,22 παρ. 2 και 4, 23 και 88 του Συντάγματος, στις 87, 98, 150 και 151 Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας [που κυρώθηκαν, αντίστοιχα, με το ν.δ.4204/1961 (ΦΕΚ Α' 174), το ν.δ.4205/1961 (ΦΕΚ Α' 174), τον ν.1546/1985 (ΦΕΚ Α' 94) και τον ν.2405/1996 (ΦΕΚ Α' 101)] και στο άρθρο 8 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.1532/1985 (ΦΕΚ Α' 45), Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα. Εξάλλου, το εφεσίβλητο Ελληνικό ζήτησε με το από 20.9.2021 νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενο, καταρχάς, ότι οι αξιώσεις της 1η εφεσίβλητης έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή των άρθρων 90 παρ. 3 του ν.2362/1995 (ΦΕΚ Α' 247) και 140 παρ. 3 του ν.4270/2014 (ΦΕΚ Α' 143). Περαιτέρω, υποστήριξε ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης, δια της θέσπισης της διάταξης της περ. 1 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του ν.4093/2012, των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Με την εκαλλουμένη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την 1ης εκκαλούσα, ως νόμω αβάσιμη.

9. Επειδή, οι ισχυρισμοί της 1ης εκκαλούσας περί αντίθεσης της επίμαχης ρύθμισης του ν. 4093/2012 στα άρθρα του Συντάγματος 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4, 106 παρ. 1 καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης ούτε του άρθρου 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επερχόμενη, με την κατάργηση των επίδικων επιδομάτων, μείωση των συνολικών αποδοχών των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωσή τους ( βλ. και ΑΠ 7/2023), απορριπτομένου ως αβάσιμου και του ισχυρισμού περί παράβασης της κατοχυρωμένης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας (βλ. ενδεικτικά σκέψη 20η της Ολομ. ΣτΕ 1307/2019) και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών συγκεκριμένου ύψους και δεν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Εξάλλου, για τον λόγο αυτό απορριπτέος ως αβάσιμος παρίσταται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 4 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1426/1984 (ΦΕΚΑ' 32) Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (Ε.Κ.Χ.), με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή, ώστε να εξασφαλίζει σε αυτούς και τις οικογένειές τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, καθώς, ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω διατάξεις αναφέρονται σε υπαλλήλους του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 3258/2013, 217/2012), πάντως στο συγκεκριμένο ζήτημα, το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την ως άνω διάταξη (πρβλ. ΣτΕ 3258/2013). Οι δε ισχυρισμοί της 1ης εκκαλούσας, περί παραβίασης των άρθρων 22 παρ. 2 (που προβλέπει τις συλλογικές συμβάσεις ως μέσο καθορισμού των αποδοχών των εργαζομένων) και 23 (που κατοχυρώνει την συνδικαλιστική ελευθερία) του Συντάγματος, του άρθρου 8 (για τη συνδικαλιστική ελευθερία) του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1532/1985 (ΦΕΚ Α' 45) καθώς και των άρθρων 87 («περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος»), 98 («περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγμάτευσης»), 150 («για τη διοίκηση της εργασίας: Ρόλος, καθήκοντα και οργάνωση») και 151 («Για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση») των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, που κατοχυρώνουν την συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης, είναι ομοίως απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον οι ως άνω διατάξεις, ανεξάρτητα από το αν αναφέρονται σε υπαλλήλους του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 3258/2013, 217/2012), πάντως, δεν σχετίζονται με την ένδικη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας της 1ης εκκαλούσας, ως υπαλλήλου του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 3783/2015 επταμ. σκ. 20, 1283 Ολομ. σκ. 37, 668/2012 Ολομ. σκ. 43). Και τούτο, διότι με την παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α' 297) είχε, ήδη, προβλεφθεί ότι τα ρυθμιζόμενα από τον νόμο αυτό θέματα - μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και λοιπών ν.π.δ.δ., τα οποία καταργήθηκαν με την επίμαχη διάταξη - «δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων». Εξάλλου, με την παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, επίσης, προβλέφθηκε ότι τα ρυθμιζόμενα από το Κεφάλαιο Δεύτερο θέματα - μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, τα οποία καταργήθηκαν με την επίμαχη διάταξη - «δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων». Ακόμη, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση του ν. 4093/2012 αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος (απαγόρευση οποιοσδήποτε μορφής αναγκαστικής εργασίας). Τούτο διότι, με την παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της εργασίας, υπό την αρνητική του μορφή, υπέρ οιουδήποτε ανθρώπου, είτε αυτός εργάζεται ως μισθωτός, ελεύθερος επαγγελματίας ή έμπορος, είτε δεν εργάζεται. Περαιτέρω δε, προβλέπεται ότι η ως άνω κατοχυρούμενη ελευθερία επιτρέπεται να καταλυθεί, δια της επιβολής επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών, μόνον στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 22 του Συντάγματος και ειδικώτερα πέραν των περιπτώσεων πολέμου ή επιστράτευσης, για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας, καθώς και για την αντιμετώπιση επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία (ΣτΕ 1745/2014, 773/2017). Επομένως οι ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 22 του Συντάγματος με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν σχετίζονται με τη διασφάλιση συγκεκριμένου ύψους αποδοχών των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και κατ’ επέκταση, δεν σχετίζονται με την επίμαχη ρύθμιση, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής, εν προκειμένω, και το άρθρο 88 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται στην ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών, στις αποδοχές, την εκπαίδευσή τους προ του διορισμού τους, την παύση, την αποχώρηση, και την μετάταξή τους και δεν σχετίζεται με την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και ο σχετικός ισχυρισμός, πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Επομένως, η αγωγή, έχουσα το ανωτέρω αντικείμενο και νομική βάση, παρίσταται, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, αβάσιμη ως προς την 1η εκκαλούσα και πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου δε ότι η κατάργηση των ένδικων επιδομάτων εορτών και αδείας δεν αντίκειται, κατά τα ανωτέρω, σε οιαδήποτε συνταγματική ή άλλη διάταξη, δεν υφίσταται παρανομία των οργάνων του εφεσίβλητου από την μη καταβολή στην 1η εκκαλούσα των ένδικων επιδομάτων και, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη και ως προς την επικουρική της βάση (άρθρα 105 - 106 του ΕισΝΑΚ), ούτε συναφώς συντρέχει περίπτωση επιδίκασης ποσού 1.000 ευρώ ως εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Τέλος, ενόψει του ότι η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού ασκείται παραδεκτώς μόνο εφόσον ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την έγερση αγωγής αποζημίωσης των άρθρων 105 - 106 του ΕισΝΑΚ, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από αδικοπραξία (ΣτΕ 651/2018, 2367/2017, 514, 528/2014, ΑΠ 1041/2009, 16/2008, 1773/2007, 104/2003 και πρβλ. ΣτΕ 531/2007), εν προκειμένω δε οι αγωγικές αξιώσεις στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και ως προς την δεύτερη επικουρική βάση του άρθρου 904 του Α.Κ.. Επομένως, ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς και νομίμως απέρριψε με την από 20-2-2019 αγωγή, ως αβάσιμη, κατά το μέρος που αφορά την 1η εκκαλούσα.

        10. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη κατά το μέρος που αφορά την 1η εκκαλούσα και ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά τους λοιπούς από τους εκκαλούντες και να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το καταβληθέν από την 1η εκκαλούσα παράβολο (ΚΔΔ, άρθρο 277 παρ. 9). Τέλος δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα σε βάρος των εκκαλούντων, ελλείψει σχετικού αιτήματος από το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο (ΚΔΔ, άρθρο 275 παρ. 7).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

  -Απορρίπτει την έφεση.

  -Διατάσσει να καταπέσει το παράβολο που καταβλήθηκε από την 1η εκκαλούσα.

  Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 23-5-2024.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ                       ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 19/8

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

στρατιωτικές σχολές
Πανελλήνιες Εξετάσεις: Τι σχεδιάζεται να αλλάξει στις εξετάσεις για τις Στρατιωτικές Σχολές
Η ερώτηση του Συμεών Κουπέλογλου για τις προκαταρκτικές Εξετάσεις Εισαγωγής (ΠΚΕ) σε Στρατιωτικές Σχολές
Πανελλήνιες Εξετάσεις: Τι σχεδιάζεται να αλλάξει στις εξετάσεις για τις Στρατιωτικές Σχολές
daskala.jpg_b2_12.jpg
Διεύθυνση Εκπαίδευσης καλεί διευθύντρια σχολείου για παροχή έγγραφων εξηγήσεων
Η διευθύντρια έχει κληθεί σήμερα Δευτέρα 19/8  στις 14.00 να δώσει έγγραφες εξηγήσεις γιατί δεν πήρε μέρος στην αξιολόγηση
Διεύθυνση Εκπαίδευσης καλεί διευθύντρια σχολείου για παροχή έγγραφων εξηγήσεων