Η λέξη σφαλιάρα προέρχεται από τον ιταλικό όρο «sfagliaro».
Στα ελληνικά η σφαλιάρα λέγεται ράπισμα [Κυριολεκτικά η λέξη ράπισμα σημαίνει χτύπημα με την παλάμη του χεριού. Μεταφορικά έχει τη σημασία της ηθικής αποδοκιμασίας (π.χ. οι δηλώσεις του αποτέλεσαν ηχηρό ράπισμα). Η ρίζα της λέξης βρίσκεται στο ρήμα ραπίζω = χτυπώ και στο ουσιαστικό ραπίς = το ραβδί.]
σφαλιάρα η [sfalára]: (οικ.) δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης· καρπαζιά: Θα σου δώσω / τραβήξω μια ~. Έφαγε δυο σφαλιάρες. ΦΡ κάποιος τρώει σφαλιάρες / είναι άνθρωπος της σφαλιάρας, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και εκμετάλλευσης από τους άλλους.
Εκφράσεις
παίζω σφαλιάρες (με κάποιον): είμαι πολύ φίλος, πολύ οικείος (με κάποιον)
Παράγωγα
σφαλιαρίζω
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 20/02
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση