Το Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΥΠΑΙΘ, είναι ένα τεχνικό εκτενές κείμενο 70 σελίδων, το οποίο αφορά στην περίοδο 2021-2025 και καθορίζει τον τρόπο αξιοποίησης των εθνικών πόρων του ΠΔΕ για την επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού προγραμματισμού του στους τομείς αρμοδιότητάς του.
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο που παρουσιάζει σήμερα το alfavita.gr , ο συνολικός προϋπολογισμός του ΤΠΑ του ΥΠΑΙΘ ανέρχεται στα εξακόσια είκοσι (620) εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το εγκεκριμένο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης για το 2021-2025 (ΠΥΣ 38/31-08-2020 ΦΕΚ 174 Α) Στο κείμενο καταγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση και αποτυπώνονται τα δυνατά και αδύναμα σημεία του ΥΠΑΙΘ
Τι αφορά
Ειδικότερα, σε ότι αφορά στο ΤΠΑ του ΥΠΑΙΘ δίνεται έμφαση στην στήριξη της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης σε κτηριακές εγκαταστάσεις, καθώς και στη γενικότερη ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό των υποδομών όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης.
Το ΤΠΑ του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων καταρτίστηκε από το Τμήμα Α’ Κατάρτισης Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) της Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Διαχείρισης Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του ΥΠΑΙΘ, έπειτα από επιτελική διαβούλευση με τις Γενικές Γραμματείες του Υπουργείου. Το ΤΠΑ λαμβάνει υπόψη τις ήδη χρηματοδοτούμενες δράσεις από το ΠΔΕ του ΥΠΑΙΘ (εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος) ενώ προβλέπει και νέες παρεμβάσεις σε όλο το φάσμα των τομέων πολιτικής του Υπουργείου. Το σύνολο των προβλέψεων του ΤΠΑ του ΥΠΑΙΘ για την προγραμματική περίοδο 2021-2025 καθορίζει τις προτεραιότητες ανά άξονα στο πλαίσιο των εθνικών αναπτυξιακών στόχων, τους ειδικούς στόχους, τον προϋπολογισμό, καθώς και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από την εφαρμογή του.
Πως περιγράφει το ΤΠΑ την ελληνική εκπαίδευση σε 10 βασικούς τομείς
Α) Συμμετοχή στην εκπαίδευση
Η δίχρονη προσχολική εκπαίδευση επεκτείνεται διαρκώς, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση. Το ποσοστό φοίτησης στην προσχολική εκπαίδευση (4-6 ετών) το έτος 2018 ανήλθε σε ποσοστό 81,5% ενώ υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ (95,4%) και του ευρωπαϊκού κριτηρίου. Στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) η σχολική διαρροή παραμένει υψηλή. Παρότι έχουν εισαχθεί σημαντικές παρεμβάσεις για την αναβάθμισή της, όπως το πρόγραμμα Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ, σημειώνεται ως αδύνατο σημείο η υψηλή μαθητική διαρροή (11%), που είναι αρκετά μεγαλύτερη σε σχέση με τη γενική εκπαίδευση. Η συμμετοχή στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί δυνατό σημείο, δεδομένου ότι το έτος 2018, ποσοστό 44,3% του πληθυσμού, ηλικίας 30-34 ετών, ολοκλήρωσαν την ανώτατη εκπαίδευση έναντι του εθνικού στόχου ποσοστού 32% και του ευρωπαϊκού στόχου ποσοστού 39,9% (ΜΟ ΕΕ 40,7%). Επίσης, δυνατό σημείο Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων 2021-2025 11 | Σ ε λ ί δ α στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί η αύξηση συμμετοχής στον 2ο και 3ο κύκλο σπουδών μεταξύ των ετών 2002-2017, με αύξηση των αποφοίτων σε ποσοστό +339,4% (13.227 απόφοιτοι) για τον 2ο κύκλο και ποσοστό +189% (1.593 άτομα) για τον 3ο κύκλο. Ωστόσο, αδύνατο σημείο αποτελούν τα χαμηλά ποσοστά και ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των σπουδών και η έλλειψη συστηματικής συλλογής σχετικών στοιχείων. Οι ανισότητες στη συμμετοχή στην εκπαίδευση αποτελούν αδύνατο σημείο του εκπαιδευτικού συστήματος. Παρά το γεγονός ότι η πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης από τους νέους ηλικίας 18-24 ετών σημείωσε περαιτέρω μείωση μεταξύ γηγενών (5,4% το έτος 2016 και 3,9% το έτος 2017), αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό (16,9% το έτος 2016 και 17,9% το έτος 2017) διευρύνοντας, με αυτόν τον τρόπο, το χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων. Επιπλέον, διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων, κατά 2,1 μονάδες, καθώς το ποσοστό των ανδρών που εγκατέλειψαν ήταν υψηλότερο από εκείνο των γυναικών κατά 5,7%. Επίσης, ανισότητες παρατηρούνται αναφορικά με αστικές και αγροτικές περιοχές και με μαθητές προερχόμενους από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα. Χαμηλή είναι και η ανταπόκριση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στην υποστήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ενώ ένα επιπλέον αδύνατο στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελεί, η μη ένταξη στην εκπαίδευση αξιοσημείωτου ποσοστού μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Τέλος, ανισότητες παρατηρούνται διαχρονικά και στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση μεταξύ φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με «υψηλό» και «πολύ υψηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (36,3% και 2,1 % για το έτος 2001 έναντι 45,6% και 4,7% για το έτος 2014,αντίστοιχα), με αντίστοιχη μείωση στις οικογένειες με «μεσαίο» και «χαμηλό» κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο (52,1% και 9,5% το έτος 2001 έναντι 42,5% και 7,2% το έτος 2014, αντίστοιχα). Η διαφορά εντάθηκε στη διάρκεια της κρίσης, σε βάρος κυρίως φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «μεσαίου» μορφωτικού επιπέδου και λιγότερο φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες «χαμηλού» μορφωτικού επιπέδου.
Β) Δεξιότητες
Χαμηλές επιδόσεις παρουσιάζονται στο Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών 15 ετών του ΟΟΣΑ (PISA). Το ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόσεις ήταν 30,5% στην κατανόηση κειμένου (literacy) έναντι 21,7% ΜΟ στην ΕΕ, 35,8% στον αριθμητισμό (numeracy) έναντι 22,4% ΜΟ στην ΕΕ και 31,7% στις φυσικές επιστήμες έναντι 21,6% ΜΟ στην ΕΕ. Το ποσοστό υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό στόχο για το έτος 2020 που ορίστηκε σε <15%, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης των εν λόγω δεξιοτήτων. Οι επιδόσεις του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας στη γλώσσα (literacy), στον αριθμητισμό (numeracy) και στην επίλυση προβλήματος (problem solving) είναι χαμηλές. Ποσοστό 26,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο στην κατανόηση κειμένου με αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ 18,9%, ποσοστό 28,5% των ενηλίκων έχει πολύ χαμηλό επίπεδο αριθμητισμού με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 22,7%, ενώ οι δεξιότητες υψηλού επιπέδου επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων είναι σε ποσοστό 5,6% με ΜΟ στον ΟΟΣΑ 11,2%. Αναδεικνύεται, συνεπώς, η ανάγκη επέκτασης της συμμετοχής στη διά βίου μάθηση αλλά και ενίσχυσης της απόκτησης δεξιοτήτων και ικανοτήτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ώστε να υποστηριχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και η ισότιμη συμμετοχή των πολιτών όλων των ηλικιών. Αναφορικά με τις ανισότητες στις επιδόσεις, στην Ελλάδα μόνο το 1% των μαθητών που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον σημείωσαν πολύ υψηλές επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου (επίπεδα 5 και 6), έναντι 3% του Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, το 12% περίπου των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο πέτυχαν επίδοση που τους κατέταξε στο υψηλότερο ποσοστό 25% της βαθμολογίας στην κατανόηση κειμένου, έναντι 17% αντίστοιχου υπόβαθρου μαθητών που πέτυχαν αντίστοιχη επίδοση στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Γ) Ψηφιακές δεξιότητες
Μέχρι σήμερα το ψηφιακό σχολείο δεν έχει επιτευχθεί στον απαιτούμενο βαθμό και οι ψηφιακές δεξιότητες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ως μεγάλο κενό. Αναφορικά με τις ψηφιακές δεξιότητες, η χώρα μας κατατάσσεται στην 26η θέση στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) για το έτος 2019 με το 54% των ατόμων ηλικίας 16-74 ετών να μην έχουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες και το 31% να μην έχουν καμία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ υπολείπεται και στο ποσοστό πτυχιούχων Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ). Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ στην κατάταξη του Eυρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI), με βαθμολογία 9/100 ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων (skills matching), ενώ είναι στην 24η θέση ως προς την ενεργοποίηση των δεξιοτήτων (skills activation) με βαθμολογία 43/100 και τέλος ως προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων (skills development) βρίσκεται στην 23η θέση με βαθμολογία 41/100. Μια σειρά μέτρων έχουν, ήδη, αναληφθεί για τη βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων, όπως το Κρατικό Πιστοποιητικό Πληροφορικής για μαθητές Γ΄ Γυμνασίου, αλλά θα πρέπει να αναληφθούν επιπλέον δράσεις για την αντιστροφή της υφιστάμενης κατάστασης. Η έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες είναι ζωτικής σημασίας και εξαιρετικά επείγουσα, καθώς θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον ψηφιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας.
Δ) Εκπαιδευτικοί
Δυνατό σημείο αποτελεί το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των εκπαιδευτικών, ωστόσο αδύνατο σημείο είναι ότι οι εκπαιδευτικοί στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης των παιδαγωγικών τους ικανοτήτων, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαπιστώνονται ελλείμματα στη διά βίου επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, καθώς εφαρμόζονται κυρίως βραχυχρόνιες επιμορφώσεις χωρίς στρατηγικό σχέδιο, ως συνοδευτικές δράσεις επιμέρους μεταρρυθμίσεων, ή για την απόκτηση δεξιοτήτων ΤΠΕ περιορισμένου αριθμού εκπαιδευτικών, χωρίς να καλύπτεται το σύνολο των εκπαιδευτικών αναγκών και η υποστήριξη του εκπαιδευτικού τους έργου. Ως εκ τούτου, οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτελεσματική διαχείριση ιδιαίτερα νέων φαινομένων, όπως σχολικός εκφοβισμός, πολυπολιτισμική σύνθεση σχολείων, διαχείριση συγκρούσεων. Δυσκολίες σε χρήση ΤΠΕ και γήρανση εκπαιδευτικού προσωπικού: Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών δυσκολεύεται να χρησιμοποιεί ΤΠΕ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών συνταξιοδοτήθηκε και η μη δυνατότητα προσλήψεων λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών αύξησε υπέρογκα τον αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα παρατηρείται γήρανση του εκπαιδευτικού προσωπικού σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Ε) Σύνδεση με την αγορά εργασίας
Υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων παρουσιάζονται συνολικά και ανά βαθμίδα εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της κρίσης ήταν σημαντικές στο εκπαιδευτικό σύστημα και δημιούργησαν κενά στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση. Η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών ανήλθε το έτος 2018 σε ποσοστό 39,9% έναντι 16,1% της ΕΕ ενώ η ανεργία ενηλίκων ηλικίας 25-54 ετών ανήλθε σε ποσοστό 18,9% με τον ΜΟ της ΕΕ 6,8%. Οι προοπτικές απασχόλησης έχουν βελτιωθεί για τους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης, ωστόσο το ποσοστό απασχόλησής τους εξακολουθεί να είναι στο χαμηλότερο επίπεδο στην ΕΕ (59% το έτος 2018, 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το έτος 2015) με ΜΟ ΕΕ 85,5%. Παρ’ όλα αυτά, η απόκτηση πτυχίου, μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου σπουδών βελτιώνει την απασχολησιμότητα, δεδομένου ότι το αντίστοιχο ποσοστό για αποφοίτους λυκείου και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι σημαντικά χαμηλότερο (45,2%). Το ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων είναι χαμηλότερο από τον αντίστοιχο Μ.Ο ποσοστού της ΕΕ σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων, βάσει του επιπέδου εκπαίδευσης ηλκίας 20-34 ετών για αποφοίτους γυμνασίου και λυκείου ανέρχεται σε 49,1% (ΜΟ ΕΕ 76,8%) το έτος 2018 και σε αποφοίτους μαθητείας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ), πτυχιούχους ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ΑΕΙ) πρώτου, δεύτερου καιτρίτου κύκλου σπουδών ανέρχεται σε ποσοστό 59% (ΜΟ στην ΕΕ 85,5%). Επιπλέον, εμφανίζεται έλλειψη επαρκών συστημάτων ιχνηλάτησης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των αποφοίτων όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, υπάρχει αδυναμία διαμόρφωσης στρατηγικής για την πρόσβαση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Εμφανής είναι και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αποφοίτων ως προς τη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας. Ενώ η κατοχή πτυχίου συμβάλλει στην απασχολησιμότητα, ωστόσο οι αναντιστοιχίες φαίνεται ότι ενισχύονται, καθώς η προσφορά αποφοίτων υψηλών προσόντων αναμένεται να αυξηθεί, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό νέων θέσεων που αναμένεται να δημιουργηθεί τα προσεχή χρόνια θα είναι μέσου επιπέδου ειδίκευσης (από το 44,3% το έτος 2011 θα ανέλθει στο 46% το έτος 2030). Η κατάργηση των ΤΕΙ συνδυαστικά με τη χαμηλή ελκυστικότητα της ΕΕΚ αναμένεται να αυξήσουν την αναντιστοιχία δεξιοτήτων, εάν δεν ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Έντονες αναντιστοιχίες και κενά παρουσιάζονται αναφορικά με τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση, καθώς το 36% των επιχειρήσεων δυσκολεύονται στην πλήρωση των θέσεων εργασίας με εντονότερο το πρόβλημα στην ενέργεια (49%) και στην ψηφιακή οικονομία (42%). Οι ελλείψεις δεξιοτήτων είναι εντονότερες στους κλάδους αγροδιατροφής και διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας (logistics), ενώ, λιγότερο επαρκείς είναι οι δεξιότητες για την εξωστρέφεια επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό, για την εισαγωγή καινοτομιών στην ανάπτυξη προϊόντων και για τις στρατηγικές μάρκετινγκ και δικτύου πωλήσεων. Η ζήτηση για εξειδικευμένους τεχνικούς, τεχνίτες, και χειριστές μηχανημάτων είναι υψηλή. Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται η ανάγκη για στροφή του εκπαιδευτικού συστήματος σε ψηφιακές, οριζόντιες δεξιότητες, γνώσεις Science, Technology, Engineering, Mathematics (STEM) και γνώσεις βασισμένες στην εμπειρία στον χώρο παραγωγής εργασίας. Ως προς την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, διαπιστώνεται μειωμένη αποτελεσματικότητα, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχει καταφέρει να παράγει επαγγελματικά προσόντα πολλαπλών επιπέδων έτσι ώστε να ενισχυθεί το ανθρώπινο δυναμικό για την ένταξή του στην αγορά εργασίας η οποία έχει μεγάλες προσδοκίες, στις αναντιστοιχίες ειδικοτήτων με την αγορά εργασίας και τις τοπικές ανάγκες, στην αποσπασματική αντιμετώπιση του σχεδιασμού και της υλοποίησης προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης χωρίς ουσιαστική και θεσμοθετημένη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, στην ελλιπή επαγγελματική αποκατάσταση αποφοίτων ΕΕΚ και στις περιορισμένες προσδοκίες. Επίσης, υπάρχει κατακερματισμός της ΕΕΚ και διασπορά φορέων, χωρίς ενιαίο συντονισμό και σχεδιασμό και μη ύπαρξη κοινών κανόνων προτύπων για τις δομές ΕΕΚ. Στοχευμένες παρεμβάσεις ενίσχυσαν το ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων ΕΕΚ (από 37,5% το έτος 2015 σε 50,5% το έτος 2018). Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν στην αναβάθμιση της ΕΕΚ, στη βελτίωση της ποιότητας, και στη διασύνδεση με την αγορά εργασίας όπως το μεταλυκειακό έτος τάξης μαθητείας σε ΕΠΑΛ-Μαθητεία και σε ΙΕΚ. Ωστόσο, υπολείπεται του ΜΟ της ΕΕ (79,5%), γεγονός που οδηγεί στην ανάγκη να ενταθούν οι προσπάθειες για τη βελτίωση της σύνδεσης της ΕΕΚ με την αγορά εργασίας. Κύμα φυγής του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain) δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια. Το brain drain συμπεριέλαβε και τον κλάδο των εκπαιδευτικών, αλλά και νέους πτυχιούχους άλλων γνωστικών αντικειμένων. Συνολικά ποσοστό 5,9% έως 8% Ελλήνων πτυχιούχων ηλικίας 25-64 ετών (91.250 έως 123.289 άτομα) αποχώρησε από τη χώρα την περίοδο 2008-2017. Για την ανάσχεση του brain drain λήφθηκαν μια σειρά μέτρων όπως η ενεργοποίηση δράσεων για χορήγηση υποτροφιών για δεύτερο και τρίτο κύκλο σπουδών και η ενίσχυση των νέων ερευνητών
ΣΤ) Διεθνοποίηση και εξωστρέφεια
Υψηλός αριθμός Ελλήνων φοιτητών και επιστημόνων φοιτούν - εργάζονται στο εξωτερικό, ενώ χαμηλός αριθμός αλλοδαπών φοιτητών φοιτούν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παρατηρείται ότι μεγάλο ποσοστό Ελλήνων σπουδάζουν στο εξωτερικό, το οποίο ανέρχεται το έτος 2017 σε ποσοστό 12,1% Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων 2021-2025 14 | Σ ε λ ί δ α σε προπτυχιακούς απόφοιτους (ΜΟ στην ΕΕ 3,6%) και 25,8% σε απόφοιτους μεταπτυχιακού επιπέδου (ΜΟ στην ΕΕ 5%), και πολύ χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών φοιτητών στα ελληνικά ιδρύματα (ποσοστό 1,6%, ΜΟ στην ΕΕ 10,8%). Ως εκ τούτου παρατηρείται εσωστρέφεια της ανώτατης εκπαίδευσης και έλλειψη διεθνοποίησης. Η ερευνητική δραστηριότητα των ιδρυμάτων υπερέχει έναντι άλλων χωρών της ΕΕ ως προς το πλήθος των δημοσιεύσεων, τη διεθνή αναγνώριση και τις επιδόσεις, την ανάληψη ανταγωνιστικών χρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων (14η θέση ως προς τον αριθμό των δημοσιεύσεων ανά ερευνητή ανάμεσα σε 25 κ/μ της ΕΕ). Ωστόσο, ο διεθνής προσανατολισμός των ιδρυμάτων βρίσκεται στα αρχικά του βήματα, ελλείψει στρατηγικού σχεδίου και διαμόρφωσης του αναγκαίου πλαισίου εφαρμογής.
Ζ) Υποδομές και εξοπλισμοί
Οι σχολικές υποδομές παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις, καθώς συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου σχολείου δεξιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, απαιτούνται μετατροπές και διαμορφώσεις χώρων εντός υφιστάμενων κτηρίων, διδακτηρίων και αύλειων χώρων ή και νέα κτίρια, όπου δεν υπάρχουν. Επίσης, παρά την προμήθεια εργαστηριακού εξοπλισμού και εξοπλισμού ΤΠΕ την τρέχουσα προγραμματική περίοδο, υφίστανται και δημιουργούνται συνεχώς νέες ανάγκες, όπως επαναπροσδιορισμός ειδικοτήτων, νέα προγράμματα σπουδών και ανάγκη απόκτησης νέων δεξιοτήτων. Ακόμα, το δίκτυο των σχολικών κτηρίων και των ιδρυμάτων χρειάζεται ενεργειακή αναβάθμιση καθώς και ενίσχυση της προσβασιμότητάς του για άτομα με αναπηρία. Επιπλέον, η υποχρεωτική εφαρμογή της δίχρονης προσχολικής εκπαίδευσης επιβάλλει την εξασφάλιση επιπλέον αιθουσών και νέων κτηριακών εγκαταστάσεων μόνιμης σχολικής στέγης πέραν των προσωρινών που ήδη δημιουργούνται. Οι δράσεις προμήθειας εξοπλισμού ενίσχυσαν και αντικατέστησαν σε κάποιο βαθμό τον παλαιωμένο εξοπλισμό ΤΠΕ των σχολικών μονάδων, ωστόσο καλύφθηκε ποσοστό μικρότερο των πραγματικών αναγκών, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται. Παράλληλα, διαπιστώνονται ανάγκες για κάλυψη εξοπλισμού ΤΠΕ για τις νέες μορφές μάθησης, λαμβάνοντας υπόψη τη γρήγορη απαξίωσή του. Το ίδιο ισχύει και για τις ψηφιακές υποδομές, οι οποίες, πλέον, είναι απαραίτητες τόσο για τη συνήθη λειτουργία των δομών όσο και για την κάλυψη των αναγκών σε εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αναφορικά με τις υποδομές και τους εξοπλισμούς της ανώτατης εκπαίδευσης προκύπτουν μεγάλες ανάγκες για κτηριακές υποδομές, για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την υποστήριξη της ανάπτυξης νέων σύγχρονων δεξιοτήτων. Ελλείψεις διαπιστώνονται και ως προς τις υποδομές φοιτητικής μέριμνας και φοιτητικής κατοικίας με σημαντικές διαφορές μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η στόχευση σε δράσεις παρεμβάσεων σε υποδομές για μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος αλλά και για την εξασφάλιση της προσβασιμότητας σε όλους αποτελούν προτεραιότητα και ζητούμενο. Οι ψηφιακές υποδομές, τόσο για τις ανάγκες λειτουργίας των ιδρυμάτων όσο και για τις ακαδημαϊκές και ερευνητικές τους δραστηριότητες, είναι κρίσιμης σημασίας και θεωρείται ότι θα πρέπει να καλυφθεί μεγάλο έδαφος για να προσεγγιστεί ο επιθυμητός βαθμός κάλυψης. Η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συγγραμμάτων και η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή καθώς και η πρόσβαση σε ακαδημαϊκές-ερευνητικές πηγές διεθνών οίκων αποτελεί, επίσης, μια σημαντική παράμετρο που απαιτεί ενίσχυση.
Η) Διασφάλιση ποιότητας και διακυβέρνηση
Η διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί δυνατό σημείο του εκπαιδευτικού συστήματος με τη λειτουργία Ανεξάρτητης Αρχής, την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘ.Α.Α.Ε./πρώην ΑΔΙΠ), η οποία ακολουθεί και εφαρμόζει τις κοινές αρχές και κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ), στον οποίο συμμετέχει ως πλήρες μέλος. Αξιολογούνται και πιστοποιούνται τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών και τα εσωτερικά συστήματα διασφάλισης ποιότητας σε κάθε ίδρυμα (Μονάδες Διασφάλισης Ποιότητας, ΜΟ.ΔΙ.Π.) με προκαθορισμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια διεθνώς αποδεκτά. Το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μειωμένα επίπεδα αυτονομίας και λογοδοσίας. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πλέον συγκεντρωτικά συστήματα των χωρών του ΟΟΣΑ, Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων 2021-2025 15 | Σ ε λ ί δ α στερείται καλλιέργειας κουλτούρας ποιότητας, ενώ η διαχείρισή του εστιάζει στον έλεγχο των εισροών και διαπιστώνεται σημαντικό κενό ως προς την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων διασφάλισης ποιότητας, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.) δεν έχει υποστηριχθεί ουσιαστικά με εργαλεία, μεθοδολογίες και το ανάλογο προσωπικό, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διασφάλιση ποιότητας ως μια συνεχής, διαρκής και ανατροφοδοτική διαδικασία του εκπαιδευτικού συστήματος, που θα οδηγεί σε συνεχείς βελτιώσεις, ενώ ταυτόχρονα η αξιολόγηση δεν έχει ουσιαστικά εφαρμοστεί. Επίσης, υπάρχουν ελλιπείς, μη ευέλικτοι μηχανισμοί πιστοποίησης μη τυπικής και άτυπης μάθησης, οι οποίοι χρειάζεται να ενισχυθούν περαιτέρω για να επιτελέσουν το έργο τους.
Θ) Χρηματοδότηση
Η δημόσια επένδυση στην εκπαίδευση υπολείπεται του Μ.Ο της Ε.Ε (3,9% του ΑΕΠ για το έτος 2017 έναντι 4,6% της Ε.Ε). Στην κατανομή των δαπανών εκπαίδευσης, ανά βαθμίδα, στην Ελλάδα, χαμηλότερο είναι το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (30%) σε σχέση με την ΕΕ (40%). Το μερίδιο της δαπάνης πρωτοβάθμιας (και προσχολικής) εκπαίδευσης (32%) αντιστοιχεί στον Μ.Ο. της ΕΕ (32%) , ενώ μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί στη δαπάνη της ανώτατης εκπαίδευσης (19%) έναντι της ΕΕ (15%). Η εκπαιδευτική δαπάνη, στο σύνολο της δημόσιας δαπάνης, υστερεί διαχρονικά σε σχέση με τον Μ.Ο της ΕΕ (11,1% το έτος 2016) και είναι η δεύτερη χαμηλότερη στην Ευρώπη. Το έτος 2016 διαμορφώθηκε στο 8,6% (από 9,2% το έτος 2005 και 7,4% το έτος 2008 και το έτος 2013). Το 79% της εκπαιδευτικής δαπάνης το έτος 2016 αφορούσε αποζημίωση εργαζομένων (έναντι 66% ΜΟ στην ΕΕ). Ως προς την κατανομή της δαπάνης στην εκπαίδευση, το 3,6% των δαπανών προέρχονται από την κεντρική κυβέρνηση και το 0,3% από την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ στην ΕΕ τα ποσοστά είναι 2,6% και 2,2% αντίστοιχα, και αντανακλά την έλλειψη αυτονομίας του εκπαιδευτικού συστήματος και τον συγκεντρωτισμό στο κεντρικό κράτος. Αναφορικά με την ιδιωτική δαπάνη εμφανίζεται αύξησή της στην ανώτατη εκπαίδευση, από εκατόν δεκατρία εκατομμύρια ευρώ (113) και εκατόν είκοσι τρία εκατομμύρια εξακόσιες χιλιάδες ευρώ (123,6) προ κρίσης τα έτη 2004 και 2008, αντίστοιχα, σε διακόσια δεκατέσσερα εκατομμύρια ευρώ (214) από το έτος 2014 και μετά. Ποσοστό 32% της ιδιωτικής δαπάνης δαπανήθηκε για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και 13% για κατάρτιση σε Η/Υ. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το έτος 2016 ποσοστό 37% της ιδιωτικής δαπάνης δαπανήθηκε σε φροντιστήρια, 20% σε ιδιαίτερα μαθήματα και 30% στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Ακολούθως, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ποσοστό 53% δαπανήθηκε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, 11,3% σε φροντιστήρια (+3% από το έτος 2008), ενώ μείωση παρουσιάζει (12%) η δαπάνη για τη φοίτηση σε ιδιωτικά δημοτικά σχολεία. Αναφορικά με τη μείωση στις δημόσιες δαπάνες στη διάρκεια της κρίσης, το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης αφορούσε στην ενδιάμεση ανάλωση (-25,8%), όπως υλικά διδασκαλίας, θέρμανση και ενέργεια, και τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, όπως Η/Υ και κτήρια, έναντι (-12,5%) που αφορούσε σε μείωση των μισθών. Τέλος, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί το δημογραφικό, το οποίο εντάθηκε λόγω της κρίσης και οδηγεί σε συρρίκνωση του μαθητικού πληθυσμού τα επόμενα έτη. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι επιδρά αρνητικά στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας και τονίζει την ανάγκη για στοχευμένη χρήση των πόρων στο εκπαιδευτικό σύστημα και την προσαρμογή του σχολικού δικτύου και των υποδομών.
Ι) Πολιτισμός
Ένα σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης και της παιδείας είναι ο πολιτισμός. Στο ΥΠΑΙΘ υπάγονται ως υπηρεσίες τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) καθώς και οι Δημόσιες Βιβλιοθήκες (ν.π.δ.δ.). Ειδικότερα, το ΥΠΑΙΘ υποστηρίζει τις δράσεις των Γ.Α.Κ. και των Δημόσιων Βιβλιοθηκών τόσο σε υλικοτεχνική υποδομή και εξοπλισμό όσο και σε κτηριακές παρεμβάσεις σε κτήρια των φορέων αυτών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι ως άνω φορείς βρίσκονται σε πολλά σημεία της επικράτειας και έτσι το έργο τους διαχέεται σε όλη τη χώρα. Τα Γ.Α.Κ. είναι επιφορτισμένα με τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης του κράτους, συλλέγοντας σημαντικά αρχεία, τεκμήρια και κειμήλια, σπουδαία δεδομένα για τους Τομεακό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων 2021-2025 16 | Σ ε λ ί δ α ερευνητές και τους ιστορικούς. Από την άλλη, οι Δημόσιες Βιβλιοθήκες προάγουν την φιλαναγνωσία και εκτός αυτού πραγματοποιούν δράσεις προσαρμοσμένες τόσο στην εκπαίδευση όσο και σε όλη την κοινωνία, έχοντας στην κατοχή τους σημαντικά βιβλία και δεκάδες χιλιάδες τίτλους. Ορισμένες εκ των Δημόσιων Βιβλιοθηκών διαθέτουν και κινητές μονάδες (βιβλιοαυτοκίνητα), που επισκέπτονται απομακρυσμένες περιοχές, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην διάδοση της γνώσης. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ορισμένες βιβλιοθήκες διαθέτουν μουσειακούς χώρους, ενώ αρκετές διαθέτουν και χώρους έκθεσης. Χώρους έκθεσης διαθέτουν και ορισμένα Γ.Α.Κ.. Στη χώρα μας, κατά τα τελευταία χρόνια, μέσω πρόσφατων νομοθετημάτων, επιχειρήθηκε η ενδυνάμωση των θεσμών αυτών και μπορεί να θεωρηθεί ότι σημειώθηκε πρόοδος, αφενός στη λειτουργία των δομών και αφετέρου στην ανάπτυξη δικτύων πληροφοριών. Στα αδύνατα σημεία συγκαταλέγονται ο μικρός αριθμός εξειδικευμένου προσωπικού για τους φορείς αυτούς, όπως αρχειονόμοι, βιβλιοθηκονόμοι και συντηρητές, καθώς και η αδυναμία υλοποίησης έργων. Αυτό έχει ως επίπτωση ότι πολλές από τις ανάγκες τους καλύπτονται από τις κεντρικές δομές του ΥΠΑΙΘ, γεγονός που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ουσιαστική υποστήριξη λόγω υπέρμετρου φόρτου εργασίας. Η πρόοδος στους φορείς αυτούς περιορίζεται από το γεγονός ότι κάθε Γ.Α.Κ. και κυρίως κάθε βιβλιοθήκη κινείται ανεξάρτητα από τις άλλες και όλες μαζί ανεξάρτητα από την επιδιωκόμενη μετάβαση σε ένα ολοκληρωμένο δίκτυο. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξη. Σε ό,τι αφορά τις απειλές στον χώρο αυτό, μπορεί να αναφερθεί η νέα τάξη πραγμάτων λόγω της ψηφιακής εποχής, που, ταυτόχρονα, μπορεί να θεωρηθεί ως μια νέα σημαντική ευκαιρία. Η ψηφιακή εποχή μπορεί να εισέλθει στον χώρο αυτό και να συμπληρώσει ή να αλλάξει τον τρόπο δράσης των φορέων αυτών. Με βάση την πολιτισμική-αρχειακή παράδοση, τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες, τη γενικότερη ελληνική πραγματικότητα αλλά και την ευρωπαϊκή εμπειρία, απαιτούνται συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις για την ενδυνάμωση των θεσμών αυτών. Για την επίτευξη των στόχων των Γ.Α.Κ. και των βιβλιοθηκών είναι αναγκαία η καλύτερη δυνατή χρηματοδότηση για την ενίσχυση της καινοτομίας και των προγραμμάτων. Αν και κάποιες μεταρρυθμίσεις δεν απαιτούν μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ορισμένες άλλες, όπως η ανάπτυξη πληροφοριακών συστημάτων ή η βελτίωση ή αντικατάσταση κτηρίων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν διαφορετικά.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη