Γεννήθηκε στις 10 Μαϊου του 1905 στην Σύρο και πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972, οι γονείς του αγρότες και ήταν ο πρώτος από τα έξι αδέρφια του.
Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, λιμενεργάτης και άλλα… Μέσα σ’ όλα δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει μουσική με τον πατέρα του και το παππού του. Τα όργανα που ήξερε αρχικά να χειρίζεται ήταν η ζαμπούνα και το λεγόμενο τουμπί (νησιώτικο τύμπανο). Αργότερα, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι όπου ξεχώρισε με την γρήγορη πενιά του και τα πρώτα του τραγούδια. Ο Βαμβακάρης είχε ορκιστεί πως, εάν δεν μάθει να παίζει καλό μπουζούκι, θα κόψει τα δάχτυλά του με χασαπομάχαιρο. Απ’ όσο αποδείχθηκε αν γινόταν αυτό θα χάναμε την παράδοση τα ακούσματα του λαϊκού μας ρεμπέτικου τραγουδιού.
Ο Μάρκος στην κατοχή
Τα μπλεξίματα με την αστυνομία δεν έλειπαν ποτέ. Αν και ο Βαμβακάρης δεν εξέτισε ποτέ πολύμηνη φυλάκιση, βρέθηκε συχνά στα κρατητήρια και το πλημμελειοδικείο. Κάτι ξυλιές, κάτι κλωτσιές και δύο τρείς μέρες κράτησης ήταν η συνηθισμένη ποινή. Οι ένοχοι περπατούσαν δεμένοι στην παραλία, με τον αργιλέ και τα καλάμια στα χέρια :
«Μια μέρα, με τσάκωνουν μέσα στον τεκέ του Σωκράτη με πέντε άλλους να παίζουμε τα δικά μας και να κάνουμε χασίσι. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στην φυλακή και μετά από αυτήν ακολούθησαν πολλές, πάρα πολλές»
Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ρεμπέτικης σκηνής όπου είτε ήταν συνεργάτες του είτε εμπνευστές του. Ο Μαρκος κατάφερε επιζήσει και η δεύτερη καριέρα του ξεκινάει μεταπολεμικά. Όλ’ αυτά που έζησε περνάνε αυτοβιογραφικά μέσα από τα τραγούδια του.
Ο Μάρκος φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην πιάτσα, ως μουσικός και ως τύπος. Ισχύει η διαδεδομένη αντίληψη για την, κατά κάποιο τρόπο, «αντιεξουσιαστική» διάσταση του ρεμπέτικου, καθώς υπήρχε έντονη λογοκρισία προς όλους όσους ήταν αμφισβητούμενοι από τους εθνικόφρονες.
Στο παρακάτω τετράστιχο, το οποίο έκοψε η λογοκρισία του Μεταξά ακούμε:
Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν το Μουσολίνι
ωσάν τα Χίτλερ ζόρικος που ούτε ψιλή δε δίνει.
Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
Όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι
Το τραγούδι ακούγεται ΕΔΩ
Η μάλλον επαινετική αναφορά στον Στάλιν-παλικάρι είναι πιθανό να εξηγείται και από την αίγλη που είχε ο σοβιετικός ηγέτης σε μια αρκετά μεγάλη μερίδα του «προλεταριάτου» της εποχής, το οποίο άκουγε ρεμπέτικα, μεταξύ άλλων βέβαια. Αυτά πριν τον πόλεμο του 40. Το εν λόγω τραγούδι έγινε τελικά αγνώριστο, ο Μάρκος κράτησε τη μουσική και έβαλε τα λόγια “της πονηρής”, όπως λέει ο ίδιος στην Αυτοβιογραφία του. Πιθανόν ο Μάρκος να εννοεί αυτό.
Παρόμοιο σχεδόν επικό ύφος συναντάμε και στο πολύ ωραίο “Ήθελα να ‘μαι ο Ηρακλής”, στο οποίο αντλεί αυτή τη φορά από τους ήρωες των σχολικών του χρόνων – πήγε μέχρι τετάρτη δημοτικού σε καθολικό σχολείο στη Σύρο. Τον “ισχυρό” Μπενίτο θα περιπαίξει εξάλλου αργότερα με την έναρξη του πολέμου, στο γνωστό “Μουσολίνι άλλαξε γνώμη”:
Στίχοι: Γιώργος Φωτίδας
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Άλλες ερμηνείες: Απόστολος Χατζηχρήστος, Σμυρνιωτάκι
Βρε γρουσούζη Μουσουλίνι
πού (ει)’ν(αι) τα τόσα μεγαλεία
Πού ‘ταζες κάθε λιγάκι
στην καημένη Ιταλία
Την ετάραξες στην πείνα
κι είναι πια ξελιγωμένη
Μονάχ’(α) η δική σου τσέπη
είναι παραφουσκωμένη
Τα καημένα τα παιδιά της
δεν τολμούν να πούν κουβέντα
τους εράψατε το στόμα
(ε)’συ ο Τζιάνος και η Έλντα
Μουσουλίνι άλλαξε γνώμη
έλα πια στα σύγκαλά σου
γιατί έφτασε η ώρα
να τινάξεις τα μυαλά σου
Παρακάτω περιγράφει το εσωτερικό του «σφαγείου» των ναζί:
«Καθώς μπήκα έτρεμα σαν το ψάρι. Ήταν δυο πορτάκια, μα πολύ μυστηριώδεις, με σίδερα, με λουκέτα και άνοιξαν και μπήκα μέσα. Στο ένα χέρι ήταν ένα υπόγειο πολύ μεγάλο και είχε δωμάτια μικρά, κλειδωμένα, πλημμυρισμένα από κόσμο.»
Κάποιοι κρατούμενοι, οι οποίοι θεωρούνταν μελλοθάνατοι, τού μίλησαν:
«Μάρκο, εσύ εδώ τι θέλεις; Έλα πιο κοντά. Αλλά δεν ημπορούσα, είχα φοβηθεί τόσο που ενόμισα ότι ήταν σφαγή. Είδα κάτι αίματα στα ντουβάρια από δάκτυλα ανθρώπων, αίμα ανθρωπινό, και μου φώναζαν μερικοί ότι γύρισε, έλα από εδώ να σου πούμε, για να πας στα σπίτια μας, να πεις ότι αύριο θα μας τουφεκίσουν. Να μου φιλήσεις τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα αδελφάκια μου. Εγώ ο φουκαράς τους ελυπόμουνα που άκουγα αυτά τα πράγματα και που ήξερα ότι κάθε μέρα ετουφέκιζαν δεκαπέντε και είκοσι.»
Τον Φράγκο, ωστόσο, δεν τον προόριζαν για το εκτελεστικό απόσπασμα, ούτε τον ήθελαν για να τους παίζει μπουζούκι, όπως έλπιζε για να γλιτώσει:
-Τι; Τι βοήθεια να σας κάνω εγώ, ένας που παίζει μπουζούκι; Πάρα πάνω από να παίζω μπουζούκι τι να κάνω; Θέλετε να ‘ρθω να πάμε καμιά εορτή, να με πάρετε μαζί σας να διασκεδάσετε; Εντάξει, μπορώ.
-Όχι αυτό, μου λέει.
-Ε, τι θέλετε;
-Εσύ, μου λέει, έρχεται πολύς κόσμος τα βράδια κει που παίζεις, και χορεύουνε και μεθάνε, και μπορείς να τους γνωρίσεις.
-Ποιανούς;
-Αυτούς που κατεβαίνουνε απ τα βουνά. Διάφοροι κομμουνιστές, ξέρω γω τι. Πρέπει να τους ξέρεις.»
Είναι προφανές ότι την δουλειά μπορούσαν να κάνουν, όπως και έκαναν, κι άλλοι, ωστόσο ο Μάρκος ως άνθρωπος της νύχτας ήξερε και μάθαινε περισσότερα από έναν χαφιέ της σειράς• έκοβε εξάλλου το μάγκικο μάτι του και μπορούσε να ξεχωρίσει ή να πληροφορηθεί ποιός είναι τι. Φαίνεται ακόμη ότι θεωρούνταν έμπιστος από τους αντιστασιακούς, αν και «ουδέτερος», όπως θα φανεί και παρακάτω. Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους ζήτησαν ευθέως να καταδίδει ο Μάρκος στις κατοχικές αρχές όσους ύποπτους έμπαιναν στο μαγαζί που εργαζόταν. Μετά το χαφιέ, ταγματασφαλίτη ή άλλον, ακολουθούσαν οι Γκεσταπίτες:
“Και κείνο το βράδυ που ήρθανε εκεί στην Άμφισσα και κάτσανε και ψάξανε μην τα ρωτάς τι ξύλο δώσανε μιανού και τον πήρανε. Κι ήταν δυνατός ο άνθρωπος. Χάθηκε απ τα μάτια“.
Εκείνο το βράδυ που μού πάνε, την άλλη μέρα να ‘ρθεις, τον πήρανε, τον μισερώσανε απ το ξύλο. Γκεσταπό”.
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 50’, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη