Οι Εβραίοι της Ευρώπης, αιώνες τώρα, αντιμετώπιζαν τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις. Ο Εβραίος υπήρξε πάντοτε ο “εντόπιος ξένος”, σύμφωνα με την ανάλυση της Αμπατζοπούλου, η «παρουσία του οποίου ξένιζε τη χριστιανική πλειοψηφία πριν από τα νεώτερα χρόνια και δεν χωρούσε στο εθνικό σχέδιο μετά τη γένεση των εθνικών κρατών».
Παρόλα αυτά, η εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένας ακόμη κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα των συμφορών του εβραϊκού λαού αλλά είναι άρρηκτα δεμένη με τη ναζιστική Κατοχή, γεννήθηκε από τη ναζιστική ιδεολογία, ως απόρροια του αντισημιτισμού, και πρέπει να εξετάζεται στα πραγματικά της ιστορικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα. Το Ολοκαύτωμα είναι αναμφισβήτητα ένα γεγονός που σημάδεψε την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα και τη συνείδηση του μεταπολεμικού ανθρώπου.
Ο όρος «στρατοπεδική λογοτεχνία», δόκιμος εδώ και μερικές δεκαετίες, περιλαμβάνει τις μαρτυρίες των επιζώντων από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και τα λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στην τραυματική εμπειρία της εκτόπισης στα εν λόγω στρατόπεδα. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ιταλοεβραίου Πρίμο Λέβι (1919-1987) Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, που αφηγείται την εκτόπισή του στο Άουσβιτς μετά τη σύλληψή του ως μέλος της αντιφασιστικής αντίστασης, γράφτηκε το 1947 και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ιδέα να γράψει το βιβλίο γεννήθηκε μέσα στο στρατόπεδο και ο σκοπός του δεν ήταν να “διατυπώσει ένα κατηγορητήριο αλλά να προσφέρει στοιχεία για μια νηφάλια μελέτη των διαφορετικών όψεων της ανθρώπινης φύσης”.
Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου: “η ανάγκη να διηγηθούμε στους ”άλλους”, να κάνουμε τους ”άλλους” συμμέτοχους της εμπειρίας μας, απέκτησε, πριν και μετά την απελευθέρωση, το χαρακτήρα μιας βίαιης και επιτακτικής παρόρμησης ίσης σπουδαιότητας με τις υλικές μας ανάγκες. Έγραψα το βιβλίο για να ικανοποιήσω αυτή την ανάγκη της ψυχής, για να απελευθερωθώ”.
Σε μια συζήτηση το 1983 με τους ιστορικούς Anna Bravo και Federico Cereja, που περιλαμβάνεται στο μικρό βιβλίο Το καθήκον της μνήμης, ο Πρίμο Λέβι αναφέρεται στη δύναμη της γραφής να συντηρήσει τη μνήμη. Λέει χαρακτηριστικά: «έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια και θυμάμαι τα γεγονότα μέσα απ’ ό,τι έχω γράψει, τα γεγονότα που έγραψα λειτουργούν σαν τεχνητή μνήμη» (σ. 22). Η γραφή ενήργησε ενάντια στη λήθη,
Το παράδοξο είναι ότι το απόλυτο κακό, όπως τονίζει ο Jean Améry (1912-1978), o κατά κόσμον Αυστροεβραίος Hans Maier, διασωθείς και αυτόχειρας, «δεν συνέβη σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα ούτε ως άμεσο επακόλουθο ενός τυραννικού καθεστώτος ούτε και στο πλαίσιο μιας επανάστασης η οποία δίνει αιματηρές μάχες από την αγωνία για τη θεμελίωσή της». Συνέβη «στις τάξεις του γερμανικού έθνους, ενός έθνους υψηλής νοημοσύνης, βιομηχανικής αξιοσύνης και απαράμιλλου πολιτισμικού πλούτου – ενός έθνους «ποιητών και στοχαστών» (Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, σσ. 10, 12). Τονίζει ακόμη ότι το βιβλίο, που το έγραψε το 1966, δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς μια μαρτυρία πάνω στον πραγματικό φασισμό και στην ιδιάζουσα περίπτωση του ναζισμού αλλά και μια έκκληση προς τη γερμανική νεολαία να ασκηθεί στην ενδοσκόπηση καθώς ο αντισημιτισμός είναι βαθιά ριζωμένος σε μια συλλογική ψυχολογία.
Στο μοναδικό από κάθε άποψη βιβλίο της Μίλενα από την Πράγα (1963), η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν (1901-1989) αφηγείται τη συνάντησή της, τον Οκτώβριο του 1940, στο γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ με τη Μίλενα Γιέσενκα, τη “Μίλενα από την Πράγα”, όπως συστηνόταν. Τη συνάντηση την είχε επιδιώξει η Μίλενα καθώς έμπειρη δημοσιογράφος και νεοφερμένη στο στρατόπεδο ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι εάν όντως οι Σοβιετικοί παρέδιδαν στους ναζί τους αντιφασίστες Γερμανούς πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Ρωσία. Η συγγραφέας, που είχε παραδοθεί από τους Σοβιετικούς στους Ες Ες, με επίκεντρο τη φιλία της με τη Μίλενα, που χτίζεται μέρα με τη μέρα μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης του στρατοπέδου, προσφέρει ένα πανόραμα των ιδεολογικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου καθώς και την πρώτη βιογραφία της Μίλενα, που έμεινε γνωστή από την αλληλογραφία της και τη σχέση της με τον Φραντς Κάφκα.
Το Ανθρώπινο είδος είναι το μοναδικό βιβλίο που έγραψε ο Γάλλος Ρομπέρ Αντέλμ (1917-1990). Το 1943 μπήκε στην Αντίσταση ως μέλος της ομάδας MNPGD, της οποίας ηγούνταν ο Φρανσουά Μιτεράν. Συνελήφθη από τη Γκεστάπο και εκτοπίστηκε στο Μπούχενβαλντ, στο Γκαντερσχάιμ και στο Ντάχαου. Όταν επέστρεψε από τη Γερμανία, χάρη στους φίλους του που ταξίδεψαν με αυτοκίνητο προς αναζήτησή του, ζύγιζε 38 κιλά. Το 1947 δημοσιεύεται το Ανθρώπινο είδος που αφιερώνεται στην αδελφή του, που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στα προλεγόμενα αναφέρει: “Το να λέμε ότι τότε νιώσαμε πως μας αμφισβητούσαν ως ανθρώπους, ως μέλη του ανθρώπινου είδους, μπορεί να φανεί σαν ένα συναίσθημα αναδρομικό, μια εκ των υστέρων εξήγηση. Ωστόσο, αυτό υπήρξε το πιο άμεσα και αδιάλειπτα αισθητό και βιωμένο συναίσθημα, και άλλωστε αυτή, αυτή ακριβώς, ήταν η επιδίωξη των άλλων. Η αμφισβήτηση της ανθρώπινης ιδιότητας προκαλεί μια σχεδόν βιολογική διεκδίκηση ότι ανήκουμε στο ανθρώπινο είδος”.
“Αν σε όλη μου τη ζωή έπρεπε να γράψω μόνο ένα βιβλίο, αυτό θα ήταν “Η νύχτα” σημειώνει ο Ελί Βιζέλ (1928-2016) στον πρόλογο του βιβλίου. Και παρατηρεί: “Για τον άνθρωπο που επέζησε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και θέλει να καταθέσει τη μαρτυρία του, το πρόβλημα είναι απλό: χρέος του είναι να την καταθέσει τόσο για τους νεκρούς όσο και για τους ζωντανούς και, κυρίως, για τις επερχόμενες γενιές, από τις οποίες δεν έχουμε δικαίωμα να στερήσουμε ένα παρελθόν που ανήκει στην κοινή, συλλογική μνήμη. Η λήθη θα ήταν μια επικίνδυνη ύβρις. Το να ξεχνάς τους νεκρούς είναι σαν να τους σκοτώνεις δεύτερη φορά. Και αν, εξαιρώντας τους φονιάδες και τους συνενόχους τους, κανείς δεν ευθύνεται για τον πρώτο τους θάνατο, θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τον δεύτερο”.
Τα πράγματα για τους μάρτυρες δεν ήταν απλά. Χρειάστηκε να περάσει χρόνος για να αρχίσουν να μιλούν για την εμπειρία του εγκλεισμού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Για τους περισσότερους οι πρώτες δεκαετίες ήταν αναγκαίες για να λησμονήσουν. Οι επιζώντες έπρεπε πρώτα να ξεχάσουν για να μπορέσουν να ξαναβρούν το νήμα της ζωής.
Γραφή ή ζωή, είναι ο τίτλος του εξαίρετου βιβλίου του Χόρχε Σεμπρούν που μιλά ακριβώς για την ανάγκη της λήθης μετά την επιστροφή από τα στρατόπεδα: ήταν ζήτημα επιβίωσης. Η πρωταρχική ανάγκη ήταν να μάθει ξανά να ζει κανείς στη φυσιολογική κοινωνία. Η ανάγκη της αφήγησης θα αναδυθεί για τους περισσότερους μάρτυρες πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου που θα καταστήσει τη γραφή μια απελευθερωτική διαδικασία.
Χρειάστηκαν τρεις με τέσσερις δεκαετίες για να αρχίσουν οι πρώτες μαρτυρίες να βλέπουν το φως με τη μορφή ατομικών δημοσιευμάτων. Αλλά και όταν άρχισαν να δημοσιεύονται οι μαρτυρίες, η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν η άρνησή τους να ακούσουν και να πιστέψουν.
Όπως μας λέει ο ήρωας του βιβλίου του Δημήτρη Βλαχοπάνου, Ισαάκ Μιζάν. Αριθμός βραχίονα 182641, καθώς αφηγείται την επιστροφή του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στη γενέθλια πόλη: «σαν να είχε επιβληθεί κάποιος περίεργος και αόρατος νόμος της σιωπής, που καθιστούσε απαγορευμένη κάθε συζήτηση γύρω απ’ αυτά».
Κατά συνέπεια, η διατήρηση της μνήμης αυτού του γεγονότος περιορίστηκε στην ιδιωτική, οικογενειακή σφαίρα. Αλλά ακόμη κι εκεί δημιουργούσε προβλήματα. Ταυτόχρονα, η μνήμη αυτού του γεγονότος συνοδευόταν από την ενοχή της επιβίωσης: «κι ήταν στιγμές που μας έζωναν οι ενοχές γιατί επιβιώσαμε εμείς οι ελάχιστοι τυχεροί και χαθήκανε οι άλλοι: γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια και φίλοι» (Ισαάκ Μιζάν, σ. 241).
Όλη η προφορική ιστορία στηρίζεται σε μαρτυρίες: οι μαρτυρίες αυτές καλούνται να καλύψουν τα τρομερά κενά των γραπτών πηγών προκειμένου να γραφεί η ιστορία των καταπιεσμένων κοινωνικά ομάδων. Πρέπει εδώ να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθώς η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας μάς πάει σε περίεργα μονοπάτια, σε αυτά του αναθεωρητισμού, της θεωρίας δηλαδή που αμφισβητεί τη σχεδιασμένη και συστηματική εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί.
Και όπως είπε ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας Πιερ Βιντάλ-Νακέ, που έχασε τους γονείς του στο Άουσβιτς: «μπορούμε, και πρέπει να μιλούμε για τους ‘αναθεωρητές’ […] δεν κάνουμε διάλογο με τους αναθεωρητές». Στη χώρα μας, οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις της εβραϊκής γενοκτονίας, απόρροια του ελληνικού αντισημιτισμού, έχουν δυστυχώς υιοθετηθεί από ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.
Οι αναθεωρητές, μεταξύ άλλων, συσχετίζουν τον ναζισμό με τον σταλινισμό ή συγκρίνουν το Ολοκαύτωμα με άλλα ιστορικά γεγονότα, όπως η γενοκτονία των Αρμενίων από τον τουρκικό εθνικισμό. Αυτή η σύγκριση με άλλα ιστορικά γεγονότα έχει ως αποτέλεσμα την σχετικοποίηση των εγκλημάτων των ναζιστών κατά των Εβραίων, την αναίρεση της μοναδικότητας του ναζισμού και του Ολοκαυτώματος και την απενοχοποίηση των πολιτικών που εφάρμοσαν οι ναζί.
Άλλοτε σχετικοποιείται, δηλαδή υποβαθμίζεται το Ολοκαύτωμα, όταν ταυτίζεται με άλλα ναζιστικά εγκλήματα, όπως οι κατοχικές σφαγές στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στην Κλεισούρα ή στο Κομμένο της Άρτας.
Στο ευσύνοπτο αυτό βιβλίο, ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ μελετά τη γέννηση και ανάπτυξη του αντισημιτισμού. Εξετάζει τα βασικά αντισημιτικά στερεότυπα, τις μορφές που παίρνει ο αντισημιτισμός στις μέρες μας και επισημαίνει τους κινδύνους από την ανάδυση της νέας εβραιοφοβίας και της αναθέρμανσης του προαιώνιου αντιεβραϊκού μίσους. Ακόμη τον απασχολεί το ερώτημα εάν εκτός από τον δεξιό υπάρχει και αριστερός αντισημιτισμός.
Ο Eaglestone, στο δοκίμιό του Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος, πολύ προσεκτικά απορρίπτει τις αιτιάσεις κατά του μεταμοντερνισμού ως υπεύθυνου για την εμφάνιση εκείνου του ρεύματος στην ιστοριογραφία που αρνείται την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Ξεκινάει την ανάλυσή του από το παράδειγμα της “δίκης Ίρβινγκ”, όπως ονομάστηκε από τον βρετανικό τύπο η δίκη που διεξήχθη κατόπιν της καταγγελίας που έκανε ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ στην Αμερικανίδα πανεπιστημιακό Ντέμπορα Λίπσταντ, για την κριτική που του άσκησε στο βιβλίο της “Η άρνηση του Ολοκαυτώματος: Μια κλιμακούμενη επίθεση κατά της αλήθειας και της μνήμης”. Ο Eaglestone υποστηρίζει ότι ο μεταμοντερνισμός είναι μια πολυδιάστατη και συχνά αντιφατική παράδοση που μας παρέχει, ωστόσο, τα εργαλεία εκείνα που είναι απαραίτητα για την κατάδειξη του αντιεπιστημονικού χαρακτήρα του ρεύματος του ιστορικού αναθεωρητισμού και της άρνησης του Ολοκαυτώματος, ειδικότερα.
Στον συλλογικό τόμο Άουσβιτς, το γεγονός και η μνήμη του, μελετώνται βασικές πτυχές του ιστορικού, κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού προβληματισμού γύρω από την εβραϊκή γενοκτονία, όπως είναι η απώθηση του τραυματικού παρελθόντος, η ιστορική μνήμη, η διαλεκτική λήθης και μνήμης στον λόγο των μαρτύρων, η ανοχή, η συνέργεια και ο αντισημιτισμός. Πρόκειται για ένα «εγχείρημα διεπιστημονικής διερεύνησης του τρόπου με τον οποίο απαξιώθηκε ή μυθοποιήθηκε το οριακό αυτό γεγονός, ένα εγχείρημα χωρίς αποσιωπήσεις ή σχετικοποιήσεις, κάτω από το πρίσμα του παρόντος».
Πόσος χρόνος χρειάστηκε αλήθεια να περάσει για να μπορέσουμε να ακούσουμε την «ανυπόφορη αλήθεια» για τη “μαύρη τρύπα” του Άουσβιτς, όπως έγραψε ο Πρίμο Λέβι;
Η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων (τα όσα υπέστησαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής θηριωδίας) δεν εγγράφηκε εύκολα στη συλλογική συνείδηση και στη συλλογική (ιστορική) μνήμη της νεοελληνικής κοινωνίας. Επικράτησε η απουσία της μνήμης της εβραϊκής γενοκτονίας και η άρνηση της ελληνικής δημόσιας σφαίρας να ενσωματώσει το Ολοκαύτωμα στη δική της τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να αρχίσουν να ασχολούνται οι ιστορικοί. Η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως τονίζει η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, στο βιβλίο Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Αυτό που χαρακτηρίζει την ιστορική συνείδηση του δυτικού κόσμου τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είναι η απώθηση της τραυματικής μνήμης του Ολοκαυτώματος, η συλλογική αμνησία.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι κοινωνίες αρνιόντουσαν να το αντιμετωπίσουν και να το επεξεργαστούν από φόβο μήπως κλονίσουν εγκαθιδρυμένες ισορροπίες και θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Οι «διαχειριστές της μνήμης των ναζιστικών εγκλημάτων έδιναν προτεραιότητα στα θύματα της αντίστασης ενάντια στον φασισμό και όχι σε εκείνα του φυλετικού διωγμού» σημειώνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο βιβλίο της Ο άλλος εν διωγμώ: η εικόνα του Εβραίου στη λογοτεχνία. Ζητήματα ιστορίας και μυθοπλασίας, που κυκλοφόρησε σε νέα αναθεωρημένη έκδοση. Έχοντας ως αφετηρία το παράδειγμα των Εβραίων η συγγραφέας μελετά το ζήτημα της αναπαράστασης του Άλλου σε περιόδους κρίσης και πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, διερευνά την εικόνα του Εβραίου στη διεθνή και ελληνική λογοτεχνία σε σχέση με τα ιστορικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Στη νέα έκδοση προστέθηκε ένα κεφάλαιο για την εικόνα του Εβραίου στον κινηματογράφο, ξένο και ελληνικό, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι το 2015, με έμφαση στις ταινίες για το Ολοκαύτωμα.
Και πώς να μιλήσει κάποιος στα παιδιά για το Ολοκαύτωμα; Αυτό επιχειρεί η Ανέτ Βιβιορκά στο βιβλίο της Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου. Η ιστορικός συνομιλεί με την 13χρονη κόρη της απαντώντας στις ερωτήσεις της, που τίθενται με έναν ευθύ και άμεσο τρόπο.
Σημειώνει η Βιβιορκά στην εισαγωγή του βιβλίου: “Ό, τι με συντάραξε, όταν επιχείρησα να απαντήσω στη Ματίλντ για να της εξηγήσω τι ήταν το Άουσβιτς, ήταν το γεγονός ότι οι ερωτήσεις ήταν οι ίδιες με αυτές που έθετα συνεχώς στον εαυτό μου, ή που ταλανίζουν τη σκέψη ιστορικών και φιλοσόφων εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα, και είναι τόσο δύσκολο να απαντηθούν [….] Διότι, παρόλο που, ως ιστορικός, μου είναι εύκολο να περιγράψω το Άουσβιτς και να εξηγήσω πώς εκτυλίχτηκε η γενοκτονία των Εβραίων, ένα κεντρικό σημείο της υπόθεσης παραμένει πραγματικά ακατανόητο και συνεπώς ανεξήγητο: Γιατί οι ναζί ήθελαν να εξαλείψουν τους Εβραίους από προσώπου γης; Γιατί ανάλωσαν τόση ενέργεια αναζητώντας τους σε κάθε γωνιά της Ευρώπης που είχαν καταλάβει, από το Άμστερνταμ ως το Μπορντό, από τη Βαρσοβία ως τη Θεσσαλονίκη, παιδιά και ηλικιωμένους, με μοναδικό σκοπό να τους σκοτώσουν;”(σσ. 11-12).
Το Άουσβιτς είναι μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό οι άνθρωποι να γνωρίζουν τον κόσμο από τον οποίο προέρχονται. Η συγγραφέας δεν υποστηρίζει ότι μια ιστορική αφήγηση βασισμένη στη συναισθηματική φόρτιση μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Πιστεύει, ωστόσο, στη λογική, στην αξία της κατανόησης, ακόμη κι αν το Άουσβιτς παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεξήγητο.
Η εκτόπιση και εξόντωση των Εβραίων της ελληνικής επικράτειας έλαβε χώρα από την άνοιξη του ’43 μέχρι το καλοκαίρι του ’44, ως μέρος του ναζιστικού σχεδίου που αφορούσε τη γενοκτονία όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Η επιτυχία του σχεδίου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην ελληνική περίπτωση, αφού τα ποσοστά εξόντωσης έφτασαν να είναι ανάμεσα στα υψηλότερα της Ευρώπης.
Πριν από τον B΄ Παγκόσµιο πόλεµο ζούσαν στην Ελλάδα περισσότεροι από 79.000 Εβραίοι σε 31 κοινότητες, που ως τότε λειτουργούσαν από τα αρχαία χρόνια σε όλα σχεδόν τα αστικά κέντρα της χώρας. Μετά το Ολοκαύτωµα το 87% των Ελλήνων Εβραίων εξοντώθηκε και στη χώρα απέµειναν λιγότερα από 5.000 άτοµα, που σήµερα είναι µέλη των οκτώ εβραϊκών κοινοτήτων που διασώθηκαν.
Στο βιβλίο της Ρένας Μόλχο εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους ο αφανισµός των Ελλήνων Εβραίων εξοβελίστηκε από την εθνική µνήµη και ιστορία. Διερευνώνται η στάση της πολιτείας απέναντί τους, καθώς και οι διάφοροι ρόλοι που υιοθέτησαν οι συµπολίτες τους κατά την Κατοχή, αλλά και κατά την Απελευθέρωση. Ανατρέπονται πολλοί από τους µύθους της δηµόσιας ιστορίας, που επί δεκαετίες υποστήριζε ότι όλοι οι Χριστιανοί βοήθησαν σύσσωµοι τους Εβραίους και ότι, εκτός από τους ναζί, οι µόνοι που έφταιγαν γι’ αυτό το ατιµώρητο έγκληµα ήταν τα ίδια τα θύµατα και οι ηγέτες τους (από το οπισθόφυλλο).
Η Ρίκα Μπενβενίστε, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, προτείνει μια νέα ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ελλάδας και επιχειρεί την εφαρμογή της στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου μελετά την ιστορία των Θεσσαλονικιών Εβραίων ανταρτών. Περίπου 1. 000 Εβραίοι ανάμεσα στους 30.000 αντάρτες του ΕΛΑΣ ήταν “αόρατοι” ή κρυμμένοι πίσω από χριστιανικά ψευδώνυμα, αναιρώντας την υποτιθέμενη εβραϊκή παθητικότητα. Βασισμένη σε προφορικές μαρτυρίες καθώς ο εμφύλιος πόλεμος και οι συνακόλουθες διώξεις των αριστερών είχαν ως αποτέλεσμα τη σιωπή ή και την αυτολογοκρισία των Εβραίων πρώην ανταρτών, η συγγραφέας επιχειρεί να κατανοήσει και να αφηγηθεί την “κοινή ιστορία της καταστροφής”, με εργαλεία της κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας.
Το βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου έρχεται να συνοψίσει αλλά και να αξιολογήσει τον ιστοριογραφικό, θεωρητικό και παιδαγωγικό στοχασμό που έχει διατυπωθεί αφενός για τις κρατικές πολιτικές μνήμης που αφορούν το Ολοκαύτωμα και αφετέρου για τους ειδικότερους τρόπους και τις μορφές προσέγγισης της τραυματικής του μνήμης από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο έως τις μέρες μας.
Ιδιαίτερα αναδεικνύονται θέματα όπως: 1) η ιστορική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος και ο παραδειγματικός του χαρακτήρας, 2) ο ρόλος της τέχνης ως διαδικασίας αποτραυματοποίησης και αισθητικοποίησης, καθώς και η δυνατότητα ή η θεμιτότητα της αισθητικής αναπαράστασης του τραύματος, 3) η απονομή ιστορικής δικαιοσύνης και 4) η παιδαγωγική θεωρία αναφορικά με τη διαχείριση τραυματικών γεγονότων ή εμπειριών.
Μεταξύ 1939 και 1943, εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι εγκλωβίστηκαν σε περισσότερα από 400 γκέτο στα κατεχόμενα εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944, όλα τα γκέτο είχαν εκκενωθεί και οι περισσότεροι κρατούμενοι εξοντωθεί.
Πότε έμαθε ο κόσμος για τη γενοκτονία που βρισκόταν σε εξέλιξη στην καρδιά της Ευρώπης; Τι έκαναν οι Σύμμαχοι για να σταματήσουν τη σφαγή; Γιατί η εβραϊκή ηγεσία στην Παλαιστίνη άργησε τόσο πολύ να αντιδράσει; Υπήρξε εβραϊκή αντίσταση; Ποιος ήταν ο ρόλος των Ελλήνων Εβραίων στην εξέγερση των Sonaerkommando.
Μπορούσε ο αρχιραβίνος Κόρετς να αποτρέψει τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης; Γιατί σώθηκαν οι Εβραίοι που είχαν συγκεντρωθεί στην Αθήνα; Ποιοι οργάνωσαν την επιχείρηση διάσωσης στο Αιγαίο; Οι συμφωνίες ανάμεσα στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, το Εβραϊκό Πρακτορείο και το ΕΑΜ άνοιξαν τον δρόμο για την απόδραση από την Εύβοια.
Μια νέα αφήγηση για τον διωγμό και τη διάσωση των Εβραίων στο Γ΄ Ράιχ, που ανατρέπει στερεότυπα και μύθους και δίνει μια εντελώς επίκαιρη τροφή για σκέψη.
Στον συλλογικό τόμο περιέχονται μελέτες για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στις βαλκανικές χώρες και στην Ελλάδα.
Συγγραφείς από πολλές βαλκανικές χώρες ερευνούν το Ολοκαύτωμα στην Κροατία, την Σερβία, τη Βουλγαρία, την Υπερδνειστερία και την Ελλάδα.
Παράλληλα εξετάζονται η μνήμη του Ολοκαυτώματος στη σημερινή εποχή και τα προβλήματα ένταξης της γενοκτονίας στη συλλογική εθνική μνήμη των βαλκανικών χωρών.
Ιστορικοί, νομικοί, πολιτικοί και οικονομικοί επιστήμονες, παιδαγωγοί, φιλόλογοι αλλά και θετικοί επιστήμονες διασταυρώνουν επιστημονικές γνώσεις, βιώματα και νέα ερωτήματα με συνεκτικό ιστό τη γενοκτονία αλλά και το παρελθόν, παρόν και μέλλον των Εβραίων στην ελληνική ιστορία, στην ελληνική κοινωνία και πολιτεία. Αναλυτικότερα, ο τόμος διαρθρώνεται σε τρεις χρονικές ενότητες, μία μικρή για τα χρόνια πριν από την κατοχή, μία ενότητα για τα κατοχικά χρόνια με την πλειοψηφία των κειμένων να ανήκουν σε αυτήν, και μία για τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και για ζητήματα της γενοκτονίας στο σήμερα.
Οι συγγραφείς αυτής της συλλογικής δουλειάς επιχειρούν με κριτικό πνεύμα να προσφέρουν τόσο σφαιρική όσο και ειδική γνώση, για την ιστορία του νεότερου ελληνικού εβραϊσμού, για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας με στόχο την καλύτερη κατανόηση του παρελθόντος και τη διαμόρφωση μιας μνήμης με διάρκεια, σεβασμό και υπευθυνότητα.
Το βιβλίο του Ναρ, Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46), είναι μια ιστορική μελέτη, καρπός μεταδιδακτορικής έρευνας, που επικεντρώνεται στην επιστροφή των επιζώντων του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, σ’ αυτή τη «μετέωρη» επιστροφή, όπως δηλώνει ο τίτλος της μελέτης. Η διερεύνηση πλούσιου ανέκδοτου αρχειακού υλικού, δείχνει πως η επιστροφή των Εβραίων στην πατρίδα, στη Σαλονίκη, αποδείχτηκε εξίσου τραυματική με την απηνή καταδίωξή τους. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που πολλοί Θεσσαλονικείς Εβραίοι μετανάστευσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κυρίως στις Η.Π.Α. και στο Ισραήλ. Η απώλεια τόσων ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου και η φυγή όσων προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους αλλά δεν τα κατάφεραν, καθώς έμειναν αβοήθητοι από το ελληνικό κράτος, άλλαξε για πάντα τη φυσιογνωμία της πόλης. Μιας πόλης που καλείται, έστω και δεκαετίες μετά, να συμφιλιωθεί με την ιστορία της, αναγνωρίζοντας το ένοχο παρελθόν της.
Στο βιβλίο Μνημεία της λήθης. Ίχνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καρπός της διδακτορικής της διατριβής, η ιστορικός Άννα Μαρία Δρουμπούκη μελετά τους χώρους εγκλεισμού και μαρτυρίου στην Ελλάδα (Στρατόπεδο Χαϊδαρίου και Παύλου Μελά, Σκοπευτήριο Καισαριανής), τους μνημονικούς τόπους των δύο πρώην Γερμανιών (Μπούχενβαλτ, Ράβενσμπρουκ, Ζάξενχάουζεν, Ντάχαου, Μπέργκεν-Μπέλσεν, Μαουτχάουζεν), το ζήτημα της διαχείρισης της μνήμης των στρατοπέδων, τη μνημειοποίηση και εγγραφή της shoah στην πόλη (Θεσσαλονίκη, Ρόδος, Αθήνα, Γιάννενα) και τις στρατηγικές της μνήμης (μουσεία). Η αντίληψη που διαπερνά τη μελέτη είναι ότι τα δημόσια μνημεία αποτελούν τη συμβολική γλώσσα μέσω της οποίας οι κοινότητες μνήμης μεταφέρουν και διαχειρίζονται το παρελθόν τους, αποτελώντας πολυσήμαντους τόπους μνήμης.
Ο βουλγαρικής καταγωγής ιστορικός και φιλόσοφος Τοντόροφ (1939-2017), στο βιβλίο του Απέναντι στο ακραίο, στηρίζεται κυρίως στις μαρτυρίες αυτών που επέζησαν και περιέγραψαν τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα σοβιετικά Γκουλάγκ. Στοχάζεται πάνω στην επώδυνη και τραγική εμπειρία της ζωής στα στρατόπεδα: “Ο 20ός αιώνας φτάνει στο τέλος του, και μπαίνουμε όλοι στον πειρασμό να αναρωτηθούμε: ποια θέση θα καταλάβει στην ιστορία; Πώς θα τον θυμόμαστε αύριο; Όπως όλοι, δεν γνωρίζω τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα˙ αλλά είμαι βέβαιος ότι μία επινόηση του 20ού αιώνα θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας: τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού. Έχουμε ανακαλύψει το ακραίο πολιτικό καθεστώς, τον ολοκληρωτισμό, και το ακραίο του ολοκληρωτισμού, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στο βιβλίο αυτό βρίσκονται συγκεντρωμένα τα κείμενα που έγραψε ο Στέφανος Ροζάνης με θέμα τα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου και τα αδιέξοδα τα οποία προκύπτουν κάθε φορά που οι κλασικές ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες και τα ιδεώδη της τέχνης και της λογοτεχνίας “εμπλέκονται στον ιστό του νεκρικού κόσμου των στρατοπέδων”. Για τον Ροζάνη, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι απλοί τόποι βασανιστηρίων ή εκτελέσεων, τόποι μαρτυρικών θανάτων. Είναι τόποι όπου η φυσική βία δεν είναι παρά το σύνεργο που θα μεταλλάξει ριζικά την ανθρώπινη ουσία, την ίδια τη ζωή και θα διαιωνίσει μια εκτρωματική φύση του ανθρώπινου όντος. Γι’ αυτό, το στρατόπεδο συγκέντρωσης, ως πρότυπο οργάνωσης μιας ολοκληρωτικής κοινότητας, θα εκτρέφει τους “πολίτες” της ακόμη και όταν καταργηθεί, έχοντας εκπληρώσει τον αρχικό προορισμό του.
Ελένη Γερούση, Διευθύντρια 8ου Γυμνασίου Κοζάνης
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη