Οι αναγκαίες κάθε φορά μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση –όπως άλλωστε κι οπουδήποτε αλλού-κρίνονται στην πράξη και σε βάθος χρόνου. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν φέρουν ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα ήδη από την προαναγγελία τους. Ούτε, φυσικά, ότι είναι οι μοναδικές που θα μπορούσαν να προταθούν σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό γίγνεσθαι όπου τα κοινωνικά/πολιτικά ζητήματα όπως π.χ η εκπαίδευση αποτελούν κατεξοχήν συγκρουσιακά ζητήματα, άρα διόλου ‘’εθνικά’’ και συνεπώς υπεράνω των πολιτικο-ιδεολογικών διαφορών που (ευτυχώς) χαρακτηρίζουν κάθε δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία. Ούτε, τέλος, είναι καταχρηστική και εξ ορισμού υποβολιμαία η οποιαδήποτε κριτική άμα τη εξαγγελία τους, όπως διατείνονται συνήθως οι εισηγητές τους.
Με βάση τις άνωθεν παραδοχές, αυτό που θα επιχειρηθεί είναι μια πρώτη κριτική παρουσίαση πτυχών της εκπαιδευτικής ‘’τομής’’ που έχει πλέον δρομολογηθεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου παιδείας. Στόχος δεν είναι άλλος παρά η ανάδειξη των προβλημάτων εξαιτίας κυρίως των αντιφάσεων που έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους.
Ο υπουργός παιδείας δηλώνει βέβαιος ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αλλάζει άρδην τη φιλοσοφία του λυκείου. Υποστηρίζει (πολύ σωστά κατά την ταπεινή μου άποψη) ότι η λυκειακή βαθμίδα και ιδιαίτερα η τελευταία τάξη είναι ανύπαρκτη, προφανώς επειδή οι μαθητές/τριες συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον και το χρόνο τους στα 4-5 γνωστικά αντικείμενα που εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις, τα οποία κρίνουν την εισαγωγή τους στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα μαθήματα γενικής παιδείας. Για τη θεραπεία τής, αναμφισβήτητα, ορθής για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ αυτής διαπίστωσης, ο υπουργός προτείνει να διδάσκονται στην τρίτη λυκείου αποκλειστικά τα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις και κρίνουν την εισαγωγή στα ΑΕΙ (αφήνει περιθώριο για τη διδασκαλία δύο μαθημάτων γενικής παιδείας που είναι τα θρησκευτικά (!), η φυσική αγωγή και ένα μάθημα κατ’ όνομα επιλογής αφού περιορίζεται στα πεδία των τριών βασικών ξένων γλωσσών και του σχεδίου).
Τι πετυχαίνει το υπουργείο με την νέα νομοθετική του παρέμβαση που βρίσκεται επί θύραις; Ουσιαστικά νομιμοποιεί (κυριολεκτικά) μια κατάσταση που χαρακτηρίζει την τελευταία λυκειακή τάξη, κατάσταση που – κακά τα ψέμματα- ο κόσμος το έχει τούμπανο και η πολιτική και η συνδικαλιστική ηγεσία των εκπαιδευτικών κρυφό καμάρι. Νομίζω, για να είμαι ειλικρινής, πως δεν είναι λίγο να στεγάζεις υπό το νόμο μια, στα όρια του νόμου, αν όχι έκνομη, πραγματικότητα. Εάν αυτός ήταν ο ομολογημένος σκοπός του υπουργείου τότε του αξίζουν πολλά συγχαρητήρια.
Ο δεύτερος στόχος του υπουργείου είναι η προώθηση μέτρων που θα απάλλασσαν τους μαθητές και τις μαθήτριες από το ‘’απάνθρωπο’’ ( ο υπουργός έχει επιλέξει, σύμφωνα με την ταπεινή μου και πάλι άποψη, έναν μάλλον ήπιο χαρακτηρισμό) σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ. Θα περίμενε λοιπόν κάποιος ότι η υπουργική παρέμβαση θα στόχευε στη δημιουργία ενός συστήματος (αυτό μάλλον δεν μπορεί ποτέ ν’ αποφευχθεί) που θα έδινε τη δυνατότητα στους/στις έφηβους/έφηβες κατά τη φοίτησή τους στη λυκειακή βαθμίδα να εξοικονομήσουν τον στοιχειώδη εκείνο χρόνο που θα τους/τις επέτρεπε ν’ ασχοληθούν με όλα αυτά που ως γονείς, διδάσκοντες και εκάστοτε πολιτική ηγεσία θεωρούμε αυτονόητα για την ηλικία τους προκειμένου να διαμορφώσουν υγιείς προσωπικότητες που θ’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις όχι μόνο καλών επαγγελματιών αλλά και πνευματικά καλλιεργημένων, ηθικά συγκροτημένων και πολιτικά ευαίσθητων ανθρώπων. Φευ! Η υπουργική απόφαση, λησμονώντας ότι στο προηγούμενο σύστημα οι μαθητές/τριες εξοντώνονταν σωματικά, πνευματικά και ψυχικά ασχολούμενοι/νες με τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, διατηρεί αλώβητη την πτυχή των μαθημάτων αυτών αυξάνοντας τις ώρες διδασκαλίας τους (η διδασκαλία των μαθημάτων αυτών θα καταλαμβάνει 24 ώρες την εβδομάδα). Το υπουργείο μάλιστα, μετά από πρόταση του Ινστιτούτου εκπαιδευτικής πολιτικής κάνει και ένα δωράκι στη μαθητική νεολαία αυξάνοντας, για άλλα λιγότερο και για άλλα περισσότερο, την ύλη των συγκεκριμένων μαθημάτων με το επιχείρημα ότι η απαλλαγή από τα μαθήματα γενικής παιδείας απελευθερώνει υπερβολικά τον ελεύθερό τους χρόνο εκτοξεύοντάς τον σε δυσθεώρητα ύψη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση των ωρών διδασκαλίας (παρεμπιπτόντως η αύξηση των ωρών διδασκαλίας στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα δικαιολογεί, κατά τους ιθύνοντες του υπουργείου, την αύξηση της ύλης τους) (!) η οποία παραπέμπει σε μια ολοφάνερη φροντιστηριοποίηση της τρίτης λυκειακής τάξης. Αν και διόλου τιμητικό ο υπουργός φαίνεται να παραδέχεται ότι το πρότυπο που ανταποκρίνεται επιτυχώς στις εξεταστικές απαιτήσεις δεν είναι παρά ο ανταγωνιστής του δημόσιου σχολείου, δηλαδή το φροντιστήριο, από τις αιμοβόρες διαθέσεις του οποίου ο ίδιος υπουργός διακήρυσσε και διακηρύσσει(!) ότι επιθυμεί να προστατεύσει την πληττόμενη οικονομικά ελληνική οικογένεια. Αν μη τι άλλο ο υπουργός είναι για μια ακόμη φορά συνεπής με την ανομολόγητη, αυτή τη φορά, φιλοσοφία του. Θεσμοθετεί ένα πλαίσιο που νομιμοποιεί την εκπαιδευτική πραγματικότητα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εδώ και χρόνια. Όμως ο κ. Γαβρόγλου ίσως δεν έχει εμβαθύνει στις αιτίες γιγάντωσης του φροντιστηριακού θεσμού και τον παραγκωνισμό του δημόσιου σχολείου- το πιθανότερο μάλιστα θεωρεί υπεύθυνο γι’ αυτή το σχολείο και συνεκδοχικά τους καθηγητές και τις καθηγήτριες.
Από την άλλη, παρότι με τη νομοθετική του πρωτοβουλία φαίνεται να θαυμάζει το συγκεκριμένο θεσμό, μάλλον αγνοεί βασικές πτυχές του και την εν γένει λογική της λειτουργίας του. Κατά συνέπεια δε μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι η ευελιξία και προσαρμοστικότητα του φροντιστηρίου (αυξομείωση ωρών και κυρίως το προβάδισμα ολόκληρους μήνες ή και έτη στη διδασκαλία των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων) δεν μπορεί παρά να σημαίνει ήττα ήδη από τα αποδυτήρια του σχολείου/φροντιστηρίου. Ούτε, προφανώς, δύναται ν’ αντιληφθεί ότι η νομοθετική του παρέμβαση υπονομεύει πλέον τη λειτουργία και της β’ λυκείου- κάποιοι καλοθελητές υποστηρίζουν και της α’- αφού οι μαθητές/τριες θα λειτουργήσουν όπως είχαν μάθει να λειτουργούν τόσα χρόνια απαξιώνοντας οτιδήποτε άλλο πλην των μαθημάτων που εξετάζονται για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ. Εκτός κι αν φιλοδοξεί στο μέλλον να νομοθετήσει εκ νέου, νομιμοποιώντας, όπως και τώρα, τις επιταγές της άτεγκτης κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό που μεταξύ των άλλων με προβληματίζει σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι μια τέτοιου είδους παραδοχή αντιβαίνει την, κατά καιρούς διακηρυχθείσα, αριστερή και δη μαρξιστική ταυτότητα του υπουργού.
Αναζητώντας εναγωνίως το αριστερό πρόσημο των προτεινόμενων αλλαγών σκοντάφτω στη διατήρηση των θρησκευτικών ως μάθημα γενικής παιδείας μέχρι και την τρίτη λυκείου (η ιστορία, πιθανόν, δεν τα κατάφερε συγκεντρώνοντας λιγότερες προτιμήσεις γιαυτό και αποφασίστηκε η αποβολή της) ή στην αντικατάσταση των Λατινικών από την Κοινωνιολογία με το επιχείρημα ότι τα πρώτα προάγουν την αποστήθιση (προφανώς ο υπουργός προσεγγίζει φιλοσοφικά το εγγενές αυτό χαρακτηριστικό των Λατινικών με την ‘’εμμένεια’’). Αυτό βέβαια δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η εισαγωγή της Κοινωνιολογίας ( η οποία δεν έχει εγγενές χαρακτηριστικό της την αποστήθιση) είναι αρνητικό μέτρο. Απλούστατα η διατήρηση των Λατινικών - συστατικό στοιχείο των κλασικών σπουδών οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού – ως μάθημα πανελλαδικά εξεταζόμενο μόνον για όσους/όσες κατευθύνονται σε φιλολογικές και νομικές σπουδές δεν θα ήταν μια λύση δύσκολη στη σύλληψή της, ούτε βέβαια στην εφαρμογή της.
Εξακολουθώντας την αναζήτηση σκοντάφτω και στα περιβόητα πλέον ΤΕΠ (Τμήματα Ελεύθερης Πρόσβασης) τα οποία θα διαφοροποιούνται κάθε φορά αφού θα εξαρτώνται από τις προτιμήσεις των μαθητών/τριών όπως αυτές θα διαμορφώνονται τον Οκτώβριο, όταν θα καλούνται για πρώτη φορά να υποβάλουν τη δήλωσή τους, η δημοσιοποίηση των οποίων θα γίνεται τον Φεβρουάριο. Προσπαθώ να σκεφτώ τη σκοπιμότητα θεσμοθέτησης αυτών των τμημάτων με τη συγκεκριμένη διαδικασία και ειλικρινά αδυνατώ, όταν μάλιστα, όσοι στοιχειωδώς γνωρίζουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα, αντιλαμβάνονται πως τα τμήματα αυτά δεν θα είναι παρά εκείνα που βρίσκονται πολύ χαμηλά στις προτιμήσεις των υποψηφίων. Θ’ αρκούσε ίσως, αν και εφόσον υλοποιηθεί η πρόταση, η δημοσιοποίηση του αριθμού των υποψηφίων προηγούμενων ετών που είχαν δηλώσει ως πρώτη προτίμηση τα τμήματα που κάθε φορά θα προκρίνονται ως ΤΕΠ για να καταδειχτεί το έωλο του εγχειρήματος.
Αναζητώ, τέλος, τη διαφοροποίηση της τρέχουσας ‘’αριστερής’’, όπως επιμένει η κυβέρνηση, πολιτικής από τις προγενέστερες. Αυτό που παρατηρώ και νομίζω παρατηρεί κάθε καλοπροαίρετος πολίτης είναι η συνέχιση μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας η οποία έχει ξεκινήσει με δειλά, είναι αλήθεια βήματα, από τη δεκαετία του 1990. Η κρίση την τελευταία δεκαετία απλά ενέτεινε το ρυθμό και βαθμό υλοποίησής της. Η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τα πεδία των νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων αφού συνδέεται στενά με την οικονομία. Ο κατ’ ευφημισμό (οικονομικός) ‘’εξορθολογισμός’’, που αποτελεί τη σημαία της εκπαιδευτικής πολιτικής του Σύριζα, πλήττει τον πυρήνα του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος οδηγώντας το στην απαξίωση και συρρίκνωση, αργά αλλά σταθερά και (είναι αλήθεια) όχι με διαδικασίες fast track που επιχειρήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και ιδίως εκείνη των Σαμαρά – Βενιζέλου ή εξαγγέλλονται από τον πούρο Μητσοτάκη. Αυτό όμως δεν την καθιστά λιγότερο επικίνδυνη. Τουναντίον μάλιστα.
Γιατί τι άλλο, παρά ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η εντατικοποίηση των σπουδών και η αποσπασματικότητα της γνώσης, σ’ ένα σχολείο όπου όλο το βάρος πέφτει στα εξεταζόμενα μαθήματα με εξαφάνιση όλων των υπολοίπων (ιστορία, φυσικές επιστήμες,πληροφορική, ξένες γλώσσες, πολιτική αγωγή κ. α) ως ασήμαντων; Το επόμενο βήμα, φυσιολογικά, θα είναι η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας ως προς την επίτευξη των στόχων, όπως αυτή θα προκύπτει με βάση το ‘’αντικειμενικό’’στοιχείο της επίδοσης των μαθητών στις συγκεκριμένες εξετάσεις. Στην ελληνική περίπτωση απλά ακολουθήθηκε η αντίστροφη πορεία απ’ ότι σε χώρες που το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μετράει ήδη αρκετά χρόνια εφαρμογής σε αρκετές από τις οποίες βρίσκεται ήδη σε αποδρομή έχοντας μετατρέψει τον εκπαιδευτικό χώρο σε κρανίου τόπο.
Η αιτία που στην Ελλάδα δεν ακολουθήθηκε η διεθνής πρακτική της εισαγωγής, αρχικά, της αξιολόγησης, η οποία οδηγεί νομοτελειακά σε ένα σχολείο με επίκεντρο τις εξετάσεις σε 4-5 μαθήματα ήταν, ασφαλώς, το ρίσκο πολιτικής διαχείρισης των αποτελεσμάτων που παράγουν τέτοιου είδους πολιτικές: τη συρρίκνωση του αριθμού των ατόμων που εισάγονται και φοιτούν στα ΑΕΙ, η οποία συνιστά και τον κορυφαίο ανομολόγητο στόχο του νεοφιλελευθερισμού στην εκπαίδευση. Σε μια κοινωνία, όπως η ελληνική, που εξακολουθεί να ταυτίζει την πολυπόθητη κοινωνική άνοδο με το πανεπιστημιακό πτυχίο, μια καθαρόαιμη νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική, θα σήμαινε ένα δυσβάσταχτο πολιτικό κόστος.
Για όσους θεωρούν πως όλα αυτά συνιστούν ασύστολη κινδυνολογία φοβικών και προκατειλημμένων, με τον ανταγωνισμό και την υγιή ιδιωτική επιχειρηματικότητα, συνειδήσεων, να θυμίσω πως το σχέδιο, όπου εφαρμόστηκε σε Ευρώπη και ΗΠΑ με τον ελκυστικό τίτλο ‘’ελεύθερη επιλογή σχολείου’’, είχε ως αιχμή χρηματοδοτούμενα από το κράτος (συνήθως με το θεσμό του παρεχόμενου στους γονείς κουπονιού) σχολεία, που λειτουργούν όμως με ιδιωτικοοικονομικά , δηλαδή αγοραία, κριτήρια (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα charter schools στις ΗΠΑ). Σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα πόρρω απέχουν από τις αρχικές βαρύγδουπες εξαγγελίες αφού στο αγοραίο αυτό εκπαιδευτικό σύστημα κυριαρχούν η ταξική επιλογή, ο πολλαπλασιασμός μηχανισμών αποκλεισμού των παιδιών που προέρχονται από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα και η στροφή του μεγάλου μέρους αυτών προς τις επαγγελματικές σχολές.
Αν σε κάτι φαίνεται να έχει δίκιο ο υπουργός - παρότι πριν το 2015 είχε την ακριβώς αντίθετη άποψη – είναι οι κρίσεις του για τη συνδικαλιστική ηγεσία του εκπαιδευτικού κόσμου. Η οξύτατη και πολυεπίπεδη κρίση στην οποία η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βυθίζεται ανέδειξε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, την ανεπάρκεια και τις εξαρτήσεις της ηγεσίας αυτής, κυρίως όμως την απροθυμία της για στοιχειώδη αυτοκριτική και αναστοχασμό που συνιστούν τις προϋποθέσεις για την αναμόρφωση και επανεκκίνηση του απαξιωμένου συνδικαλισμού. Αυτά όμως δεν αποτελούν πρόβλημα για τον υπουργό. Τουναντίον τον εξυπηρετούν στην εκπλήρωση στόχων και δεσμεύσεων.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη