παρών, -ούσα, -όν: 1. αυτός που παρευρίσκεται (κάπου), που υπάρχει 2. ως απάντηση σε κλήση: ο δάσκαλος φώναξε το όνομά του και αυτός απάντησε «παρών> 3. αυτός που υπάρχει, υφίσταται αυτή τη στιγμή, ο τωρινός: η παρούσα κυβέρνηση
παρόν (το): το τμήμα τού χρόνου κατά το οποίο υπάρχουμε, ομιλούμε ή ενεργούμε, κατ’ αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον ΣΥΝ. τώρα
Η φράση δίνω το παρών είναι σωστή και σημαίνει ότι ανταποκρίνομαι σε μια πρόσκληση, παρευρίσκομαι, συμμετέχω. Η λέξη (το) παρών, όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικοποιημένη μετοχή, λαμβάνει τη σημασία της λ. παρουσία, ανεξαρτήτως γένους και αριθμού: οι μητέρες των επιτυχόντων έδωσαν το παρών. Η φράση δίνω το παρόν είναι κυριολεκτική και αναφέρεται σε ουσιαστικό: δίνω το παρόν έγγραφο στον αρμόδιο υπάλληλο.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη