Οι εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη διαρκούς επιμόρφωσης. Το να υπηρετείς τους μαθητές σου με αγάπη και φιλότιμο για 20 και 30 χρόνια είναι εμπειρία πολύτιμη και δυσαναπλήρωτη, αλλά δεν αρκεί για να καλύψει τα κενά που αναπόφευκτα δημιουργούνται από τις εξελίξεις στην επιστήμη. Όχι μόνο στο γνωστικό πεδίο κάθε εκπαιδευτικού, αλλά επίσης στην ψυχολογία, στην παιδαγωγική, στη διδακτική, στην καλύτερη διαχείριση των περιστατικών στην τάξη.
Άρα η επιμόρφωση πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου, προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, επαρκής χρονικά, με απόσταση του εκπαιδευτικού από την τάξη (και ταυτόχρονη αναπλήρωσή του), για την πρόληψη και της επαγγελματικής εξουθένωσης. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και οι συλλογικοί τους φορείς αναγνωρίζουν την ανάγκη.
Δυστυχώς, για αυτό το στοιχειώδες καθήκον η Πολιτεία εδώ και δεκαετίες αδιαφορούσε. Ούτε στη σύντομη περίοδο της διακυβέρνησής μας κατέστη δυνατό να γίνουν όλα τα απαραίτητα βήματα, λόγω των μνημονιακών περιορισμών. Θυμίζω ότι από το 2012 οι δανειστές δεν επέτρεπαν διορισμούς με αποτέλεσμα τα οργανικά κενά να φτάσουν τις δεκάδες χιλιάδες, όπως και οι ετήσιες προσλήψεις αναπληρωτών. Επί ΣΥΡΙΖΑ, οι τάξεις είχαν από το Σεπτέμβριο όλους τους καθηγητές και δασκάλους, ενώ καλύπτονταν κατά προτεραιότητα οι ανάγκες στην Ειδική Αγωγή. Αλλά με τους περιορισμούς να είναι αδυσώπητοι, η πρόσληψη ακόμα περισσότερων αναπληρωτών για να αντικαταστήσουν τους μόνιμους συναδέλφους τους που θα απουσίαζαν για να επιμορφωθούν, ήταν αδύνατη.
Τι πρόσημο έχει η επιμόρφωση που το Υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει με νομοσχέδιο μες το καλοκαίρι, χωρίς προηγούμενο διάλογο; Δυστυχώς, δεν απέχει από τις συνήθειές του. Η προσέγγιση είναι και πάλι αντιεπιστημονική, αντιδεοντολογική, δεν καλύπτει τις ανάγκες και τελικώς στρέφεται κατά των εκπαιδευτικών και του δημόσιου σχολείου. Ξεχωρίζω και συνοψίζω δύο κύρια προβλήματα.
Πρώτον, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών όπως απαιτεί η επιστήμη, η παιδαγωγική και η κοινή λογική, αλλά εκείνων των οποίων η «ατομική αξιολόγηση» έχει οδηγήσει σε μη ικανοποιητική βαθμολογία. Αφήνω κατά μέρος το πόσο δίκαιη και αντικειμενική θα είναι η αξιολόγηση στην οποία το σημαντικότερο ρόλο θα έχει ο Διευθυντής του σχολείου (με ποια προσόντα και επιστημονική επάρκεια; με ποιο πλαίσιο, όταν οδηγούμαστε στη δημιουργία «πριγκιπικής αυλής» ευνοούμενων και προνομιούχων;) και εστιάζω στο εξής: Συμβαδίζει αυτή η επιλογή με την ανάγκη η επιμόρφωση να οδηγήσει σε αλλαγή παιδαγωγικών και διδακτικών μεθόδων, στάσης και συμπεριφοράς; Κατηγορηματικά όχι, όταν απουσιάζει το εσωτερικό κίνητρο. Και πώς θα το αποκτήσει ο εκπαιδευτικός που στιγματίζεται και ταπεινώνεται ως «ανεπαρκής»;
Η διαδικασία προκαλεί αμυντική και αρνητική στάση, κλείνει αυτιά, δεν τ’ ανοίγει. Θα επιδιώξει ο αχρείαστα ταπεινωμένος εκπαιδευτικός να γίνει καλύτερος; Θα λειτουργήσει αποτελεσματικά ο Σύλλογος Διδασκόντων, όταν το συλλογικό πνεύμα συντρίβεται από τη διαμόρφωση δύο κατηγοριών εκπαιδευτικών;
Δεύτερο κύριο πρόβλημα, η ανάδειξη στη διαδικασία επιμόρφωσης μονοπρόσωπων οργάνων στη θέση των συλλογικών. Οι στόχοι της εκπαιδευτικής πολιτικής πρέπει να εναρμονίζονται με ένα κεντρικό σχεδιασμό επιμορφωτικών δράσεων. Ο ρόλος αυτός έχει ανατεθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ν. 4547/2018, αρ. 53) στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
Κάνοντας ένα επιπλέον βήμα πίσω η κυβέρνηση, πιστή στη γραμμή εξάρθρωσης της συλλογικοτήτας σε όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος, καταργεί φορείς που αναλαμβάνουν επιμορφωτικές δράσεις (όπως ήταν τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού) και τους αντικαθιστά με μονοπρόσωπα όργανα (Περιφερειακούς Επόπτες Ποιότητας και Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης). «Αλλεργία» σε κάθε συνεργασία περισσότερων από ένα πρόσωπο, σε οποιοδήποτε θέμα.
Αλλά πέρα από τις επιμορφώσεις που διοργανώνονται κεντρικά, από εξωτερικούς φορείς, μπορεί και πρέπει κάθε σχολική μονάδα να έχει λόγο στην επιμόρφωσή της ενδοσχολικά. Ο Σύλλογος είναι σε θέση στο πλαίσιο του ετήσιου προγραμματισμού του (διαδικασία νομοθετημένη από την προηγούμενη κυβέρνηση) να εκτιμήσει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και να επιλέξει τον φορέα ή τα πρόσωπα που εμπνέουν εμπιστοσύνη για το συγκεκριμένο έργο. Με την ενεργό συμμετοχή τους, οι εκπαιδευτικοί προδιατίθενται θετικά απέναντι στην επιμορφωτική διαδικασία, αναγνωρίζοντας ότι δεν συνιστά τιμωρία αλλά τους υποστηρίζει πραγματικά.
Εν κατακλείδι: Ήδη το ΥΠΑΙΘ απέσυρε την απαράδεκτη διάταξη που επέτρεπε τη δημιουργία τμημάτων «γκέτο» ανάλογα με τις μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών ή άλλα χαρακτηριστικά τους. Μένουν πολλές διατάξεις που πρέπει να αποσυρθούν. Αν το υπουργείο θέλει να δείξει ότι λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των ενδιαφερομένων, ας αναβάλει την κατάθεση του νομοσχεδίου ώστε να προηγηθεί διάλογος με την εκπαιδευτική κοινότητα. Φυσικά, τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί, αφού επί δύο χρόνια το υπουργείο σε μια και μόνο θέση βλέπει και τοποθετεί τους εκπαιδευτικούς: ακριβώς απέναντι.
*Άρθρο του τομεάρχη Παιδείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Νίκου Φίλη στη Καθημερινή της Κυριακής
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 3/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη