Το παρόν κείμενο αποπειράται να περιγράψει τα μύχια χαρακτηριστικά της/ου καλής/ού εκπαιδευτικού προσφεύγοντας σε αναλογίες και εκλεκτικές συγγένειες με ξακουστούς ψάλτες της Πατριαρχικής παράδοσης, τα άφθαστα αναστήματα μιας λαϊκής τέχνης, της Ψαλτικής, στην Ελλάδα του 20ου αιώνα,. Στο δεύτερο μέρος αξιοποιείται η συνδρομή της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνιολογικής σκέψης για να ερμηνεύσει την σημερινή γονεϊκή εξουθένωση και την αμφιθυμία απέναντι στο δημόσιο σχολείο.
Το άρθρο καταλήγει ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουμε να ξανακερδίσουμε τους αποστασιοποιημένους σήμερα γονείς επιστρέφοντας στις ρίζες μιας ριζοσπαστικής Ιερουσαλήμ, όπως συνθηματικά διακηρύσσεται στους αναβαθμούς του βαρέως ήχου. Οι ρέκτες της πατρώας μουσικής, νωρίς το πρωί της Κυριακής των αδελφών Ευλάμπιου και Ευλαμπίας, μια μέρα πριν από τη δικαστική ετυμηγορία για την πανεκπαιδευτική απεργία άκουσαν το εγερτήριο σάλπισμα: «Ανάστηθι! Μη επιλάθη των πενήτων σου!».
Η έμφαση να μην εγκαταλείψουμε εμείς, οι φτωχότεροι μισθωτοί του δημόσιου τομέα, τα παιδιά των πτωχών οικογενειών ήδη έπρεπε να είναι η κύρια αποστολή του δημόσιου σχολείου στη μετά-Covid εποχή σε αντίστιξη με «την παραγωγική ένδεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του μεσοστρωματικού πληθυσμού», όπως γράφει στο πρόσφατο βιβλίο του «Περιπέτειες της μεσαίας τάξης» ο Παναγής Παναγιωτόπουλος.
Το Νηπιαγωγείο Μαστιχοχωρίων με έδρα το Πυργί είναι ένα από τα ελάχιστα σχολεία μικρών παιδιών στη μη αστικοποιημένη παραδοσιακή Ελλάδα που δασκαλεύει από το 1999 ένας ξενομερίτης άνδρας ο οποίος δεν διατηρεί δεσμούς συγγένειας στη Νότια Χίο. Αν και η επιστημονική κοινότητα θεωρεί την αποτελεσματική διδασκαλία μικρών παιδιών μη έμφυλο ζήτημα παραμένει ισχνή η βιβλιογραφία και ατεκμηρίωτη η νοερή αναπαράσταση του άνδρα-νηπιαγωγού σε γονείς εργάτες του πρωτογενούς τομέα.
Την Παρασκευή, πριν την απεργία ήλθε να παραλάβει την μοναχοκόρη του από το Ολοήμερο ένας πατέρας. Ζήτησε να μάθει για τον λόγο της απεργίας και χωρίς ίχνος επιθετικής χροιάς έθεσε ρητορικά το ερώτημα «γιατί δεν θέλετε να αξιολογηθείτε». Δεν ήταν ακριβώς ο γονέας μικρών απαιτήσεων. Είχε περάσει «διά πυρός και σιδήρου», σταδιοδρομώντας στο Εμπορικό ναυτικό και ανερχόμενος, νεότατος, «χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη» στην λίαν απαιτητική θέση του Αρχικαπετάνιου και επιθεωρητή πλοίων. Η δουλειά του ήταν να ζητά τεκμηριωμένες απαντήσεις απευθύνοντας αριστοτεχνικά διατυπωμένα ερωτήματα, σαν το γεράκι που ορμά κάθετα και ευθύβολα στο θύμα του. Τον Αύγουστο, πριν ανοίξουν τα σχολεία, επιθεώρησε εξονυχιστικά το νηπιαγωγείο βγαίνοντας στην αυλή και εντοπίζοντας την παραμικρή λεπτομέρεια που εγκυμονούσε πηγή ανασφάλειας, ζητώντας ταυτόχρονα να μάθει πώς τα παιδιά μεταλλεύονται κάθε λεπτό του ωρολογίου προγράμματος. Όταν ένιωσε να ικανοποιείται το δικαίωμα για διαφανή πληροφόρηση ακόμα και του hidden curriculum, βρήκαμε κοινό τόπο στο ενδιαφέρον μας για τη μουσική. Ο Captain καταγόταν από τα Μεστά, τρανό Μαστιχοχώρι που είχε αναδείξει μουσικούς δεξιοτέχνες μεγάλης ακτινοβολίας όπως τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη του Οικουμενικού Θρόνου Γεώργιο Προγάκη αλλά και σήμερα τον παραδοσιακό οργανοπαίκτη Σάκη Πιπίδη.
Το πιο συνηθισμένο αίτημα των κοινωνικών δικτύων είναι να εντοπισθούν οι αμνοί και τα ερίφια, οι καλοί και οι κακοί εκπαιδευτικοί. Αρκετοί πιστεύουν ότι φθάνει η βούληση του σημερινού Νομοθέτη ο οποίος καλεί τους εκπαιδευτικούς να συμπληρώνουν ατέρμονες ψηφιακές πλατφόρμες για την συμμετοχή τους σε εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα Erasmus, την συνεργασία με άλλα σχολεία, την ανάληψη επιμορφωτικών πρωτοβουλιών, την εκπόνηση σχεδίων δράσης για εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης, όλα βαθμολογημένα σε τετράβαθμη κλίμακα.
Στην πραγματικότητα, μια περιδιάβαση στα σχολεία της μεταπολιτευτικής ελληνικής δημοκρατίας, χωρίς τους μονοεστιακούς φακούς της πολιτικής στράτευσης και των ιδεολογικών ταυτίσεων, αναδεικνύει κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά των καλών εκπαιδευτικών που οι πλατφόρμες της Κεραμέως αδυνατούν να ιχνηλατήσουν. Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη που εόρταζαν αναλόγια και έδρες (Παγκόσμια Ημέρα εκπαιδευτικών, εορτή Ρωμανού του Μελωδού) αναζήτησα ένα γνωστικό νήμα που θα αναγνώριζε ότι η δασκαλική είναι μια πλουραλιστική και ιδρυτικά ρευστή κοινωνική κατηγορία. Τα πρόσφατα νομοθετήματα κλείνουν μια ανοικτή μέχρι χθες θεωρητική αναζήτηση, περιφρονώντας τους συμπεριφορικούς, πολιτισμικούς και θεσμικούς ρόλους της δασκαλοσύνης. Η πρόσφατη παραγωγή νομολογίας για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτυγχάνει να συλλάβει τις πραγματικότητες των δασκάλων μικρών παιδιών.
Αντικαθιστώντας τον στρατηγικό ρόλο που είχε στο παρελθόν ο Σύλλογος Διδασκόντων με την Διευθυντική αυθεντία στρωματοποιεί το εκπαιδευτικό πλήρωμα μετατρέποντας τις ανθρώπινες σχέσεις εντός του σχολείου σε αποφασιστικά πιο γραμμικές, αποπλαισιωμένες και αυστηρές. Πρόκειται για μια καταστροφή κυρίως για την προσχολική αλλά ίσως και για τη δημοτική εκπαίδευση. Για παράδειγμα, πολλοί εργαζόμενοι στο παρελθόν προέρχονταν από τις παιδαγωγικές ακαδημίες και παρ’ όλα αυτά επιτύγχαναν δεξιότητες και γνώσεις ανάλογες με εκείνες των συναδέλφων τους που διέθεταν μεταπτυχιακά.
Η θητεία μου σε παιδικό Σταθμό μού έμαθε ότι το επάγγελμα της προσχολικής εκπαίδευσης ως σύνολο οφείλει να αναζητήσει τον σεβασμό στην ακεραιότητα όλων των ενηλίκων που συμμετέχουν σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένων του βοηθητικού προσωπικού, των ευπρεπιστριών, ακόμα και των οδηγών σχολικών λεωφορείων. Συχνά εκείνες/οι με τη λιγότερη τυπική εκπαίδευση, αλλά που έχουν μεγάλη εμπειρία στην προσχολική εκπαίδευση αναλαμβάνουν ηγετικούς ρόλους για την παροχή υπηρεσιών στα μικρά παιδιά και τις οικογένειές τους. Η συμμετοχή τους και η υποστήριξη της ενεργού ηγετικότητάς τους βοηθούν κυρίως τις πρακτικές διαφοροποιημένης μάθησης, στον πυρήνα ενός συμπεριληπτικού σχολείου: Επί της προηγούμενης κυβέρνησης ο Σύλλογος Διδασκόντων είχε την ευλογία να συνεργαστεί για λίγους μήνες με μια εργαζόμενη γενικών καθηκόντων την οποία παραχώρησε ο Δήμος λόγω αναρρωτικής άδειας της ευπρεπίστριας. Σε ελάχιστο διάστημα είχε μεταμορφωθεί σε θαυμάσια δασκάλα ντάμας και σκακιού τα πρωινά πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού προγράμματος.
«Κάθε πουλί έχει τη λαλιά του» μού απαντούσε ο Παπά-Κόκκινος όταν τον ρωτούσα ποιος είναι ο καλύτερος από την χορεία των πατριαρχικών ψαλτών. Αρεσκόταν ο αείμνηστος λευίτης να τους απολαμβάνει στο κασετοφωνάκι του αγροτικού όταν πήγαινε «όξω στο κέντος» των μαστιχόδεντρων. Θρασύβουλος Στανίτσας, Κωνσταντίνος Πρίγγος, Λεωνίδας Αστέρης οι σταθερές προτιμήσεις του. Νεαρός εγώ, προσήλυτος της μυστικοπαθούς τέχνης, καμωνόμουν να τους μιμηθώ. Κοκκίνιζε από την αυθάδεια του αδαούς Κακοφωνίξ ο Χιώτης και τρανταζόταν από τα γέλια. Μόνιμη επωδός του για την τραγικά αρχάρια τεχνική μου κατάρτιση η ρήση: «Αρεταί νέων, πορδαί διαόλου». Μια φορά πήγα να ανέβω στο αναλόγιο ελαφρά αξύριστος και με αγυάλιστα παπούτσια. «Γύρνα πίσω να ξυριστείς!» διέταξε.
Ήταν από τους ελάχιστους βενιζελικούς παπάδες της Νότιας Χίου και φίλος του Στανίτσα όταν είχε βρει καταφύγιο στο νησί μετά την απέλαση από την Πόλη. Τον Θράσο τον εκτιμούσε για το σταθερά δημοκρατικό φρόνημα -«ψήφισε οχιά στο δημοψήφισμα για βασιλευομένη δημοκρατία» αλλά και επειδή αν και παιδί μονογονεϊκής οικογένειας είχε σταθεί τυχερός με το εξαίρετο φωνητικό χάρισμα και με την εργώδη καλλιέργειά του είχε κατορθώσει να ανέβει κοινωνικά, επίχαιρε ο δημοκράτης παπάς . Όσοι «αλιβάνιστοι» κατά τον Παπαδιαμάντη δεν έχουν πειστεί για τις πολιτισμικές επιτελέσεις της φωνής ως πολύσημου συμβόλου και μέσου έκφρασης στην Μεσόγειο ας ανακαλέσουν στη μνήμη τους τον αντίχτυπο του λυγμικού «ααα» της φωνής του Καζαντζίδη», μαζί με το επικό και λυρικό «οοο» της φωνής του Θεοδωράκη στις μεγάλες συναυλίες της Μεταπολίτευσης και την αντίστοιχη περίοδο την φωνή της Ουμ Καλσούμ στην Αίγυπτο και της Αμάλια Ροντρίγκεζ για την Πορτογαλία.
Ψάλτες και εκπαιδευτικοί μοιάζουν καθότι επαγγελματίες φωνής, όπως μας κατηγοριοποιούν οι Ωριλάδες γιατροί. Υποφέρουν το ίδιο κάποτε από φωνητική υπερκόπωση, πολύποδες, λοιμώξεις του αναπνευστικού, έχουν άγχος στις μεγάλες γιορτές, έχουν απαιτητικούς, ίσως και φθονερούς προϊσταμένους. Η αντικειμενική ομορφιά, η αρμονία των χαρακτηριστικών του προσώπου μετρά πολλαπλώς για τον τυχερό ψάλτη αλλά και δασκάλα/ο. Οι πρώτοι, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να μετακαλούνται σε λαϊκοθρησκευτικές πανηγύρεις, οι δεύτερες/οι αποσπούν ευκολότερα την αρχική σαγήνευση των παιδιών, όπως δείχνουν έρευνες, αλλά το καλύτερο μάθημα και ψαλτικό δεν θα το ακούσεις από αυτούς..!
Αν η θρυλική απάντηση του Κωνσταντίνου Πρίγγου στο ερώτημα «ποια είναι τα στοιχεία του καλού ψάλτη» ήταν «τα εξής τρία: α) φωνή β) φωνή και γ) φωνή!» οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι οι καλές/οι εκπαιδευτικοί μοιράζονται με τους ψάλτες τα μυστικά για την ανθεκτικότητα στη φωνή που οδηγούν τελικά στην μακροζωία! Έρευνες αποδεικνύουν το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής που απολαμβάνουν μαχόμενοι δάσκαλοι αλλά και ψάλτες και μέλη χορωδιών. Η αιτία είναι το πανδήμως λεγόμενο «το αγώγι τραβά τον αγωγιάτη»! Ψαλτάδες και δασκάλες, αν θέλουν να έχουν μια αξιοπρεπή εικόνα μπροστά στα απαιτητικά κοινά τους πασχίζουν καθημερινά για επιμέλεια εαυτού: Δεν επιτρέπονται ξενύχτια, υπερβολικό αλκοόλ, καταχρήσεις φαγητού και καπνικών προϊόντων.
Oι αποτελεσματικοί αυτοί καλλιτέχνες φωνής-γιατί δασκαλίκι και μουσική επιτέλεση θέλουν μεράκι- γνωρίζουν καλά σε πόσες θυσίες έχουν υποβληθεί, πόσα χρήματα έχουν χάσει, αποκλείοντας προσοδοφόρες δραστηριότητες που βάζουν όμως το σώμα στον πειρασμό της υπερκόπωσης η οποία θα υπονόμευε το βαθιά ενσώματο εγχείρημα όσων εργάζονται στην πολιτισμική σφαίρα. Ψαλτική και διδασκαλία μοιράζονται και άλλα κοινά: Οι θιασώτες των δυο πολιτισμικών σφαιρών έχουν ελπίδες να πάνε το επαγγελματικό σώμα γνώσεων ένα βήμα παραπέρα αν έχουν περάσει από την μεγάλη πόλη που όπως λέει μια παλιά γερμανική παροιμία «οι άνθρωποι αναπνέουν πιο ελεύθερα» Για αυτό το λόγο η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, και στα καθ’ ημάς το ΠΑΣΟΚ, αναβάθμισε τις σχολές δασκάλων σε πανεπιστημιακά τμήματα εντός των τριών μεγάλων πόλεων, τουλάχιστον στις απαρχές ίδρυσης των παιδαγωγικών τμημάτων.
Μεγάλος ψάλτης και δάσκαλος σπανιότατα είναι αυτοδίδακτος. Αυτό επιρρωνύεται από το ίσως αλαζονικό αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενο αφορισμό ότι υποψήφιος κάτοχος του πατριαρχικού ύφους της Μεγάλης Εκκλησίας είναι μόνο αυτός που έχει παρακολουθήσει διά ζώσης στο Φανάρι την μουσική επιτέλεση από ΑΠτΜτΧΕ. Στη δασκαλοσύνη πάλι, πολυάριθμοι βετεράνοι ομολογούν την ευεργετική επίδραση που είχαν οι υποδειγματικές διδασκαλίες κάποιων φωτισμένων σχολικών Συμβούλων όταν ο θεσμός ξεκίνησε να λειτουργεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι οποίες δυστυχώς δεν είχαν συνέχεια, με πιο ευλογοφανή αιτία την οκνηρία.
Ίσως, η μόνη αντίρρηση περί εκλεκτικών συγγενειών θα μπορούσε να αρθρωθεί στο ζήτημα της τακτικής αλλαγής ενοριών και σχολείων. Οι ξακουστοί ψαλτάδες έχουν μείνει πάντως στην ιστορία ως στελέχη ενός μόνο ναού. Ας θυμηθούμε τη μακρόχρονη θητεία μέχρι την συνταξιοδότηση του Στανίτσα στον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων ή του σύγχρονού μας Χιώτη Βασιλικού στον Άγιο Θωμά. Αλλά υπάρχει και το αντίθετο παράδειγμα, των συχνών ελλαδικών μετακινήσεων του Κ. Πρίγγου προπολεμικά. Για τους εκπαιδευτικούς πάλι οι μετακομίσεις των «καυσοκαλυβιτών» αναπληρωτών ανήκουν σταθερά στον κανόνα εδώ και δεκαετίες.
Τελικά, και οι δυο τέχνες χρειάζονται μακροχρόνια εξάσκηση και κάποια εμπειρογνωμοσύνη αποκτάται, υπό την προϋπόθεση της καθημερινής επιτέλεσης, πολλά χρόνια μετά το βάπτισμα του πυρός. Δεν είναι παράδοξο αλλά συμβαίνει σε πλείστα πεδία ανθρώπινης γνώσης (σ.σ: δηλ. που δεν μπορεί να προσομοιωθεί σε υπολογιστή), όσα αφορούν την πολιτισμική μεταβίβαση. Γιατί η διδασκαλία και το φαινόμενο της μάθησης-που πρέπει επιτέλους να διαχωριστεί στα προγράμματα προσχολικής εκπαίδευσης από το φαινόμενο της ωρίμανσης, όπως έχει δείξει ο γνωσιακός επιστήμονας Jerry A. Fodor- είναι υπόθεση του κλειστού στη ζωή σχολείου, αν υιοθετήσουμε την ρήση του έμπειρου δασκάλου Σταύρου Ζουμπουλάκη,. Ανοιχτό στη ζωή σχολείο σημαίνει ότι το σχολείο γίνεται προέκταση της αγίας ελληνικής οικογένειας, είναι το σχολείο που δέχεται ως μόνη πραγματικότητα το εκάστοτε παρόν.
Αντιθέτως κλειστό σχολείο είναι εκείνο για το οποίο παιδεία σημαίνει ξερίζωμα από βεβαιότητες της καθημερινής ζωής, από τη φυσική και κοινωνική συνθήκη, ώστε να κινητοποιηθεί η σκέψη των μαθητών, η κρίση, η αμφιβολία, η επιθυμία τελικά για αλλαγή και πρόοδο. Ψάλτες και δασκάλες/οι χρειαζόμαστε την καλλιέργεια του ενθουσιασμού, την έξη ότι είμαστε οι μεταφορείς ενός θετικιστικού, αναστάσιμου μηνύματος, όπως γράφει ο φίλος μου Ιατρός και ψάλτης στο Παρίσι Γεώργιος Μιχαλάκης, την αισιόδοξη πεποίθηση για τη δυνατότητα κάθε ανθρώπου να αλλάζει μαθαίνοντας, αν πρόκειται να συνεχιστεί η παραδοσιακή αποστολή του σχολείου ώστε να πλησιάσουν τον μαθητή, μέσω του δασκάλου, ο Όμηρος, ο Κολοκοτρώνης, ο Μίκης Θεοδωράκης και όλες οι ιερές σκιές του παρελθόντος.
Σταθερά σε όλη τη μακρά διάρκεια της Μεταπολιτευτικής Ελληνικής δημοκρατίας το εκπαιδευτικό σώμα προέκρινε ως αποστολή του σχολείου την προφύλαξη από την περιβάλλουσα βία και ευτέλεια. Το παράδοξο, και σε νησιά-κράτη όπως η Χίος, είναι ότι η κοινωνία είχε αλλάξει και αυτό θα είχε σοβαρές συνέπειες για το δημόσιο σχολείο.
Στην προσπάθειά μου να κατανοήσω πώς άλλαξε ο κοινωνικός βιότοπος, σήμερα αμυντικός και συρρικνωμένος, θεωρώ ότι η Χίος συνιστά ένα προνομιακό παρατηρητήριο των κοινωνικών μετασχηματισμών, της μαζικής κοινωνικής ανόδου του ’70-’80 αλλά και του υβριδικού ευδαιμονισμού του ’90. Η μελέτη του στίβου του Χιώτικου μεταπολιτευτικού θριάμβου αλλά και της σημερινής διάσπασης και απίσχνασης των μεσαίων στρωμάτων ξεκίνησε με την απνευστί ανάγνωση της φρέσκιας αυτοβιογραφίας του Χιώτη Δημάρχου Μάρκου Μεννή, από τα πιο αναγνωρίσιμα στελέχη του συνδικαλισμού στις ΔΕΚΟ και μετέπειτα αιρετό υπό τη σημαία της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ). Η αφήγηση γίνεται ενδιαφέρουσα όταν ο νεαρός β’ μηχανικός του Εμπορικού ναυτικού αφήνει το 1976 μια στρωμένη, καλοπληρωμένη, σταδιοδρομία στα βαπόρια για να εργαστεί σε μια ελληνική ΔΕΚΟ όπου όλοι οι υπάλληλοι διορίστηκαν με μέσον και την απαραίτητη σημαία εθνικοφροσύνης.
Γράφει: « Τα χρήματα όμως που έπαιρνα σαν μηχανικός στο εργοστάσιο, σε σχέση με τα πλοία ήταν πολύ λίγα. Ως Α’ μηχανικός στο «Μαρία» έπαιρνα 50.000 δραχμές ενώ στη ΔΕΗ 7.100 δραχμές και επίδομα ενοικίου 1.700 δραχμές. Για στεριά βέβαια ήταν αρκετά λεφτά αλλά βλέπεις, όποιος μάθει στα πολλά του κακοφαίνονται τα λίγα» Το παραπάνω απόσπασμα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά πως η ασφάλεια της δημόσιας εργοδοσίας από παλαιό συμβατικό προνόμιο του πελατειακού συστήματος και του αυταρχικού κράτους γινόταν καταφύγιο έναντι της σύγχρονης ανασφάλειας, αφήνοντας σταδιακά στα αζήτητα επαγγέλματα με υψηλές αμοιβές και αυξημένους κινδύνους. Η παρακμή των Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού (και της προοπτικής μιας ευκατάστατης ζωής με μεγάλες γεωγραφικά αποστάσεις όμως από την οικογένεια) μέχρι πρότινος το μαρτυρά.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η έμπρακτη ανοδική κινητικότητα από γενιά σε γενιά. Αυτή η διαδρομή ξεκίνησε δειλά και μόνο για όσους είχαν «τα σωστά κοινωνικά φρονήματα» την περίοδο της ανοικοδόμησης μετά το 1949, για να κορυφωθεί τις δεκαετίες του ’80-90. Ο κύριος αρωγός κοινωνικής ανόδου των λαϊκών στρωμάτων προς τον τριτογενή τομέα και τη συνθήκη των μεσαίων στρωμάτων ήταν η μεγάλη οικογενειακή επένδυση στην εκπαίδευση. Η οικονομική κρίση που έφεραν τα «μνημόνια» μεταφράστηκε, ενίοτε με ηθικό πανικό, στο αγωνιώδες σημερινό γονεϊκό συναίσθημα απέναντι στην αδυναμία εκδίπλωσης της οικογενειακής στρατηγικής που έφερνε το σκοτείνιασμα του μέλλοντος της μεσαίας τάξης και πιο συγκεκριμένα η αποδυνάμωση του βασικού της εργοδότη, του ελληνικού δημοσίου.
Η κραυγή απόγνωσης «σκότωσαν τα όνειρα των παιδιών μας» ήταν η πιο διαδεδομένη έκφραση της έντονης ανησυχίας για την ικανότητα αναπαραγωγής του βασικού μοντέλου της μεταπολιτευτικής οικογένειας. Η χρεοκοπία όμως έδειξε ακόμη κάτι. Από τη δεκαετία του ΄80 και μετά γονείς και παππούδες ενίσχυαν τις καταναλωτικές δαπάνες των παιδιών επιτρέποντάς τους να κινηθούν στους κόσμους της υλικής ευδαιμονίας και να προσθέτουν δεξιότητες μέσα από ειδικά παρεχόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες πλέον της συμβατικής σχολικής διαδρομής. Η προσφυγή σε ιδιωτικά μέσα εκπαίδευσης και ψυχο-πολιτισμικής ανάπτυξης του παιδιού, που το αποσπούν από τις μαζικές διαδικασίες και ενιαίες γνώσεις, αλλά και τον εξισωτισμό του προοδευτικού-μετά το ’81 σχολείου υπηρέτησε όχι τόσο το έλλειμα εμπιστοσύνης προς τη δημόσια δωρεάν παιδεία όσο την αναζήτηση κοινωνικού κύρους διά των «καλών ιδιωτικών σχολείων» αλλά και την αναπαράσταση του παιδιού ως «project» αυτοπραγμάτωσης.
Η εδραίωση της δημοκρατίας της ευμάρειας-έστω και της επίπλαστης με δανεικά- έδωσε ελευθερίες, απολαύσεις και καταναλωτικές δυνατότητες στους νέους χωρίς όμως να διαταραχτεί η στρατηγική πρωτοκαθεδρία των μεσήλικων και συνταξιούχων παππούδων. Στην πραγματικότητα η έκφραση της προσωπικής επιλογής του παιδιού, με την έννοια της «κλίσης» δεν είχε καθόλου θέση στο λεκτικό οικοσύστημα της οικογενειακής καθημερινότητας. Οι τελικές αποφάσεις εντός του «δημοκρατικού» οικογενειακού συμβουλίου (του καλού πατέρα που ακούει το παιδί αλλά παραδοσιακά το στρέφει στην κοινωνική επιτυχία, την αυστηρή μητέρα που ενδιαφέρεται για την προσωπική του ευτυχία, των θείων που γνωρίζουν καλύτερα, των φροντιστών που συμβουλεύουν) ήταν και παραμένουν ένα πλέγμα αποφάσεων των μεγαλυτέρων. Έμπρακτη αποτύπωση της συμμόρφωσης στον οικογενειακό στόχο της προτίμησης για δημόσια υπαλληλία σε ποικίλες μορφές, μιας ανόδου χωρίς πισωγυρίσματα ήταν η εγγύτητα της εγκατάστασης του νοικοκυριού των παιδιών προς την καταγωγική τους οικογένεια.
Η γραμμική καριέρα, η επιταγή για μειωμένη ανάληψη προσωπικού ρίσκου φωτίζεται καλύτερα αν αντιπαραβληθεί με τη Βορειοευρωπαϊκή νεανική κουλτούρα που συνδυάζει μια πρόσκαιρη αίσθηση ελευθερίας μαζί με την ανάληψη προσωπικού ρίσκου, ενίοτε επιχειρηματικού. Αυτή η πλαισίωση περιλάμβανε ως ικανή και αναγκαία συνθήκη την απόκτηση πανεπιστημιακού πτυχίου για την αναπαραγωγή της κοινωνικής θέσης της οικογένειας μέσω του παιδιού έστω και με πρακτικές γνώσεων ειδικών προνομίων σε σχέση με ειδικές κατηγορίες εισιτήριων εξετάσεων και παίγνια φοιτητικών μετεγγραφών.
Η έκταση του αιτήματος για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η γιγαντιαία οικονομική επένδυση στη φροντιστηριακή ενίσχυση ο γενικότερος κοινωνικός συντονισμός γύρω από τις πανελλαδικές εξετάσεις το επιβεβαιώνουν. Σήμερα, η μαζική φυγή νέων ανθρώπων από τη χώρα προς αναζήτηση καλύτερου εργασιακού μέλλοντος θρυμμάτισε αυτές τις καθιερωμένες οικογενειακές στρατηγικές, φθάνοντας την ελληνική οικογένεια στα όριά της και προκαλώντας μια καταφανή και οξεία κρίση συνύπαρξης. Τρανό παράδειγμα, οι γυναικοκτονίες. Το αντικρίζουμε όμως και στα πολλά και δύσκολα διαζύγια, στους ανδρικούς ρόλους που βρίσκονται σε περιδίνηση, στη βία κατά του σχολικού θεσμού και των λειτουργών του από γονείς που υπεραναπληρώνουν συναισθηματικές απώλειες εντός του ζεύγους, συχνά χωρισμένοι που έχουν αντιμετωπίσει στερητικές συμπεριφορές σχετικά με την επιμέλεια και την καθημερινότητα των παιδιών τους.
Η κάθοδος των μεσαίων στρωμάτων, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε μέσα από τη βιαιότητα των πολλαπλών κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας δημιούργησε την φαντασιακή συνθήκη της πολιτισμικής ανασφάλειας η οποία δεν αφορά μόνο την υλική δυσπραγία των πρώην μεσοαστών και τη φτώχεια των κατώτερων στρωμάτων. Μαζί και πέραν όλων αυτών, η πολιτισμική ανασφάλεια αποδίδει τους φόβους για την κατάρρευση ενός συγκεκριμένου μοντέλου ζωής. «Η αποδυνάμωση του σχολικού θεσμού ως μηχανισμού κοινωνικής ένταξης λειτουργεί απολύτως ενισχυτικά αυτού του άγχους κοινωνικής απόταξης» σημειώνει ο Π. Παναγιωτόπουλος. Η απώλεια της υλοποίησης σχεδίων ζωής έγινε αντιληπτή από την Ελληνική μεσαία τάξη ως τραυματικό γεγονός.
Η έλευση του πανδημικού ιού covid επέτρεψε μια περιορισμένη ανασυγκρότηση του μαυσωλείου για μερικές βδομάδες. Ορισμένοι ανυπέρβλητοι αρχαϊσμοί βοήθησαν στην εξιδανίκευση της πρώτης περιόδου του lockdown: H εκτεταμένη ιδιοκατοίκηση, τα σχετικά ικανοποιητικά διαθέσιμα τετραγωνικά για την πλειονότητα της μεσαίας τάξης, ο εκτεταμένος άρτιος τεχνολογικός εξοπλισμός, ο πληθωρισμός φαρμακείων στην ελληνική επικράτεια , όλο αυτό το απόθεμα καταναλωτικών εργαλείων και συμβόλων των περασμένων δεκαετιών συμβόλισε την ευημερία της συμμετοχής στην μεσαία τάξη.
Η νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία έχει δείξει ότι όποτε διασπάται το κοινωνικό σώμα και αυξάνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, τα μεσαία κοινωνικά στρώματα επανασυσπειρώνονται γύρω από τον κοινό βιωματικό άξονα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής Αριστεράς, ανανεωτικής ή σοσιαλδημοκρατικής, της αύξησης των δημοσίων δαπανών, της τόνωσης της ζήτησης, της κρατικής επένδυσης σε υποδομές μεγάλων έργων, της προνοιακής πολιτικής.. Η υλοποίηση ενός τέτοιου σεναρίου, ενός κράτους που θα λειτουργούσε ως οικονομικός παράγοντας ενισχύοντας τις πολιτικές υπέρ όσων βρίσκονται σε οικονομική δυσπραγία και κοινωνική κάθοδο είναι άλλωστε στον πυρήνα της τωρινής Ε.Ε με την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους και τις σαφείς παρεμβάσεις της ΕΚΤ.
Πιθανότατα όμως θα απελευθέρωνε την δημιουργική επιχειρηματική ικανότητα γιατί η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται μια άλλη συναισθηματική σχέση των ανθρώπων με τις σύγχρονες απειλές, με λιγότερη ηττοπάθεια, μοιρολατρία και κοινοτιστική αναδίπλωση.
Κώστας Προμπονάς
Νηπιαγωγείο Πυργίου
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 25/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη