Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και ιδιαίτερα από τις προγραμματικές δηλώσεις του ΥΠΑΙΘΑ κ. Πιερρακάκη σχετικά με τον τρόπο προσλήψεων εκπαιδευτικών μέσω γραπτού διαγωνισμού, έχουν ξεσπάσει έντονες αντιδράσεις στους κόλπους των αναπληρωτών και υποψήφιων προς διορισμό εκπαιδευτικών και μελών ΕΕΠ. Γεγονός που θεωρείται λογικό κι αναμενόμενο, με δεδομένο ότι όχι μόνο αλλάζει άρδην ένα σύστημα που είχε αγκαλιαστεί τα τελευταία χρόνια από σχεδόν ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά κι επειδή έρχεται να θέσει εν αμφιβόλω επιστημολογικά κι ακαδημαϊκά κριτήρια που έχουν καθιερωθεί στην εκπαίδευση (και όχι μόνο) την τελευταία δεκαετία.
Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι, επί της αρχής τουλάχιστον, η συζήτηση για γραπτό ή μη διαγωνισμό είναι εξ ορισμού λανθασμένη. Ωστόσο, ως τέτοια την έθεσε ο ίδιος ο υπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης και ως τέτοια καλούμαστε να την αντιμετωπίσουμε. Κάτι που μας απέστρεψε όλους, πολέμιους και υποστηρικτές, από την ουσία της συζήτησης που δεν είναι άλλη από την επαγγελματική ανάπτυξη που οφείλουμε να έχουμε ως εκπαιδευτικοί της δημόσιας εκπαίδευσης. Ένα θέμα που απέφευγε τεχνηέντως η κ. Κεραμέως και φαίνεται να αποφεύγει τώρα και ο κ. Πιερρακάκης. Με αυτόν τον τρόπο η συζήτηση περιστρέφεται αποκλειστικά στο ποιος καταφέρνει να εισέλθει και όχι στο μετά, που είναι άλλωστε και σημαντικότερο.
Η απάντηση, δυστυχώς, δεν αποτελεί μέρος κάποιου επιχειρήματος που βασίζεται στην ακαδημαϊκή ή επιστημονική λογική, όπως τουλάχιστον θα ανέμενε κανείς αλλά είναι αμιγώς διαχειριστική. Η εξαγγελία του κ. υπουργού υποκρύπτει την παραδοχή ύπαρξης ενός μεγάλου προβλήματος που δεν είναι ούτε οι “αγορασμένοι” τίτλοι ούτε η ακαταλληλότητα μιας μερίδας εκπαιδευτικών που, έτσι κι αλλιώς, θα αξιολογηθούν πριν μονιμοποιηθούν. Άλλωστε, στη συνέχεια των εξαγγελιών του ο κ. Πιερρακάκης έκανε λόγο για ιδιωτικά πανεπιστήμια και ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Όχι, η ουσία εντοπίζεται στον υπέρογκο αριθμό των υποψηφίων προς αναπλήρωση ή διορισμό κι ο αριθμός όσων τελικά προσλαμβάνονται κάθε χρόνο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μόνο το πλήθος των αιτήσεων των φιλολόγων αγγίζει τις 35 χιλιάδες εκ των οποίων μόλις οι 3 χιλιάδες, δηλαδή ο ένας στους δώδεκα, εργάζονται ως αναπληρωτές και οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι είτε να στραφούν προς τη σκιώδη παραπαιδεία είτε να αλλάξουν εντελώς σταδιοδρομία λόγω του κορεσμού του επαγγέλματος. Παρόμοια είναι η εικόνα και σε κλάδους όπως οι Φυσικοί, οι Θεολόγοι κ.α..
Η κ. Κεραμέως, που αντιλήφθηκε επίσης το πρόβλημα, προσπάθησε να το αντιμετωπίσει αφενός με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και αφετέρου με την επιβολή εξαντλητικών προπτυχιακών προαπαιτουμένων σε επίπεδο απόκτησης της παιδαγωγικής επάρκειας. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ότι αυτά τα δύο έχουν κάποια ελάχιστη ακαδημαϊκά τεκμηριωμένη υφιστάμενη λογική, δεν εφαρμόστηκαν για να λύσουν το πρόβλημα στο παρόν αλλά με προοπτική απομείωσής του τουλάχιστον μετά από μια δεκαετία και απόκρυψής του διά του αποκλεισμού. Το εξαιρετικά προβληματικό στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι ότι το πρόγραμμα σπουδών των πανεπιστημιακών τμημάτων και το σύστημα πρόσληψης εκπαιδευτικών τελικά διαμορφώνονται στη βάση επίλυσης ενός προβλήματος που δεν αφορά ούτε τα πανεπιστήμια ούτε την εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην προσπάθεια επίλυσής του προβλήματος, τελικά δημιουργήθηκαν άλλα δύο εκ του μη όντος.
Σε κάθε περίπτωση, η βάση της συζήτησης πρέπει να είναι οι απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες που απαιτούνται προκειμένου κάποιος να προσληφθεί στη δημόσια τυπική εκπαίδευση. Η παροχή αυτών των γνώσεων και δεξιοτήτων, εκ των πραγμάτων, συντελείται στα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα που παρέχονται τόσο από τα ελληνικά όσο κι από αλλοδαπά ακαδημαϊκά ιδρύματα. Είναι σαφές ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ορισμένα από αυτά παρέχουν αμφιβόλου περιεχομένου γνώσεις και δεξιότητες. Κι ενδεχομένως όχι μόνο της αλλοδαπής αλλά και από ορισμένα εγχώρια. Ωστόσο, η συζήτηση οφείλει να περιστρέφεται γύρω από αυτό το κριτήριο: τις γνώσεις. Να τίθενται κανόνες κι ελάχιστες απαιτήσεις στα πλαίσια των επιστημολογικών κριτηρίων που θέτει το ΙΕΠ και εφαρμόζει ο ΔΟΑΤΑΠ.
Οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί προς αναπλήρωση ή και διορισμό έχουν επιτύχει σε πολλές εξετάσεις για να καταφέρουν να φτάσουν μέχρι αυτό το σημείο. Πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο, προπτυχιακές εξετάσεις ανά εξάμηνο επί τέσσερα χρόνια και εξετάσεις μεταπτυχιακού επιπέδου, στις συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Ακόμα και οι απόφοιτοι πανεπιστημίων του εξωτερικού, βάσει του κανονισμού αναγνώρισης τίτλων από τον ΔΟΑΤΑΠ, οφείλουν να έχουν δώσει δια ζώσης εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα των ακαδημαϊκών τους εξαμήνων. Σε τι ωφελεί λοιπόν άλλη μια μέρα εξέτασης με θέματα ίσου, αν όχι χαμηλότερου ακαδημαϊκού επιπέδου από αυτό που κατέχει ο υποψήφιος; Η προσήλωση στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού δεν έχει ήδη αποδειχθεί από τα ανωτέρω επιτεύγματα;
Το ΑΣΕΠ ήταν και πρέπει να παραμείνει εγγυητής της αδιαβλητότητας των διαδικασιών αναγνώρισης προσόντων, μοριοδότησης και κατάταξης των υποψηφίων. Οφείλει να εκφράζει τεκμηριωμένη γνώμη σχετικά με τις απαιτούμενες γνώσεις και τη βαρύτητα που θα πρέπει να έχει καθένα από τα προσόντα, η εμπειρία και τα κοινωνικά κριτήρια. Εξάλλου, η συζήτηση οφείλει να περιστρέφεται γύρω από τα προσόντα που αποδεικνύουν τις γνώσεις και όχι γύρω από την εκ νέου απόδειξη των υπαρχουσών γνώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να επανεξεταστούν τα κριτήρια και η βαρύτητα της μοριοδότησης, όπως τα μεταπτυχιακά, οι επιμορφώσεις και το δεύτερο πτυχίο και να ενταχθούν νέα, όπως οι δημοσιεύσεις άρθρων, η έκδοση βιβλίων κ.α..
Αντίθετα, η εναπόθεση στο ήδη παραφορτωμένο ΑΣΕΠ του επιπλέον βάρους της γραπτής αξιολόγησης των περίπου 150 χιλιάδων υποψηφίων για περισσότερες από 50 ειδικότητες, ελλοχεύει δύο υπαρκτούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι να γίνουν σοβαρά λάθη (ανάλογα του τελευταίου γραπτού διαγωνισμού), να αδικηθούν υποψήφιοι και να καταρρεύσει το σύστημα λόγω της αποτυχίας κάλυψης δυσεύρετων ειδικοτήτων. Ο δεύτερος είναι, προκειμένου να αποφευχθούν τα προαναφερθέντα φαινόμενα, να εφαρμοστεί μια απλουστευμένη εκδοχή παιδαγωγικών θεμάτων erga omnes, η οποία τελικά θα είναι άνευ ουσίας, δεδομένης της απαιτούμενης παιδαγωγικής επάρκειας. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο υποψήφιος/α με κορυφαία ακαδημαϊκή κατάρτιση και εμπειρία να αποκλειστεί και τη θέση του να καταλάβει άλλος/η που ναι μεν έκανε μια πολύ καλή προετοιμασία κι ανταποκρίθηκε επαρκώς την ημέρα των εξετάσεων αλλά δεν είναι κατάλληλα κατηρτισμένος.
Το υφιστάμενο σύστημα προσλήψεων, με τις αδυναμίες και τις αστοχίες του, εξασφαλίζει μια αδήριτη ανάγκη της εκπαίδευσης και κατευθύνει όλους τους νεοεισερχόμενους εκπαιδευτικούς στη συνεχή αυτοβελτίωση, την αδιάκοπη αναζήτηση γνώσεων και τη δια βίου μάθηση. Μπορούμε να το βελτιώσουμε και να χτίσουμε πάνω σ’ αυτό τα θεμέλια μιας ολόκληρης κουλτούρας επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών του μέλλοντος.
*ΠΕ03 Μαθηματικός,
M.Ed. ΔτΜ και ΕΑΕ
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Είσαι άνεργος στο κέντρο της Αθήνας; ΠΑΡΕ ΤΩΡΑ έκτακτο επίδομα 1000 ευρώ
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 24/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ