Καπηλεύομαι [kapilévome] Ρ5.1β : εκμεταλλεύομαι μια ιδεολογία, ένα ιδανικό, ένα πρόσωπο ηρωικό, σεβαστό ή με μεγάλο κύρος, για ιδιοτελείς σκοπούς που σχετίζονται κυρίως με τη δημόσια ζωή: Οι δικτατορίες καπηλεύτηκαν έννοιες όπως η οικογένεια, η πατρίδα, η θρησκεία, για να στηρίξουν την εξουσία τους στο λαό.
[λόγ. < αρχ. καπηλεύω `κάνω μικρεμπόριο, διαφθείρω τα πράγματα΄, μέσο κατά το εμπορεύομαι]
- η ενέργεια του καπηλεύομαι, η ιδιοτελής χρησιμοποίηση ιδεών, ατόμων για επίτευξη οφέλους ≈ συνώνυμα: καπήλευση
- αισχροκέρδεια σε εμπορική συναλλαγή
Σύνθετα
από επίθετα σε -ος + -ία
αρχαιοκαπηλία
βιβλιοκαπηλία
θεοκαπηλία
πατριδοκαπηλία
πολεμοκαπηλία
προγονοκαπηλία
τεχνοκαπηλία
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 10/02
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση