Thumbnail
«...μεταδιδάκτορες που δεν αντέχουν οικονομικά να περιμένουν δύο χρόνια και δεν αποδέχονται ηθικά τη φαυλότητα την αξιολόγηση εγκαταλείπουν τη χώρα. Όπως εγκαταλείπουν τη χώρα όσες και όσοι θα ήθελαν να κάνουν το διδακτορικό τους στην Ελλάδα αλλά δεν μπορούν να υπολογίζουν σε κάποια στοιχειώδη περιοδικότητα στην προκήρυξη υποτροφιών...»

Σήμα κινδύνου για την επιστημονική έρευνα στη χώρα, η υποχρηματοδότηση και η αμφιλεγόμενη αξιολόγηση της οποίας, είναι από τους βασικούς λόγους που οδηγούν τους νέους επιστήμονες στο brain drain, εκπέμπουν καθηγητές του ΕΚΠΑ.

Σε ανακοίνωση του συλλόγου τους, οι διδάσκοντες Θετικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, σημειπώνουν ότι το συνολικό ποσό ως προς το ΑΕΠ που διατίθεται για την έρευνα στην Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών.

«Η δημόσια δαπάνη είναι εξαιρετικά χαμηλή αντικατοπτρίζοντας τη σημασία που προσδίδει στην έρευνα η Πολιτεία. Όμως, λόγω ενός διαχρονικά στρεβλά διαμορφωμένου μοντέλου ανάπτυξης, και η ιδιωτική δαπάνη υπολείπεται συγκριτικά με άλλες χώρες, με μικρές εξαιρέσεις ίσως σε κάποιους περιορισμένους τομείς. Ειδικά για τη βασική έρευνα, χωρίς την οποία κανένα σύγχρονο κράτος δεν έχει μέλλον, η κατάσταση είναι δραματική, καθώς λιγότερο από το 10% της ερευνητικής δραστηριότητας μπορεί να χρηματοδοτηθεί με τους πόρους που διατίθενται», υπογραμμίζουν οι πανεπιστημιακοί.

Υπενθυμίζουν την παρατεταμένη σιωπή για την καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας μελών ΔΕΠ (ΠΟΣΔΕΠ) για το σκάνδαλο με την αξιολόγηση των προτάσεων του προγράμματος «Συμπράξεις Ερευνητικής Αριστείας» 

Υπενθυμίζουμε ότι για το μεγάλο αυτό σκάνδαλο, η νέα υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη υποστήριξε στα τέλη Μαρτίου στη Βουλή, ότι η αξιολόγηση των προτάσεων πραγματοποιήθηκε από έναν αξιολογητή, σύμφωνα με τις οδηγίες της Πρόσκλησης, και ότι η διαδικασία αξιολόγησης περιλάμβανε τη βαθμολόγηση και την εξέταση των αιτήσεων χρηματοδότησης. Όπως αναφέρθηκε, δεν υπήρξε καμία ένσταση ή απορία από τους ενδιαφερόμενους για την αξιολόγηση ή τη διαδικασία αξιολόγησης, κάτι που αναγνωρίζεται ως ορθή πρακτική από το Υπουργείο.

Η Επιτροπή Αξιολόγησης αξιολόγησε συνολικά 731 προτάσεις, οι οποίες εξετάστηκαν με βάση τα κριτήρια της Πρόσκλησης. Από αυτές, εγκρίθηκαν 97 προτάσεις για χρηματοδότηση, συνολικής αξίας 88.019.134,06€, απορροφώντας το σύνολο της διαθεσιμότητας της δημόσιας δαπάνης. Επίσης, άλλες 14 προτάσεις πληρούσαν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, αλλά λόγω περιορισμένων πόρων, δεν χρηματοδοτήθηκαν.

Ωστόσο η απάντηση αυτή δεν κρίθηκε ικανοποιητική από τους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι σημειώνουν:

«Σήμερα οι ερευνητικές προτάσεις κρίνονται από επιτροπές διορισμένων ειδικών. Σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα αυτό ισοδυναμεί με σύγκρουση συμφερόντων. Οι ερευνητικές προτάσεις (κατά μείζονα λόγο οι προτάσεις μεγάλου προϋπολογισμού) πρέπει να στέλνονται σε επιλεγμένους τυχαία, τουλάχιστον δύο, αλλοδαπούς κριτές. Το όφελος από μια διαφανή διαδικασία θα είναι πολλαπλάσιο της δαπάνης που απαιτείται για μια εύλογη αμοιβή για τους κριτές. Επίσης, θα πρέπει να τηρείται μητρώο χρηματοδοτήσεων και πεπραγμένων ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και ο πλουραλισμός στην κατανομή των δημόσιων πόρων για την έρευνα»

Αναλυτικά η ανακοίνωση του Συλλόγου Διδασκόντων Θετικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

Πολλά έχουν γραφτεί για το “brain-drain” και τις προσπάθειες που κατά διαστήματα ανακοινώνονται από κυβερνητικά χείλη για το “brain-gain” και καταλήγουν συνήθως σε ευχολόγια χωρίς αντίκρισμα. Οι νέοι που αποφασίζουν να φύγουν αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό έχουν κατά κανόνα υψηλό μορφωτικό επίπεδο και επιδιώκουν να βρουν τις συνθήκες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να είναι χρήσιμοι, παράγοντας νέα γνώση και εξειδικευμένη τεχνογνωσία. Γεννάται το ερώτημα αν υφίσταται ένας σχεδιασμός αξιοποίησης του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού, και αν ναι, πώς υλοποιείται.

Κατά την γνώμη μας τα ουσιαστικά στοιχεία που καθορίζουν την ερευνητική πολιτική μια χώρας είναι το συνολικό ύψος της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, ο προγραμματισμός και η διαδικασία για τη διάθεσή τους και η αξιολόγηση των προτεραιοτήτων. Δυστυχώς διαπιστώνουμε σήμερα τεράστιο έλλειμμα σε όλες τις παραπάνω εκφάνσεις της πολιτικής για την έρευνα στη χώρα μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συνολικό ποσό ως προς το ΑΕΠ που διατίθεται για την έρευνα στην Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών. Η δημόσια δαπάνη είναι εξαιρετικά χαμηλή αντικατοπτρίζοντας τη σημασία που προσδίδει στην έρευνα η Πολιτεία. Όμως, λόγω ενός διαχρονικά στρεβλά διαμορφωμένου μοντέλου ανάπτυξης, και η ιδιωτική δαπάνη υπολείπεται συγκριτικά με άλλες χώρες, με μικρές εξαιρέσεις ίσως σε κάποιους περιορισμένους τομείς. Ειδικά για τη βασική έρευνα, χωρίς την οποία κανένα σύγχρονο κράτος δεν έχει μέλλον, η κατάσταση είναι δραματική, καθώς λιγότερο από το 10% της ερευνητικής δραστηριότητας μπορεί να χρηματοδοτηθεί με τους πόρους που διατίθενται. Επομένως, για το μεγάλο μέρος των νέων ανερχόμενων επιστημόνων τόσο στις ανθρωπιστικές σπουδές όσο και στη βασική έρευνα στις θετικές επιστήμες οι επιλογές είναι ή αναζήτηση θέσης στο εξωτερικό ή υποαμοιβόμενη εργασία στην Ελλάδα, πιθανώς σε άσχετο αντικείμενο.

Όμως, και ο προγραμματισμός διάθεσης των όποιων κονδυλίων μοιάζει τελείως αποσπασματικός, καθώς μπορεί για μεγάλα διαστήματα να μην προκηρύσσονται ερευνητικά προγράμματα, ενώ ξαφνικά να διατίθενται συγκριτικά μεγάλα ποσά με χρονικό ορίζοντα αξιοποίησής τους το ένα έτος! Η λογική της αρχικής συγκρότησης του ΕΛΙΔΕΚ θα έπρεπε να θεραπεύει κάποια από τα προβλήματα αυτά, αλλά σήμερα με την πολυδιάσπαση και πάλι των χρηματοδοτικών εργαλείων επικρατεί ένα συγκεχυμένο τοπίο σε οργανωτικό επίπεδο που μόνο την έρευνα δεν βοηθά. Επιπλέον, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες κατά την εκτέλεση των προγραμμάτων (αναφέρουμε ενδεικτικά την υποχρέωση κατάθεσης πόθεν έσχες των επιστημονικών υπεύθυνων ακόμα και για ασήμαντους προϋπολογισμούς, ή την απαίτηση για παράδοση διδακτορικής διατριβής σε ακριβώς τρία έτη) δυσχεραίνουν σημαντικά την εκτέλεση των έργων και δεν συνάδουν με την ευελιξία που απαιτείται από τη φύση της ερευνητικής διαδικασίας. Αναφορικά με τη διαμόρφωση των ερευνητικών προτεραιοτήτων και την αξιολόγηση των προτάσεων, τα γεγονότα μιλούν μόνα τους.

Οι πρόσφατες παραιτήσεις του προέδρου και αρκετών ακόμη μελών του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), και μάλιστα συναδέλφων που ήταν επιλογές της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά, ήλθαν να επιβεβαιώσουν μια δραματική και εκτός ελέγχου επιδείνωση της κατάστασης στο πεδίο της διοίκησης, χρηματοδότησης αλλά, δυστυχώς, ακόμη και της αξιολόγησης της έρευνας. Η παρατεταμένη σιωπή για την καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας μελών ΔΕΠ (ΠΟΣΔΕΠ) για το σκάνδαλο με την αξιολόγηση των προτάσεων του προγράμματος «Συμπράξεις Ερευνητικής Αριστείας» είναι αποκαλυπτική: πανομοιότυπα σχόλια σε όσους υπέβαλαν προτάσεις (δηλαδή άρνηση αξιολόγησης), ανεξαρτήτως περιεχομένου, από έναν κριτή, με διαφορετική βαθμολογία σε προτάσεις που έλαβαν το ίδιο ακριβώς κείμενο αξιολόγησης, μήνες πλέον χωρίς απάντηση στις ενστάσεις αλλά και χωρίς απάντηση σε επερωτήσεις στο Κοινοβούλιο από την αξιωματική αντιπολίτευση και άλλα κόμματα, αγνόηση του αιτήματος της ΠΟΣΔΕΠ για απόλυτη διαφάνεια και επανάληψη, με αξιοκρατικό τρόπο, της αξιολόγησης.

Δύο έτη χωρίς τελική απόφαση ως προς τη χρηματοδότηση προγράμματος του ΕΛΙΔΕΚ για υποστήριξη εξοπλισμού στο οποίο έχουν υποβληθεί εκατοντάδες προτάσεις, πρωτοφανής επίσης καθυστέρηση (είμαστε πλέον στο δεύτερο έτος) για την αξιολόγηση προτάσεων μελών ΔΕΠ που υποβλήθηκαν στο πολυδιαφημισμένο, όπως και οι πολύπαθες «Συμπράξεις Ερευνητικής Αριστείας», πρόγραμμα «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας». Με τα αστέρια μας, από μεταδιδάκτορες που δεν αντέχουν οικονομικά να περιμένουν δύο χρόνια και δεν αποδέχονται ηθικά τη φαυλότητα την αξιολόγηση, μέχρι τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ, να εγκαταλείπουν τη χώρα. Όπως εγκαταλείπουν τη χώρα όσες και όσοι θα ήθελαν να κάνουν το διδακτορικό τους στην Ελλάδα αλλά δεν μπορούν να υπολογίζουν σε κάποια στοιχειώδη περιοδικότητα στην προκήρυξη υποτροφιών από το ΙΚΥ, σε κάποιον επαρκή αριθμό. Για να μη συζητήσουμε για τον τρόπο και τον χρόνο αξιολόγησης προγραμμάτων τύπου «Ερευνώ-Καινοτομώ», ο οποίος εντείνει τη γενικότερη απαισιοδοξία της ερευνητικής κοινότητας.

Σήμερα οι ερευνητικές προτάσεις κρίνονται από επιτροπές διορισμένων ειδικών.
Σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα αυτό ισοδυναμεί με σύγκρουση συμφερόντων.
Οι ερευνητικές προτάσεις (κατά μείζονα λόγο οι προτάσεις μεγάλου προϋπολογισμού) πρέπει να στέλνονται σε επιλεγμένους τυχαία, τουλάχιστον δύο, αλλοδαπούς κριτές. Το όφελος από μια διαφανή διαδικασία θα είναι πολλαπλάσιο της δαπάνης που απαιτείται για μια εύλογη αμοιβή για τους κριτές. Επίσης, θα πρέπει να τηρείται μητρώο χρηματοδοτήσεων και πεπραγμένων ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και ο πλουραλισμός στην κατανομή των δημόσιων πόρων για την έρευνα.

Σε μια κοινωνία που δοκιμάζεται από την απόπειρα συγκάλυψης σκανδάλων με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο θα μπορούσαμε να σιωπήσουμε για την επιχείρηση συγκάλυψης όσων έλαβαν χώρα στην αξιολόγηση προτάσεων που στοχεύουν σε έρευνα υψηλού επιπέδου. Θα μπορούσαμε, επίσης, να υποκριθούμε ότι αγνοούμε την εκρηκτική αντίφαση μιας κυβερνητικής πολιτικής που αναφέρεται εμμονικά στην «αξιολόγηση» και την «αριστεία» και διώχνει από τη χώρα όσες/ους θα μπορούσαν αξιόπιστα να υποστηρίξουν σχετικά εγχειρήματα. Μια κυβέρνηση που βλάπτει σοβαρά την έρευνα με μια διαβλητή αξιολόγηση, που αφορά αρκετές δεκάδες εκατομμύρια, την ίδια στιγμή που επιδιώκει τιμωρητικά τις διαγραφές ακόμη και φοιτητών και φοιτητριών που καθυστερούν τις σπουδές τους γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή από την πολύμηνη εργασία «σαιζόν» με άθλιες συνθήκες, και μάλιστα όταν η παροχή της δυνατότητας να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους δεν επιβαρύνει οικονομικά καθόλου και διοικητικά απειροελάχιστα το πανεπιστήμιο. Βρίσκεται όμως, η κοινωνία και της χώρας μας, ενώπιον πρωτοφανών προκλήσεων, από την κλιματική αλλαγή και τις ανθρωπογενείς πανδημίες μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Η προώθηση της έρευνας που θα είναι ανεξάρτητη από τη μέγγενη των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, του κομματισμού και των «ομαδοποιήσεων» στη διοίκηση και την αξιολόγηση των προτάσεων, δεν χωράει καμία αναβολή. Οι κατεξοχήν αρμόδιοι, η ερευνητική κοινότητα, είναι σε θέση να συμβάλλουν με προτάσεις στη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαφανούς κατανομής επαρκών κονδυλίων που θα περιλαμβάνει και μηχανισμούς ουσιαστικής αποτίμησης της λεγόμενης εφαρμοσμένης έρευνας. Ιεραρχώντας τις άμεσες ανάγκες προσθέτουμε για την ώρα τη φωνή μας στο αίτημα, και της ΠΟΣΔΕΠ, για αξιολόγηση εκ νέου, με διαφάνεια, των προτάσεων που υποβλήθηκαν στις «Συμπράξεις Αριστείας», καθώς και για άμεση και αντικειμενική αξιολόγηση των προτάσεων που έχουν υποβληθεί και εκκρεμούν στο ΕΛΙΔΕΚ.

Δημήτρης Φασουλιώτης, Πρόεδρος

Σταύρος Κολλιόπουλος, Γραμματέας

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

zaxaraki
Ανανέωση στελεχιακού δυναμικού: To νέο πλαίσιο επιλογής και οι αλλαγές στις Περιφερειακές Διευθύνσεις
Επιτακτική ανάγκη ανανέωσης του στελεχιακού δυναμικού στην εκπαίδευση
Ανανέωση στελεχιακού δυναμικού: To νέο πλαίσιο επιλογής και οι αλλαγές στις Περιφερειακές Διευθύνσεις
ωνασεια
«Όχι» από τους εκπαιδευτικούς: «Δεν θα γίνουμε επιτηρητές στη διάλυση του δημόσιου σχολείου»
Καλέσματα για αποχή από επιτηρήσεις και επιτροπές – «Δεν θα γίνουμε συνένοχοι στη διάλυση του δημόσιου σχολείου»
«Όχι» από τους εκπαιδευτικούς: «Δεν θα γίνουμε επιτηρητές στη διάλυση του δημόσιου σχολείου»