Γεωργίου Β. Τσούπρα
Δρ Θεολογίας-Εκπαιδευτικού
Όλη η Ελλάδα ασχολείται με τη συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και όλοι περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ήδη αρκετοί ιεράρχες αλλά και η ηγεσία του ενοριακού κλήρου δια μέσου του συλλογικού οργάνου των εφημερίων ΙΣΚΕ έχουν εκδηλώσει έντονες αντιδράσεις για όσα ανακοινώθηκαν. Ακόμη και από την πλευρά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε κινητοποίηση και αναγκάστηκε να μεταβεί στην Πόλη ο Υπουργός Παιδείας για διαβουλεύσεις. Όλα δείχνουν ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και ίσως το όλο ζήτημα απλώς παραμείνει στη σφαίρα του επιθυμητού για την Κυβέρνηση, με πολλαπλές αναγνώσεις.
Δεν είναι άσχετος ο χρόνος που ξέσπασε το ζήτημα. Ενώ υπήρχε διαρκής προσπάθεια για εξεύρεση συναινετικής λύσης εδώ και δεκαετίες, επισπεύσθηκε η συμφωνία ως αποτέλεσμα της πίεσης που ένιωσε η Διοίκηση της Εκκλησίας λόγω των προτάσεων που ακούστηκαν πρόσφατα σχετικά με την προετοιμαζόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Ίσως ελπίζουν στην Ιεραρχία ότι δεχόμενοι τις κυβερνητικές προσφορές μπορεί να πετύχουν συμβιβαστική λύση στο ζήτημα των σχέσεων με το Κράτος. Αυτό που λένε πολλοί είναι ότι τρόμαξαν από το ενδεχόμενο βίαιου χωρισμού της Εκκλησιαστικής Διοίκησης από το Κράτος.
Ιστορία κρατικοποιήσεων εκκλησιαστικής περιουσίας
Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας την ελληνική κοινωνία. Από την πρώτη στιγμή σχεδόν του σχηματισμού του ελλαδικού βασιλείου πριν από δύο αιώνες ξεκίνησαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στη Διοίκηση της Εκκλησίας και την Κυβέρνηση της Ελλάδας για το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πρώτος ο αντιβασιλέας Maurer, προτεστάντης στο θρήσκευμα, στην προσπάθειά του να ενισχυθεί η βασιλεία του Όθωνα έναντι του κύρους των τοπικών ηγετών, στράφηκε εναντίον της Εκκλησίας. Σκοπός του ήταν να περιορίσει την ισχύ που είχαν οι εκκλησιαστικοί άνδρες κατά την προεπαναστατική περίοδο, όπου η Εκκλησία ασκούσε οιονεί εθναρχική εξουσία, αλλά και κατά τα οκτώ έτη της επανάστασης, όπου οι κληρικοί ηγούνταν όχι μόνο στις μάχες αλλά και στην πολιτική συγκρότηση του νέου κράτους. Πρώτη ενέργεια του Maurer ήταν να αποκόψει βίαια την Εκκλησία της Ελλάδας από το Πατριαρχείο και να τη θέσει υπό την κυριαρχία της βασιλικής εξουσίας, σύμφωνα με την πολιτειοκρατική αντίληψη που επικρατούσε στη Δύση στη μεταβεστφαλική εποχή. Η Εκκλησία ήταν πλέον μια κρατική υπηρεσία και μάλιστα κεφαλή της είχε οριστεί ο ίδιος ο Όθωνας, αν και ήταν ρωμαιοκαθολικός!
Δεύτερη ενέργεια της βαυαροκρατίας ήταν η διάλυση τετρακοσίων και πλέον μοναστηριών, με τη δικαιολογία της μη επαρκούς επανδρώσεώς τους. Πραγματική, εντούτοις, αιτία ήταν η διάθεση της Κυβέρνησης να κατάσχει την περιουσία των μονών που διαλύθηκαν και να εκποιήσει όλα τα πολύτιμα ιερά σκεύη που είχαν στην κατοχή τους οι μοναχοί. Όπως περιγράφει ο Μακρυγιάννης «πούλαγαν τα δισκοπότηρα και όλα τα γερά εις το παζάρι, και τα ζωντανά διά δίχως τίποτα... Αφάνισαν ολωσδιόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλόγεροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους… και οι Μπαβαρέζοι παντήχαιναν ότ’ είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης…». Από αυτή τη λεηλασία το κράτος δεν είχε καθόλου όφελος, δεδομένου ότι όλα όσα συγκεντρώθηκαν διασπαθίστηκαν από επιτήδειους.
Αυτή η περιουσία των μοναστηριών είχε προέλθει από δύο πηγές. Αρχικά από δωρεές των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου σε εποχές κατά τις οποίες η Ελλάδα ήταν σχεδόν έρημη από τις επιδρομές, ώστε να υπάρχει μια σταθερή οικονομική δραστηριότητα που θα αναζωογονούσε τη χώρα. Δωρεές επίσης χορηγούνταν σε σημαντικά μοναστήρια, που προωθούσαν την αίγλη του βυζαντινού κράτους στα πλαίσια της ιδιότυπης θεοκρατικής πολιτικής οργάνωσής του. Δεύτερη πηγή ήταν η παραχώρηση ακινήτων στα μοναστήρια κατά την Τουρκοκρατία, εξαιτίας των προνομίων που είχε η Εκκλησία και συγκεκριμένα της μη βαριάς φορολογίας της. Συνήθως η παραχώρηση έγγειας περιουσίας συνοδευόταν από την υπόσχεση ότι οι προηγούμενοι κάτοχοι θα είχαν δικαίωμα εκμετάλλευσης με αντίτιμο την προσφορά ειδών ή χρημάτων προς τα μοναστήρια. Έτσι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, περίπου το 60% -κυρίως σε ορεινές και δύσβατες περιφέρειες (οι πεδινές είχαν δοθεί ως τιμάρια σε Οθωμανούς και εξισλαμισμένους), περιήλθε σε εκκλησιαστικά χέρια, ώστε να διασωθεί από την ερήμωση και τη δήμευση.
Από τότε το ελληνικό κράτος συνεχώς αφαιρούσε τμήματα από την εναπομείνασα περιουσία με δικαιολογία την ανάγκη αποκατάστασης ακλήρων και απόρων. Όπως όλα όσα αφορούν στο ελληνικό δημόσιο, έτσι και αυτή η διαδικασία δεν πέτυχε τον στόχο της. Η περιουσία που αποσπάστηκε από την Εκκλησία είχε την ίδια τύχη με αυτή των λεγόμενων «εθνικών γαιών» που μετατράπηκαν σε τσιφλίκια κάποιων μεγαλοκαρχαριών του ελληνικού κράτους από τότε μέχρι σήμερα.
Μεγάλης κλίμακας αφαίρεση εκκλησιαστικής περιουσίας επιδιώχθηκε μετά το 1922, για την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Άρχισαν διαβουλεύσεις με την Κυβέρνηση και αποφασίστηκε να δοθεί το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας στο Κράτος, με την άγραφη υπόσχεση της ανάληψης από το Κράτος των εξόδων μισθοδοσίας του Κλήρου, που μέχρι τότε αμειβόταν απευθείας από τους πιστούς. Και πάλι το κέρδος για το κράτος ήταν ασήμαντο, μια και όλα τα έσοδα που κερδήθηκαν από εκποιήσεις και εκμεταλλεύσεις εξανεμίστηκαν κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή. Η μισθοδοσία των κληρικών τελικά εντάχθηκε στον Κρατικό Προϋπολογισμό το 1952, μετά από ισχυρές πιέσεις των ιεραρχών, που συνδυάστηκαν με το μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής, που ζητούσε από την επίσημη Εκκλησία να μεταβληθεί σε πνευματικό προμαχώνα της κρατούσας πολιτικής ιδεολογίας. Και τέλος μόλις το 1968 οι κληρικοί εξομοιώθηκαν με τους υπόλοιπους υπαλλήλους του Δημοσίου.
Παρόλα αυτά είχαν απομείνει στην Εκκλησία δύο ειδών ακίνητα. Αυτά των μοναστηριών, που είχαν διατηρηθεί για τη διαβίωση των μοναχών και άλλα, κυρίως αστικά ακίνητα, που είχαν δοθεί ως αποζημίωση από το Κράτος κατά την τελευταία αφαίρεση εκκλησιαστικών γαιών. Τα δεύτερα εξακολουθούσαν να τελούν υπό τον έλεγχο της Πολιτείας, μια και είχαν περάσει στη δικαιοδοσία του πρώην δημόσιου Οργανισμού Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ). Έτσι παρέμεναν κι αυτά εν πολλοίς οικονομικά ανώφελα και για την Εκκλησία αλλά και για το Κράτος, λόγω της γνωστής γραφειοκρατικής δυσλειτουργίας. Αυτή η περιουσία, πάντως, οφείλουμε να πούμε ότι δεν έχει καμιά σχέση με όσα ακούγονται περί αμύθητων εκτάσεων και μυθικών θησαυρών, που δήθεν κατείχε η ελλαδική Εκκλησία.
Τελευταία προσπάθεια κρατικοποίησης και της ύστατης σπιθαμής εκκλησιαστικής περιουσίας (η οποία είχε πλέον αυξηθεί μετά από τη μοναστική αναγέννηση των δεκαετιών 1960-1970 αλλά και τις δωρεές των πιστών προς μονές και μητροπόλεις) έγινε το 1987 από τον τότε Υπουργό Παιδείας Αντώνη Τρίτση. Η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε έπειτα από προσφυγές των Μονών στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, που δικαίωσαν την Εκκλησία και επέβαλαν την επιστροφή των γαιών στα μοναστικά ιδρύματα.
Προβλήματα και κίνδυνοι
Έρχεται τώρα η συμφωνία του Αρχιεπισκόπου με τον Πρωθυπουργό να ταράξει εκ νέου τα νερά, αρχικά με την πρόβλεψη για διαγραφή των κληρικών από τον κατάλογο των Δημοσίων Υπαλλήλων και έπειτα με τη συνδιαχείριση της περιουσίας με το Κράτος. Ταυτόχρονα, όμως, διαφαίνονται τρεις μεγάλοι κίνδυνοι, που δεν ευνοούν καθόλου την εξισορρόπηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Ο πρώτος σχετίζεται με τη θέση των απλών κληρικών. Η εκκλησιαστική διοίκηση είναι ηγεμονική. Κύριος εκφραστής της εξουσίας είναι ο Επίσκοπος, ο λεγόμενος «δεσπότης» (δηλ. άρχοντας), που κατέχει κυριαρχικά δικαιώματα επί του κλήρου. Η γενική διοίκηση στην Εκκλησία ασκείται από τη Σύνοδο των επαρχιούχων Επισκόπων, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο. Ο απλός κληρικός δεν έχει δυνατότητα ελέγχου επί των αποφάσεων της Ιεραρχίας, πολλώ δε μάλλον ο απλός πιστός. Αν ο έλεγχος της μισθοδοσίας περάσει στους Ιεράρχες τότε υπάρχει κίνδυνος να μεταβληθεί ο απλός κληρικός σε αιχμάλωτο των διαθέσεων τους, στις περιπτώσεις που η δεσποτική εξουσία μπορεί να ασκηθεί με όχι χριστιανικό τρόπο (βλ. περιπτώσεις Παπουλάκου, π. Ευαγγέλου Σκορδά, π. Χρήστου Παπαχρήστου κ.α.).
Επίσης, κίνδυνος μπορεί να θεωρηθεί η υποβάθμιση των Ορθοδόξων κληρικών έναντι των κληρικών άλλων θρησκειών, που θα εξακολουθήσουν να μισθοδοτούνται από το κράτος, για γνωστούς εθνικούς λόγους. Επίσης, από το Κράτος μισθοδοτούνται και οι κληρικοί της διασποράς, που ανήκουν σε άλλα Πατριαρχεία (Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων). Πόσο νομικά ασφαλής θα είναι μια συμφωνία, όταν κάποιος θα μπορεί να την προσβάλει σε εθνικά και διεθνή δικαστήρια επικαλούμενος τη δημοκρατική απαίτηση για ισόνομη αντιμετώπιση όλων από το κράτος;
Σε ένα ακόμη επίπεδο η συμφωνία μπορεί να προκαλέσει μελλοντικούς τριγμούς. Συγκεκριμένα, η αντίδραση του Πατριάρχη, που προκάλεσε την άμεση ανταπόκριση της Κυβέρνησης, έδειξε πως δεν είναι διόλου απίθανο η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης να ζητήσει να έχει κι αυτή μερίδιο στη συμφωνία της συνδιαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η απάντηση πως κάτι τέτοιο αποκλείεται, επειδή η περιουσία των πατριαρχικών Μονών δεν έχει πειραχθεί μέχρι τώρα δεν ευσταθεί, με το δεδομένο ότι στο Πατριαρχείο ανήκουν πνευματικά οι λεγόμενες Νέες Χώρες (Βόρεια Ελλάδα και Νησιά) όπως και η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, οι κληρικοί των οποίων μέχρι τώρα μισθοδοτούνται από το Κράτος. Η πρακτική που έχει ακολουθηθεί από την εποχή της κόντρας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τον μακαριστό Χριστόδουλο δείχνει ότι το Πατριαρχείο κινείται προς την κατεύθυνση της ανάκτησης του ελέγχου στις επαρχίες του επί ελληνικού εδάφους, κάτι που δεν γινόταν από το 1928, όταν εκδόθηκε η Πράξη της παραχώρησης αυτών των επαρχιών επιτροπικών στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Άγνωστο, εξάλλου, παραμένει το μέλλον των κτημάτων των μοναστηριών, που δεν ανήκουν στον στενό πυρήνα της περιουσίας της Εκκλησίας. Με τις δικαστικές αποφάσεις που ακολούθησαν τον Νόμο Τρίτση η μοναστηριακή περιουσία κατέστη απαραβίαστη από το κράτος, ως ιδιωτική κτήση νομικών προσώπων. Πώς τώρα θα αποσπαστεί χωρίς να προκληθεί νομικό ζήτημα;
Με όλα αυτά φαίνεται πως τα προβλήματα που μπορεί να προκληθούν από την εν λόγω συμφωνία μπορεί να είναι μεγαλύτερα από το όποιο κέρδος μπορεί να προκύψει. Ίσως βρεθούμε εμπρός σε δικαστικούς αγώνες ανάμεσα σε μοναστήρια και Κράτος, σε Μητροπόλεις και Δημόσιο και σε Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος, με απρόβλεπτες συνέπειες στο μέλλον. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει δημοσιονομική ωφέλεια για το Κράτος, αν τηρηθεί η υπόσχεση για μόνιμη επιδότηση για την αμοιβή των κληρικών.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Γιατί στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιούν τη φράση «με λες» αντί για «μου λες»
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
Είσαι άνεργος στο κέντρο της Αθήνας; ΠΑΡΕ ΤΩΡΑ έκτακτο επίδομα 1000 ευρώ
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση