Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Τιμήθηκε με το Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη το 1959 στη Μόσχα. Πέθανε στις 16 Δεκέμβρη 1974, πλήρης ημερών και έργου.
Στα 1905 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του περιοδικού «Ηγησώ», ενώ το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Μετά τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού. Το 1918 γράφει το ποίημα «Στυλίτης», το οποίο δε δημοσίευσε. Πρόκειται για ένα ποίημα-σταθμό στην πορεία του Βάρναλη, καθώς φορτισμένο από τις συνέπειες του άδικου και ιμπεριαλιστικού Α' Παγκοσμίου Πολέμου και επηρεασμένο από την τεράστια ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αποτυπώνει τη «μετάβαση» του Βάρναλη από τον αισθησιασμό, τον λυρισμό και την αρχαιολατρία που χαρακτηρίζουν τα πρώιμα έργα του, στην ταξικά προσανατολισμένη «επαναστατική» του περίοδο:
«Τα θύματα χιλιάδες των πολέμων κάτου σέπονται με της πείνας, της σκλαβιάς αντάμα, με της αρρώστιας, του δαρμού - δόξα θανάτου!»
Και στη συνέχεια:
«Όχι με λόγια, μ' έργα τ' Άδικο πολέμα! Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ' άδικο μ' αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ' αδερφού, η λευτεριά η δικιά του θα 'ναι λευτεριά σου, κι ανάγκη πια δε θα 'χεις κανενός Θεού.»
Το προανάκρουσμα της επαναστατικής ποίησης του Βάρναλη που ξεκίνησε με τον «Στυλίτη», ολοκληρώθηκε το διάστημα 1919-1921, όπου, κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, συντελείται μια βαθιά αλλαγή στη σκέψη και τη συνείδησή του, καθώς έρχεται σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, με τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό. Το 1919 δημοσιεύει τον «Προσκυνητή», χαρακτηριστικό ποίημα της ιδεολογικής και πολιτικής μεταστροφής του. Ακολουθεί την επόμενη δεκαετία (1922-1933) η πιο παραγωγική περίοδος στο έργο του Βάρναλη. Ξεκινώντας με ένα από τα σημαντικότερα έργα -ίσως και το σημαντικότερο- στη λογοτεχνική του πορεία, δημοσιεύει το 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας «Tο Φως Που Καίει», ίσως το πρώτο «στρατευμένο» έργο στα νεοελληνικά γράμματα και από τα σημαντικότερα της επαναστατικής λογοτεχνίας. «Με αυτό εκφράζει ο ποιητής τον πόνο, την οργή και την απόφαση των καταπιεσμένων να τερματίσουν το καθεστώς της εκμετάλλευσης και να χτίσουν τη νέα κοινωνία της δουλειάς, της ειρήνης, της φιλίας και της αδελφότητας των λαών, ιδανικό που πραγματώνεται μέσα στην κάθε χωριστή πατρίδα από το λαό της χώρας, ανάλογα με τις παραδόσεις, τις ανάγκες και την πραγματικότητα της καθεμιάς.» Χαρακτηριστικός είναι ο επίλογος του έργου με το ποίημα «Οδηγητής»:
«Δεν είμ' εγώ σπορά της Tύχης,
O πλαστουργός της νιας ζωής.
Eγώ 'μαι τέκνο της Aνάγκης
Kι ώριμο τέκνο της Oργής...»
Για το έργο αυτό ο Βάρναλης υπέστη διώξεις και απολύθηκε από την Παιδαγωγική Ακαδημία, με αφορμή και ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία», η οποία δημοσίευσε ως παράδειγμα αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών παιδαγωγών ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο έργο. Από «το Φως Που Καίει» και ύστερα, ο Βάρναλης, στρατευμένος στην υπόθεση του λαού και της εργατικής τάξης, αφοσιωμένος εργάτης της κομμουνιστικής υπόθεσης, έγραψε ποιήματα, πεζά και κριτικά έργα, έκανε μεταφράσεις πολλών αρχαίων έργων, πάντοτε από τη σκοπιά των φτωχών και των καταπιεσμένων, των «κολασμένων της γης».
Play Video
Στα 1922 δημοσιεύει και το λυρικό ποίημα «Οι Μοιραίοι», από τα δημοφιλέστερα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης (ίσως και εξαιτίας της ιδιαίτερα επιτυχημένης μελοποίησής του από τον Μίκη Θεοδωράκη). Το 1927 δημοσιεύει τους «Σκλάβους Πολιορκημένους», εμπνευσμένος από την επανάσταση του '21, τους οποίους αντιτάσσει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού:
Ο ίδιος ο Βάρναλης θα γράψει για τους «Σκλάβους Πολιορκημένους»: «Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι όπως κι ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και το πρώτο σχεδίασμα της Αληθινής απολογίας του Σωκράτη, γραφτήκανε στη Γαλλία, ύστερ' απ' το πρώτο παγκόσμιο μακελειό. Ο θάνατος κι η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερις ανέμους τα ψέφτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι είναι στην ουσία τους έργο αντιπολεμικό και αντιιδεαλιστικό.»
Από τα πεζά και κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωρίζουν «Ο λαός των μουνούχων» (1923), «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1932) και «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925). Το 1935 εξορίζεται μαζί με τον Γληνό και άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς δημοκράτες αγωνιστές στον Άη Στράτη, απ' όπου θα γράψει τον Οκτώβρη το ποίημα «Στην εξορία»: «Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,#για να ρθει ο Εξορισμένος απ' τα ξένα, να χωρίσει το Έθνος και να βάλει#τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.» Θα πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση σαν μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου θα παραμείνει πιστός στις ιδέες του και θα σταθεί στο πλευρό του επαναστατικού ΚΚΕ και του αδούλωτου ελληνικού λαού. Το 1958 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί αυτός ο ποιητής με τους απλούς και λιτούς στίχους του, με τη δεικτική ειρωνεία και την αιχμηρή σάτιρά του, κατέκτησε μία τόσο σημαίνουσα θέση στο στερέωμα της παγκόσμιας προοδευτικής λογοτεχνίας, ενώ το έργο του διατηρεί μέχρι και σήμερα τη ζωντάνια, την επαναστατικότητα και την επικαιρότητά του.
Ο Κώστας Βάρναλης με τη γυναίκα του, την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη. Via Ημερησία.
Ένας από τους βασικούς λόγους της «αντοχής» του βαρναλικού έργου σε πείσμα των καιρών, ειδικότερα ύστερα από τη δεύτερη περίοδο του έργου του, την περίοδο της ιδεολογικής και πολιτικής του μεταστροφής, είναι η διαρκής προσπάθειά του να «φανερώσει την αλήθεια» και να μεταδώσει την αλήθεια αυτή στον λαό. Όπως γράφει και ο ίδιος στους τελευταίους του στίχους πριν πεθάνει, τον Οκτώβριο του 1974:
«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω, μα ποιος μ' ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά. Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει, όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου. Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης, αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.»
Ένας ακόμη λόγος για την ανθεκτικότητα της βαρναλικής γραφής μέσα στο πέρασμα των χρόνων είναι η πρωτοποριακή χρήση της αφηγηματικής γλώσσας: Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη: «Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.» Ο Βάρναλης, αμφισβητώντας όλες τις κυρίαρχες μέχρι τότε αισθητικές και λογοτεχνικές φόρμες, με τη χρήση λυρικών, συμβολιστικών, σατιρικών και δραματικών στοιχείων, αναζήτησε καινούριους τρόπους για να εκφράσει την ιστορική «ανάγκη» και «αλήθεια» και ταυτόχρονα αυτή η αλήθεια και ανάγκη να μπορεί να διαβαστεί από εκείνους «που στα χέρια τους αυτή θ' αποκτούσε δύναμη», από τους απόκληρους της κοινωνίας. Πρόκειται για μια σπουδαία προσπάθεια σύνδεσης της απλής λαϊκής καθημερινότητας με τον ποιητικό λόγο, του οράματος για μια καλύτερη κοινωνία με τα -μέχρι τον Βάρναλη- σύνθετα και περίπλοκα λογοτεχνικά σχήματα της εποχής. Με μαστοριά και επινοητικότητα, κατάφερε να πετύχει αυτήn τη σύνδεση, κάνοντας την «αριστοκρατική» τέχνη της λογοτεχνίας προσιτή στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους αγράμματους εργάτες, στους αμόρφωτους λαϊκούς ανθρώπους, χωρίς ωστόσο να ξεφύγει εντελώς από τον λυρισμό που χαρακτήρισε τη λογοτεχνία της εποχής του.
Αριστ., βλ. Δημοθοίνια. Δεξιά, ο Κώστας Βάρναλης το 1914 (ΕΛΙΑ).
Τέλος, ο λόγος για τη διαχρονικότητα του έργου του, είναι ότι ο Βάρναλης, στρατευμένος εργάτης στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης και της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, έγραψε για να απαντήσει στα πραγματικά προβλήματα του λαού. Το έργο του πηγάζει από τον λαό, καταπιάνεται με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των απλών λαϊκών ανθρώπων, για να επιστρέψει πάλι σ' αυτόν. Ποίηση λαϊκή και κοινωνική, αιχμηρή και σατιρική, στρατευμένη και επαναστατική, αυτή είναι η ποίηση του Βάρναλη. Επομένως, σε σχέση με το ερώτημα που ο ίδιος θέτει -και απαντάει- στο Σημειωματάριο Ι' του Αρχείου του για το «Πώς θ' αποδειχθεί η ζωντανότητα ενός έργου; Από το αν είναι χρήσιμο ή όχι», γίνεται φανερό ότι το έργο του Βάρναλη είναι όχι μόνο χρήσιμο, αλλά και απόλυτα αναγκαίο και επίκαιρο, ιδιαίτερα σήμερα, στους δύσκολους καιρούς της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και της νέας ιμπεριαλιστικής εφόρμησης ενάντια στους λαούς του κόσμου. Στην Ελλάδα των μνημονίων, στην Ελλάδα της εξαθλίωσης και της υποτέλειας, επικαιροποιείται με το παραπάνω το σύνθημα που φώναζαν χιλιάδες λαού και νεολαίας στην κηδεία του μεγάλου αυτού κομμουνιστή ποιητή: «Είσαι οδηγητής για μας, ποιητή της εργατιάς». Το έργο του Βάρναλη θα συνοδεύει και θα φωτίζει όλους τους αγώνες μας, μικρούς και μεγάλους, για να μας θυμίζει με την ατσάλινη, κομμουνιστική σιγουριά του ότι «η πλάση θα κοκκινίσει», ότι «στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο».
Play Video
Play Video
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ :
• Ποιητικές συνθέσεις
• Ο Προσκυνητής (1919)
• Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
• Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
• Ποιητικές συλλογές
• Κηρήθρες (1905)
• Ποιητικά (1956)
• Ελεύθερος κόσμος (1965)
• Οργή λαού (1975)
• Πεζά και κριτικά έργα
• Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
• Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
• Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
• Αληθινοί άνθρωποι (1938)
• Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
• Πεζός λόγος (1957)
• Σολωμικά (1957)
• Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
• Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
• Οι δικτάτορες (1965)
• Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
• Θέατρο
• Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Ο Ταξικός Βάρναλης:
Από το φώς που καίει
Αριστ. : Κώστας Βάρναλης - Γιάννης Ρίτσος - Μάριος Βάρβογλης.
«-Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστή; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Ο Ερωτικός Βάρναλης:
Η Μαγδαληνή
“…Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.
Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.
Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.
Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!”
Ο Θάνατος του ποιητή της εργατιάς
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
—Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
—Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
—Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
—Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
—Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θε να δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
—«Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Το σκληρόν αφέντη κἄνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα με την κουβέντ’ αυτή
πόρτα μού ’κλεισε κι αφτί.
Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
—«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παραδώ.
Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μη χτυπάς τον αδερφό σου—
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό σου
γίνε συ τ’ αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».
Το πέρασμά σου
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη