Η πρωταρχία της μητρικής γλώσσας και η γλωσσική παιδεία
(Εννέα καταθέσεις και δέκα προτάσεις)
Είναι γνωστό το σουηδικό θαύμα κατά τις τελευταίες δεκαετίες· η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης έως το 1945 γίνεται τώρα η πιο πλούσια και η πιο αναπτυγμένη: βιομηχανία, εμπόριο, γεωργία, κτηνοτροφία, κοινωνική και υγειονομική περίθαλψη, παιδεία και εκπαίδευση τινάζονται στα ύψη. Τα εργατικά χέρια των Σουηδών δεν επαρκούν πια. Το σουηδικό κράτος ανοίγει τις πύλες στο ξένο εργατικό δυναμικό. Κατά χιλιάδες συρρέουν στο Βορρά οι μετανάστες. Τα βιοτικά προβλήματα λύνονται το ένα μετά το άλλο. Άλλα όμως αναδύονται που απειλούν τώρα την ευημερούσα κοινωνία. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι το πρόβλημα της ένταξης των μεταναστών και των επιγόνων τους στη σουηδική κοινότητα. Αν δε γίνει η ενσωμάτωση, οι ξένοι, μικροί και μεγάλοι, θα κινδυνέψουν να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής με απρόβλεπτες συνέπειες και για τους ίδιους και για τη σουηδική κοινωνία. Πολιτεία, λοιπόν, και επιστήμη αναζητούν και βρίσκουν τη λύση του προβλήματος στη γλώσσα, στη μητρική γλώσσα των ξένων. Ψηφίζουν νόμους και εκχωρούν κονδύλια, για να διδαχθεί και να μάθει ο κάθε ξένος, εργάτης ή μαθητής, τη μητρική του γλώσσα. Έτσι φτάνουν στην ασύλληπτη για μας απόφαση να αμείβουν κάθε ξένο αναλφάβητο μετανάστη (και το δάσκαλο του) με ωριαία αντιμισθία, για να (του) μάθει τη μητρική του γλώσσα. Κι αυτό γιατί ξέρουν ότι μόνο εκείνος που θα καλλιεργήσει τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει στη συνέχεια να μάθει και τη Σουηδική και να ενταχθεί στη νέα κοινωνία που τον φιλοξενεί. Η ημιγλωσσία τους είναι πεποίθηση ότι οδηγεί σε διανοητική αναπηρία. Που σημαίνει: αναιμικό λεξιλόγιο, αναιμική σκέψη, ευνουχισμένο εργατικό προλεταριάτο, καρικατούρες ανθρώπινες-θύματα κάθε έκφυλης ροπής και όλων των υποπροϊόντων του πολιτισμού, που είναι φυσικό να συνοδεύουν μια ευημερούσα κοινωνία. “Οι ημίγλωσσοι”, λέει η Kangas, “η γνωστή πια στο Βορρά Φιλανδή εκπαιδευτικός που μελέτησε τα προβλήματα αυτά στις φιλανδοσουηδικές τάξεις του Linköping, χάνουν τις δυνατότητες να συμμετέχουν σε πλήρη έκταση στην κοινωνική ζωή και πολιτικά και πολιτιστικά”8. Χωρίς τη γλώσσα δε θα υπήρχαν ανθρώπινες κοινωνίες, υπογραμμίζει o Hofstätter, και είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε χωρίς αυτήν9.
Ο Βορράς μιλάει στο θέμα αυτό την ίδια γλώσσα από το 1910 ακόμη.
8. Μια ακόμη μαρτυρία από το Βορρά. Γράφει ο F. Daumont: “Προτού μεταβιβαστεί σε άλλον η σκέψη μας με το μέσο της εξωτερικής λαλιάς, έχει ανάγκη να ζυμωθεί για μας σ’ ένα εσωτερικό καλούπι, που το ονομάζουν οι φιλόσοφοι γλώσσα εσωτερική. Συλλογιζόμαστε με φράσεις, με εικόνες που θυμίζουν μηχανικά τις λέξεις που τις αποδίδουν στην τρέχουσα ομιλία. Μα οι λέξεις που χρησιμοποιούμε πάντα, γιατί τις καταλαβαίνουμε πιο καλά και πιο γρήγορα, είναι οι λέξεις της μητρικής γλώσσας… Ο άνθρωπος μιλεί κανονικά τη σκέψη του. Σύστημα που δε λογαριάζει καθόλου το ψυχολογικό αυτό γεγονός κάνει από τη διδασκαλία επιχείρηση μνημονικού και ρουτίνας… Η εκπαίδευση, όμως, δεν είναι απορρόφηση παρά αφομοίωση. Με το να παραγεμίζουμε το μυαλό δεν το αναπτύσσουμε ούτε το εκλεπτύνουμε, παρά πνίγουμε την αφρόκρεμα των δυνάμεών του…”10.
Μέρος Α΄
“ Άσχημα
σα μέλισσες σε άδειο πανέρι
μυρίζουν οι νεκρές λέξεις”.
Η χρήση της γλώσσας προϋ-
ποθέτει σκέψη1. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναπτύξει εσωτερικό ή φωνούμενο λόγο χωρίς να συλλογιστεί. Αυτό φαίνεται να γίνεται αποδεκτό από όλους. Το αντίστροφο δημιουργεί το πρόβλημα, ότι δηλαδή η σκέψη έχει την ανάγκη της γλώσσας. Ένα πρόβλημα που ίσως για πολλά χρόνια ακόμη θα είναι αντικείμενο έρευνας και θα διχάζει τους ειδικούς. Όποια και αν είναι όμως η αλήθεια, η παρατήρηση λέει και στον πιο αδαή ότι συχνά σκεφτόμαστε με τις λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι κανένας δεν αμφιβάλλει σήμερα για τη σχέση σκέψης και γλώσσας. Το θέμα είναι ο βαθμός αυτής της σχέσης, που για κάποιους φτάνει ως την ταύτιση. Η γλώσσα, λένε αυτοί, ταυτίζεται με τη σκέψη, είναι σύμφυτη με τη σκέψη·είναι η ίδια η σκέψη φανερωμένη. Γλώσσα και σκέψη βλασταίνουν μαζί από την ίδια ουσία/ρίζα του νου και σβήνουν μαζί· γλώσσα σημαίνει σκέψη και σκέψη σημαίνει γλώσσα. Ίσως είναι έτσι· ίσως όμως και να μην είναι. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε φρόνιμο να πάρει κανείς θέση. Άλλωστε είναι αρκετό για το θέμα μας ένα minimum αλήθειας που το δέχονται όλοι: ότι η γλώσσα σχετίζεται με τη σκέψη. Πάνω σ’ αυτήν την ελάχιστη βάση, θα παραθέσουμε καταθέσεις φιλοσόφων και επιστημόνων, για να πούμε κι εμείς, ύστερα, από την πλευρά του δασκάλου της γλώσσας, το δικό μας το λόγο. Ακολουθούν, λοιπόν, οι καταθέσεις:
1. Το πρόβλημα απασχολεί ήδη τον Πλάτωνα. Στο Σοφιστή του (263 e) ο Ξένος και ο Θεαίτητος συμφωνούν ότι η σκέψη και η γλώσσα είναι το ίδιο πράγμα:
Ξένος: Ουκούν διάνοια μεν και λόγος ταυτόν πλην ο μεν εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος άνευ φωνής γιγνόμενος τούτ’ αυτό ημίν έπωνομάσθη διάνοια;
Θεαίτητος: Πάνυ μεν ουν.
Ξένος: Το δε γ’ απ’ εκείνης ρεύμα δια του στόματος ιόν μετά φθόγγου κέκληται λόγος;
Θεαίτητος: Αληθή.
Ξένος: Λοιπόν πρώτα πρώτα η σκέψη και ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Με μόνη τη διαφορά ότι ονομάστηκε από μας σκέψη ο διάλογος που κάνει μέσα της η ψυχή με τον εαυτό της χωρίς να μετέχει η φωνή;
Θεαίτητος: Βεβαιότατα.
Ξένος: Και από την άλλη μεριά το ρεύμα που βγαίνει απ’ εκείνην και περνάει από το στόμα ενωμένο με τη φωνή, αυτό δεν έχει ονομαστεί λόγος;
Θεαίτητος: Βεβαιότατα2.
Είναι εξάλλου γνωστό ότι οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη “λόγος”, για να φανερώσουν και την εσωτερική σκέψη και την έκφρασή της.
2. Το ίδιο πράγμα θα υποστηρίξει στις ημέρες μας και η επιστήμη: Αν ένα ανάπηρο παιδί, λένε οι σοβιετικοί ερευνητές, ένα κωφάλαλο π.χ. δεν αποκτήσει κάποιο σύστημα σημείων, μια γλώσσα δηλαδή (εδώ είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι γλώσσα δεν είναι μόνον η λεξίγλωσσα· είναι και η μιμόγλωσσα, η νοηματική γλώσσα κ.λπ.), τότε το παιδί αυτό, αν και φυσιολογικό κατά τα άλλα και δυνάμει ικανό να αναπτυχθεί πνευματικά, είναι καταδικασμένο να μείνει διανοητικά καθυστερημένο σε όλη του τη ζωή. “Δύσκολα θα έβρισκε κανείς ισχυρότερο και εναργέστερο επιχείρημα που να επιβεβαιώνει την ενότητα σκέψης και λόγου και να ανασκευάζει τις μεταφυσικές θεωρίες για καθαρή σκέψη. Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει σκέψη χωρίς ένα σύστημα σημείων (όχι κατ’ ανάγκη φθογγικών)”3, λέει ο Α. Schaff.
3. “Η γλώσσα”, λένε οι Sapir-Whorf, “είναι κοινωνικό προϊόν. Το γλωσσικό σύστημα στο οποίο εκπαιδευόμαστε και στο οποίο σκεφτόμαστε διαπλάσσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το γύρω μας κόσμο. Εξαιτίας των διαφορών ανάμεσα στα ποικίλα γλωσσικά συστήματα, άνθρωποι που σκέφτονται σε διαφορετικές γλώσσες αντιλαμβάνονται τον κόσμο κατά διαφορετικούς τρόπους. Οι διαφορές αυτές μεταξύ γλωσσών αντανακλούν τα διαφορετικά περιβάλλοντα που τις παράγουν”.
Επιστημονικά πειράματα έχουν δείξει πόσο η γλώσσα, την οποία μιλούμε και με την οποία σκεφτόμαστε, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντικρίζουμε, αναλύουμε και ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Υπάρχει μια αμφίδρομη κίνηση από την πραγματικότητα στη γλώσσα και από τη γλώσσα στην πραγματικότητα. “Ο Ινδιάνος”, λέει ο Α. Schaff, “σκέφτεται σε ορισμένη γλώσσα· οι κατηγορίες και οι γραμματικοί κανόνες της γλώσσας του τον αναγκάζουν να βλέπει την πραγματικότητα κατά τέτοιον τρόπο ώστε να λαβαίνει υπόψη μερικές συγκεκριμένες λεπτομέρειες, τις οποίες δεν προσέχουν συνήθως τα μέλη των ινδοευρωπαϊκών γλωσσικών κοινοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο μιλάει διαφορετικά αλλά και αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες ή το αυθαίρετο στο γεγονός αυτό. Η γλώσσα διαπλάστηκε από μια ορισμένη κοινωνική πρακτική δραστηριότητα· αντανακλά ορισμένα γεγονότα και καλύπτει πρακτικές ανάγκες. Από τη στιγμή που διαπλάστηκε, επηρεάζει και την ανθρώπινη γνώση και παίζει ενεργό ρόλο σ’ αυτήν”.
Δεν είναι λίγοι, πάλι, εκείνοι που επικαλούνται την περίπτωση των Εσκιμώων οι οποίοι δηλώνουν το χιόνι με δεκάδες λέξεις, ενώ οι άλλοι λαοί το δηλώνουν με ελάχιστες ή με μία μόνον. Αυτό σημαίνει ότι οι Εσκιμώοι βλέπουν πολλά είδη χιονιού, με τα οποία συνδέεται και από τα οποία επηρεάζεται η ζωή τους. Έτσι η γλώσσα τους κατοπτρίζει μιαν πραγματικότητα από την οποία διαμορφώνεται και την οποία, με τη σειρά της, εναρθρώνει4.
4. Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού, υποστηρίζει ο Lev Vygotsky, η σκέψη και ο λόγος αναπτύσσονται παράλληλα, αργότερα συγκλίνουν, και οι δύο πορείες γίνονται μία· η σκέψη του ανθρώπου τότε γίνεται λεκτική· το παιδί ανακαλύπτει τη ζωή, όταν διαπιστώνει ότι τα πράγματα έχουν ονόματα. Στην ίδια γραμμή βρίσκεται και ο A. Luria με τις έρευνες και τις μελέτες του τις σχετικές με το ρόλο των λέξεων “στη διαμόρφωση ψυχικών διεργασιών στα παιδιά”. Χαρακτηριστικά είναι και τα παραδείγματα των δύο λυκοκόριτσων της Ινδίας, της Αμάλα και της Καμάλα, που από έλλειψη γλωσσικού/κοινωνικού περιβάλλοντος ήταν καταδικασμένα στην αλαλία και στη διανοητική καθυστέρηση. Συγκλονιστικά είναι ακόμη και όσα εκθέτει ο F. Kainz για τον Caspar Hauser. “Στην αρχή”, γράφει, “αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως συλλογή από χρωματιστές κηλίδες, και τον αντιλήφτηκε τελικά ως κόσμο πραγμάτων μόνο όταν έμαθε τα ονόματα των πραγμάτων αυτών”5. Δεν ενδιαφέρει, σημειώνει ο Α. Schaff, κατά πόσο αυτά είναι ή όχι αξιόπιστα· πιο πολύ ενδιαφέρει η σημασία των προβλημάτων που θα μπορούσαν να ερευνηθούν στην περίπτωση αυτή. Όπως, όμως, και αν έχουν τα πράγματα, όσο και αν υπάρχουν αντιτιθέμενες ή διαφοροποιημένες θέσεις, και υπάρχουν βέβαια, συνάγεται πάντοτε από ανάλογες περιπτώσεις, και παραμένει, η σχέση σκέψης και γλώσσας.
5. “Γλώσσα και σκέψη”, γράφει ο Μ. Τριανταφυλλίδης, “δείχνονται στενότατα και αδιάσπαστα ενωμένα στο παιδικό μυαλό και σε στενή αλληλεπίδραση, από τότε που πρωτοαναπτύσσεται η γλώσσα, ώσπου να διαμορφωθεί τελειωτικά. Η γλώσσα κάνει δυνατό να σχηματιστούν οι λογικές έννοιες και ορίζει το χαρακτήρα τους· η γλώσσα με τη μορφή της καθορίζει τη μορφή της σκέψης. Σκέπτεται ο άνθρωπος με λέξεις και με εικόνες και μπορεί να υπάρξει και μια απλή ψυχολογική ανάλυση πως η σκέψη και η γλωσσική έκφραση δεν είναι χωριστά πράματα, όπως πίστευαν πολλοί, παρά ότι η σκέψη αναδύεται μαζί και μέσα στη μορφή που την εκφράζει”6.
Δεν μπορούσε παρά έτσι να σκέφτεται για τη γλώσσα ο Μ. Τριανταφυλλίδης, αφού είναι γνωστό ότι δεν ήταν ο ψυχρός γλωσσολόγος του γραφείου που κυνηγάει τις ρίζες και τους θεματικούς χαρακτήρες των λέξεων· δεν ήταν δηλαδή ο σκυθρωπός ανατόμος που διυλίζει τους ήχους και τα γραπτά τους στοιχεία. Η λέξη γι’ αυτόν είναι πηγή ζωής. Με τη μητρική γλώσσα, θα πει, ξυπνούμε στη ζωή και ωριμάζουμε· μ’ αυτήν εντασσόμαστε στην ανθρώπινη κοινωνία και ρίχνουμε ρίζες στο γονικό μας παρελθόν· οι λέξεις της παίρνουν στη γλωσσική μας συνείδηση χρώμα, συναισθηματικό βάθος, ψυχικό πλούτο, έμφαση εκφραστική, συγκινησιακή δύναμη. Είναι, λοιπόν, αναντικατάστατη η αξία των λέξεων της μητρικής γλώσσας για τον Μ. Τριανταφυλλίδη. Κι εδώ συμφωνεί με ό,τι πρεσβεύουν αξιόλογοι επιστήμονες και με ό,τι εφαρμόζουν σήμερα προηγμένοι λαοί. Η συνέχεια τον δικαιώνει.
6. Τον Ιανουάριο του 1978 ο Tadanobu Tsunoda, καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, δημοσίευσε στην ελβετική εφημερίδα “La Suisse” ένα άρθρο με το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει τον συγκινησιακό χαρακτήρα των Γιαπωνέζων.
Δέχεται ο Tsunoda, όπως και γενικότερα οι επιστήμονες σήμερα, ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες εδράζονται/εντοπίζονται σε ένα από τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Στο αριστερό ημισφαίριο εντοπίζονται κυρίως οι λογικές δραστηριότητες του ανθρώπου· ό,τι δηλαδή έχει σχέση με τη λογική, με την ανάλυση, με την επιστήμη. Στο δεξιό ημισφαίριο εντοπίζονται κυρίως οι συγκινησιακές δραστηριότητες του ανθρώπου· ό,τι δηλαδή έχει σχέση με το συναίσθημα, με τη διαίσθηση, με την τέχνη. Έτσι το αριστερό ημισφαίριο υποδέχεται τον διαρθρωμένο λόγο, ενώ το δεξιό υποδέχεται κάθε είδους ήχους, μεμονωμένους και εναρμόνιους, της έμψυχης και της άψυχης φύσης.
Στους Γιαπωνέζους όμως, παρατηρεί ο Tsunoda, συμβαίνει κάτι το εντυπωσιακό: στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου τους εντοπίζονται, εκτός από τις λογικές λειτουργίες, και κάποιες συγκινησιακές δραστηριότητες που στους άλλους λαούς εδράζονται στο δεξιό ημισφαίριο. Τέτοιες δραστηριότητες λ.χ. είναι: φυσικοί ήχοι (θόρυβοι κτλ.), θόρυβοι ζώων, κελαηδήματα πουλιών, η παραδοσιακή γιαπωνέζικη μουσική. Αυτά σημαίνουν ότι στους Γιαπωνέζους παρατηρείται μια λειτουργική τροποποίηση του εγκεφάλου· το αριστερό τους ημισφαίριο, χωρίς να εγκαταλείπει καμιά από τις κύριες ιδιότητές του, αναπτύσσει και λειτουργίες του άλλου ημισφαιρίου.
Η αιτία αυτής της λογικής τροποποίησης του εγκεφάλου, για τον Tsunoda, βρίσκεται στη γιαπωνέζικη γλώσσα. Υπάρχουν σ’ αυτήν κάποια μεμονωμένα φωνήματα-λέξεις που ανοίγουν τις πύλες του αριστερού ημισφαιρίου στους θορύβους και τους πολύπλοκους ήχους του συγκινησιακού μας κόσμου. Το φώνημα e λ.χ. σημαίνει συγχρόνως εικόνα και τροφή. Γι’ αυτό και λειτουργεί στο αριστερό ημισφαίριο. Λειτουργώντας όμως εκεί, φέρνει μαζί του και τη συγκινησιακή του λειτουργία της οποίας η κανονική έδρα βρίσκεται στο δεξιό ημισφαίριο.
Έτσι η λειτουργική τροποποίηση του εγκεφάλου των Γιαπωνέζων, που οφείλεται σε μια ιδιαιτερότητα της γλώσσας τους, όπως είδαμε, ερμηνεύει, κατά τον Tsunoda, τόσο το συγκινησιακό τους χαρακτήρα, όσο και το ελεγχόμενο αισθητήριο τους που φανερώνεται παντού: στις γνωστές τελετές των λουλουδιών, στη γιαπωνέζικη ποίηση haikus, στο θέατρο Νο και αλλού. Το ότι η ιδιοτυπία αυτή των Γιαπωνέζων δεν οφείλεται σε διαφορετική ανατομική κατασκευή του εγκεφάλου τους αλλά στην επίδραση της γλώσσας τους, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα παιδιά των Γιαπωνέζων που μεγαλώνουν έξω από την Ιαπωνία, με μιαν άλλη γλώσσα, δεν αποκτούν αυτές τις ιδιότητες, ενώ τις αποκτούν παιδιά άλλων εθνικοτήτων που μεγαλώνουν στην Ιαπωνία με τη γιαπωνέζικη γλώσσα. “Το γεγονός”, λέει ο Solomon Marcus (καθηγητής της μαθηματικής ανάλυσης και της μαθηματικής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου) “ότι η φύση αυτής της εξάσκησης είναι κυρίως γλωσσική, έχει μεγάλη σημασία. Επαληθεύει την υπόθεση σύμφωνα με την οποία, η αφομοίωση του διαρθρωμένου λόγου αποτελεί για τον άνθρωπο τη βασική διαδικασία εκμάθησης η οποία προετοιμάζει και προσανατολίζει όλες τις άλλες διαδικασίες εκμάθησης και δημιουργίας”7.
Ο ίδιος πάλι, ο S. Μarcus, καταθέτει στο ίδιο έργο (Σημεία για τα σημεία) τρεις ακόμη πολύτιμες ειδήσεις για τη γλώσσα: η πρώτη αναφέρεται στο γνωστό διευθυντή ορχήστρας L. Bernstein, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μουσική κάθε λαού σφραγίζεται από τη γλώσσα του· η δεύτερη στην Eleonora Masini, τη γενική γραμματέα της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Μελλοντολογίας, η οποία προτείνει να έχουν ως αφετηρία τους οι μεθοδολογικές διαδικασίες τις λειτουργίες των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου· η τρίτη στον N. Chomsky, που με τη γενετική του γραμματική επιχειρεί να προτυποποιήσει τη γλωσσική ενέργεια του ανθρώπου. Τα σχόλια περιττεύουν.
7. Είναι γνωστό το σουηδικό θαύμα κατά τις τελευταίες δεκαετίες· η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης έως το 1945 γίνεται τώρα η πιο πλούσια και η πιο αναπτυγμένη: βιομηχανία, εμπόριο, γεωργία, κτηνοτροφία, κοινωνική και υγειονομική περίθαλψη, παιδεία και εκπαίδευση τινάζονται στα ύψη. Τα εργατικά χέρια των Σουηδών δεν επαρκούν πια. Το σουηδικό κράτος ανοίγει τις πύλες στο ξένο εργατικό δυναμικό. Κατά χιλιάδες συρρέουν στο Βορρά οι μετανάστες. Τα βιοτικά προβλήματα λύνονται το ένα μετά το άλλο. Άλλα όμως αναδύονται που απειλούν τώρα την ευημερούσα κοινωνία. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι το πρόβλημα της ένταξης των μεταναστών και των επιγόνων τους στη σουηδική κοινότητα. Αν δε γίνει η ενσωμάτωση, οι ξένοι, μικροί και μεγάλοι, θα κινδυνέψουν να βρεθούν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής με απρόβλεπτες συνέπειες και για τους ίδιους και για τη σουηδική κοινωνία. Πολιτεία, λοιπόν, και επιστήμη αναζητούν και βρίσκουν τη λύση του προβλήματος στη γλώσσα, στη μητρική γλώσσα των ξένων. Ψηφίζουν νόμους και εκχωρούν κονδύλια, για να διδαχθεί και να μάθει ο κάθε ξένος, εργάτης ή μαθητής, τη μητρική του γλώσσα. Έτσι φτάνουν στην ασύλληπτη για μας απόφαση να αμείβουν κάθε ξένο αναλφάβητο μετανάστη (και το δάσκαλο του) με ωριαία αντιμισθία, για να (του) μάθει τη μητρική του γλώσσα. Κι αυτό γιατί ξέρουν ότι μόνο εκείνος που θα καλλιεργήσει τη μητρική του γλώσσα, θα μπορέσει στη συνέχεια να μάθει και τη Σουηδική και να ενταχθεί στη νέα κοινωνία που τον φιλοξενεί. Η ημιγλωσσία τους είναι πεποίθηση ότι οδηγεί σε διανοητική αναπηρία. Που σημαίνει: αναιμικό λεξιλόγιο, αναιμική σκέψη, ευνουχισμένο εργατικό προλεταριάτο, καρικατούρες ανθρώπινες-θύματα κάθε έκφυλης ροπής και όλων των υποπροϊόντων του πολιτισμού, που είναι φυσικό να συνοδεύουν μια ευημερούσα κοινωνία. “Οι ημίγλωσσοι”, λέει η Kangas, “η γνωστή πια στο Βορρά Φιλανδή εκπαιδευτικός που μελέτησε τα προβλήματα αυτά στις φιλανδοσουηδικές τάξεις του Linköping, χάνουν τις δυνατότητες να συμμετέχουν σε πλήρη έκταση στην κοινωνική ζωή και πολιτικά και πολιτιστικά”8. Χωρίς τη γλώσσα δε θα υπήρχαν ανθρώπινες κοινωνίες, υπογραμμίζει o Hofstätter, και είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε χωρίς αυτήν9.
Ο Βορράς μιλάει στο θέμα αυτό την ίδια γλώσσα από το 1910 ακόμη.
8. Μια ακόμη μαρτυρία από το Βορρά. Γράφει ο F. Daumont: “Προτού μεταβιβαστεί σε άλλον η σκέψη μας με το μέσο της εξωτερικής λαλιάς, έχει ανάγκη να ζυμωθεί για μας σ’ ένα εσωτερικό καλούπι, που το ονομάζουν οι φιλόσοφοι γλώσσα εσωτερική. Συλλογιζόμαστε με φράσεις, με εικόνες που θυμίζουν μηχανικά τις λέξεις που τις αποδίδουν στην τρέχουσα ομιλία. Μα οι λέξεις που χρησιμοποιούμε πάντα, γιατί τις καταλαβαίνουμε πιο καλά και πιο γρήγορα, είναι οι λέξεις της μητρικής γλώσσας… Ο άνθρωπος μιλεί κανονικά τη σκέψη του. Σύστημα που δε λογαριάζει καθόλου το ψυχολογικό αυτό γεγονός κάνει από τη διδασκαλία επιχείρηση μνημονικού και ρουτίνας… Η εκπαίδευση, όμως, δεν είναι απορρόφηση παρά αφομοίωση. Με το να παραγεμίζουμε το μυαλό δεν το αναπτύσσουμε ούτε το εκλεπτύνουμε, παρά πνίγουμε την αφρόκρεμα των δυνάμεών του…”10. Οι απόψεις αυτές για τη σχέση γλώσσας και σκέψης διατυπώθηκαν το 1911. Ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ότι είναι τόσο σύγχρονες όσο και οι απόψεις του Vygotsky (1966), του Tsunoda (1978), του Schaff (1980). Κι αυτό γιατί προέκυψαν από την προβληματική της σχολικής διγλωσσίας στο φλαμανδόγλωσσο Βέλγιο. Προέκυψαν δηλαδή από μια σκληρή γλωσσική πραγματικότητα, την οποία επιστήμονες της εποχής (ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, γλωσσολόγοι) αντιμετώπισαν με μελέτη και συνέπεια. Μια παιδαγωγική λογική απαιτεί να περνούν τα πρώτα σχολικά χρόνια αποκλειστικά με τη μητρική γλώσσα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα όλων των σχετικών υπομνημάτων στο Διεθνές Συνέδριο των Βρυξελών από παιδαγωγούς Άγγλους, Ρώσους, Γερμανούς, Βέλγους το 1910.
9. Κλείνουμε την κατάθεση των μαρτυριών με όσα αναφέρει για τη μάθηση της γλώσσας ο Hofstätter. Η εκμάθηση, λέει, της γλώσσας περνάει από ορισμένα στάδια. Σ’ ένα από αυτά, το παιδί συνδέει ηχητικά συμπλέγματα με πράγματα και γεγονότα του περίγυρου. Αυτό σημαίνει ότι αρχίζει η ονοματοδότηση και η ανάπτυξη του λεξιλογίου, το οποίο σιγά σιγά πλουτίζεται. Όσο όμως πλουτίζεται, τόσο και παρουσιάζονται, σε κάθε χρήση ονόματος ολοένα και περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες επιβάλλουν αντίστοιχα και νέες αποφάσεις. Αρχίζει, έτσι, μια σιωπηλή εσωτερική διεργασία που ίσως είναι, κατά τον Hofstätter, η ρίζα της σκέψης.
Σύμφωνα μ’ αυτά “η διαδικασία της σκέψης βαίνει παράλληλα με τη διαδικασία της γλώσσας· με τη γλώσσα το άτομο αποκτά μιαν εσωτερική αναπαράσταση του περιβάλλοντος, των αντικειμένων και των γεγονότων του, στο βαθμό που διαθέτει ονόματα γι’ αυτά. Ο άφωνος χειρισμός αυτών των συμβόλων είναι η συνειδητή του σκέψη. Η θέση μας παραπέρα σημαίνει πως ο εσωτερικός αυτοδιάλογος, η σκέψη δηλαδή, παρουσιάζεται όταν δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ποιο όνομα αρμόζει σε ένα αντικείμενο ή σε μια κατάσταση. Ο μη εκφρασμένος ανταγωνισμός, τότε, ανάμεσα στα πιθανά ονόματα ξετυλίγεται σαν σκέψη, δηλαδή σαν δοκιμαστική ενέργεια της επικοινωνιακής γλωσσικής έκφρασης”11.
Όπως και στον πρόλογο αυτής της σύνοψης τονίστηκε, δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς θέση αναφορικά με τις απόψεις που περιέχονται στα πιο πάνω παραθέματα, και μάλιστα όταν δεν είναι ειδικός ερευνητής. Εξάλλου ένας δεύτερος συζητητής θα μπορούσε να καταχωρίσει πλήθος παραθέματα θέσεων που διαφοροποιούνται, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, από τις απόψεις των οκτώ σημείων που εκθέσαμε. Ένας τρίτος θα τις θεωρούσε ίσως υπερβολικές. Ένας τέταρτος αναχρονιστικές. Ένας πέμπτος θα τις έκρινε ίσως ρομαντικές και θα αμφισβητούσε το κύρος τους επικαλούμενος ακόμη και την εμπειρία του. Κανένας όμως, και ποτέ, δε θα έφτανε στο σημείο να αμφισβητήσει σοβαρά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη λέξη και τη σκέψη. Αυτός θα αμφισβητούσε πια θεμελιώδεις παρατηρήσεις (σημείον: σημαίνον, σημαινόμενον κ.λπ.) πάνω στις οποίες στηρίζεται η νεότερη επιστήμη της γλωσσολογίας.
Η γλώσσα, για τον Saussure, δεν είναι μια απλή διαδικασία ονοματοθεσίας, ούτε και το γλωσσικό σημείο συνδέει ένα όνομα με ένα πράγμα. Αυτές αποτελούν πια ξεπερασμένες και απλοϊκές για τη σημερινή γλωσσολογία θέσεις. Το σημείο (η λέξη) έχει δική του εσωτερική ζωή/υπόσταση, αποτελεί ψυχική οντότητα, αφού δεν ενώνει ένα όνομα με ένα πράγμα, αλλά μια έννοια με μια ακουστική εικόνα, που είναι κι αυτή εσωτερική οντότητα. “Η σκέψη, χαώδης από τη φύση της, υποχρεώνεται να αυτοκαθορίζεται αναλυόμενη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε εξυλοποίηση των σκέψεων ούτε εκπνευματοποίηση των ήχων, αλλά πρόκειται για το γεγονός, μυστηριακό κατά κάποιον τρόπο, ότι η ‘σκέψη-ήχος’ υπονοεί διαιρέσεις και ότι η γλώσσα επεξεργάζεται τις μονάδες της τοποθετούμενη ανάμεσα σε δυο άμορφες μάζες. Ας φανταστούμε τον αέρα σ’ επαφή με μια μεγάλη έκταση ήρεμου νερού· αν η ατμοσφαιρική πίεση αλλάξει, η επιφάνεια του νερού αναλύεται σε μια σειρά διαιρέσεις, δηλαδή σε κύματα· οι κυματισμοί αυτοί θα δώσουν μιαν ιδέα της ένωσης και, για να το πούμε έτσι, της σύζευξης της σκέψης με τη φωνητική ύλη”12.
Σημειώσεις
1. Α. Schaff, Γλώσσα και Γνώση, μετ. Κ. Αλάτση, Αθήνα, χ.χ., σ. 134 (εκδ. Ζαχαρόπουλος).
2. Πλάτων, Σοφιστής, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Λ. Γληνού, Αθήνα 1971, σ. 285. 3. Α. Schaff, ό.π., σ. 144.
4. Α. Schaff, ό.π., σσ. 104, 218.
5. Ό.π., σ. 143.
6. Μ. Τριανταφυλλίδης, Οι ξένες γλώσσες και η αγωγή, Αθήνα 1946, σ. 42.
7. S. Μarcus, Σημεία για τα σημεία, μια εισαγωγή στη σημειωτική, μετ. Ν. Κοσμά και V. Ivanovici. Αθήνα 1981. σσ. 59-61, (εκδ. Πνευματικός).
8.Tove Skutnabb-Kangas, Tvasprakighet som mal I invandrarundervisningen Lärarhögskolan i Linköping, 1978.
9. Ρ. Hofstätter, Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα 1978, σ. 227 (εκδ. Νέα Σύνορα).
10. Μ. Τριανταφυλλίδης, ό.π., σ. 177. Στις σελίδες αυτές ο Τριανταφυλλίδης καταχωρίζει αποσπάσματα από το πάντα επίκαιρο βιβλίο του Ρ. F. Daumont,, Le mouvement Flamand (Βρυξέλες) τ. 1, 1911.
11. Ρ. Hofstätter, ό.π., σσ. 229 κ.έ.
12. D. Saussure, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μετάφραση, σχόλια, προλογικό σημείωμα Φ. Δ. Αποστολόπουλου, Εκδόσεις Παπαζήση, 1979, σ. 151.
Το Β’ Μέρος του κειμένου θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Περιοδικό Φιλόλογος τ. 48
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 18/11
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη