Σε μια εποχή που οι κοινωνίες καλούνται να απαντήσουν σε πολυσύνθετες προκλήσεις –από την τεχνολογική μετάβαση μέχρι την κλιματική κρίση και την κοινωνική συνοχή– ο ρόλος του Δημοσίου καθίσταται κομβικός.
Κι όμως, στην Ελλάδα του 2025, οι δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με καχυποψία, προκατάληψη και βαθιά ριζωμένες στρεβλώσεις. Επικρατεί ακόμη ο μύθος ενός αναποτελεσματικού και αδρανούς κρατικού μηχανισμού, παρ’ ότι η πραγματικότητα έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο. Το Δημόσιο κράτησε όρθια τη χώρα σε περιόδους κρίσεων – από τα μνημόνια, μέχρι την πανδημία και τις φυσικές καταστροφές.
Παρά τις χαμηλές αποδοχές, όπως τεκμηριώνεται και στη μελέτη του ΚΕΠΕ για την πορεία των μισθών στο Δημόσιο, οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να εργάζονται με αυταπάρνηση και προσήλωση στο καθήκον, στηρίζοντας κρίσιμους τομείς του κράτους. Οι Δημόσιοι Υπάλληλοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Δημόσιας Διοίκησης και συχνά καλούνται να ανταποκριθούν σε υπερβάλλοντα καθήκοντα, με υποστελεχωμένες υπηρεσίες, αυξημένη γραφειοκρατία και πολλές φορές σε πλήθος υπηρεσιών χωρίς τα αναγκαία μέσα, χωρίς θεσμική προστασία και χωρίς την ηθική ή οικονομική αναγνώριση που τους αναλογεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μη αναγνώρισης αποτελεί το γεγονός ότι οι κρίσεις για τις θέσεις ευθύνης δεν έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Ιδιαίτερες ανησυχίες μού προκαλούν το τελευταίο διάστημα οι στάσεις πολιτικών προσώπων. Αυτό που έμαθα όλα τα χρόνια στον Ιδιωτικό τομέα και έχω ως αξία στη ζωή μου είναι ότι η Διοίκηση γίνεται διά του παραδείγματος με δημόσια εύσημα και ιδιωτικά με παρατηρήσεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η απαξίωση της γνώσης και της επιστημονικής κατάρτισης αποκτά ακόμη πιο ανησυχητικές διαστάσεις, παρότι η εκπαίδευση αποτελεί τον θεμέλιο λίθο κάθε ευνομούμενης κοινωνίας και υπήρξε διαχρονικά η ατμομηχανή της κοινωνικής και επιστημονικής προόδου. Ένα από τα πιο οξύμωρα παραδείγματα είναι η αντιμετώπιση των διδακτόρων, οι οποίοι παρ' ότι φέρουν τον ανώτατο τίτλο επιστημονικής επάρκειας, συχνά υποτιμώνται ή αποκλείονται από κρίσιμους μηχανισμούς εξέλιξης.
Ωστόσο, στη σημερινή Ελλάδα, το εκπαιδευτικό μας σύστημα μοιάζει εγκλωβισμένο σε έναν φαύλο κύκλο απαξίωσης, θεσμικών στρεβλώσεων και απουσίας στρατηγικής αξιοποίησης του επιστημονικού δυναμικού που διαθέτει. Οι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου, ενώ φέρουν το ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο γνώσης και έρευνας, αντιμετωπίζονται από την ίδια την Πολιτεία με δυσπιστία, περιθωριοποίηση και, σε πολλές περιπτώσεις, πλήρη αδιαφορία. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της αντιμετώπισης αποτελεί η πλήρης ή επιλεκτική μη μοριοδότηση του διδακτορικού τίτλου σε διαδικασίες επιλογής ή εξέλιξης στο Δημόσιο. Αντί να αποτελεί μοχλό επιβράβευσης και στοιχείο προόδου, ο διδακτορικός τίτλος πολλές φορές δεν προσμετράται καν. Πρόκειται για μια αντίφαση τόσο προφανή, που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία ορθολογική προσέγγιση: από τη μία ο διδάκτορας θεωρείται υψηλού επιστημονικού κύρους και υπευθυνότητας, από την άλλη όμως δεν απολαμβάνει κανένα πλεονέκτημα, ούτε ηθικό, ούτε ουσιαστικό, γεγονός που απαξιώνει τις δεξιότητες που έχει αποκτήσει, τις μεθοδολογίες που έχει σχεδιάσει και τα μοντέλα που έχει εφαρμόσει στη διαδικασία αυτού του δύσκολου και μοναχικού ταξιδιού.
Η απαξίωση της επιστημονικής προσπάθειας δεν περιορίζεται μόνο στους πίνακες μοριοδότησης. Διαπερνά ολόκληρο το εύρος του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη ψήφιση του περίφημου «νόμου της αριστείας», δεν έχουν διοριστεί ακόμη οι νέοι Διοικητές σε όλα τα νοσοκομεία, αφήνοντάς τα χωρίς σταθερή ηγεσία και καθυστερώντας αδικαιολόγητα την αξιοκρατική τους στελέχωση. Ούτε η Πολιτεία εφαρμόζει τους ίδιους της τους νόμους – κι αυτό λέει πολλά για τις προθέσεις και τις προτεραιότητές της. Ο συγκεκριμένος νόμος αφήνει πολλά παραθυράκια για τη μη αριστεία (βλ. προηγούμενη ανοιχτή επιστολή μου).
Την ίδια στιγμή, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περνούν πειθαρχικά συμβούλια επειδή συμμετείχαν σε απεργίες που αποφασίστηκαν συλλογικά, βάσει συνδικαλιστικών ελευθεριών. Αντί για σεβασμό στην ελευθερία έκφρασης και στο δικαίωμα διαμαρτυρίας, οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζονται με καταστολή και απόπειρα παραδειγματισμού, εντείνοντας το αίσθημα φόβου και φίμωσης στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Επιπλέον, με τον σχεδιαζόμενο νέο μηχανισμό αξιολόγησης στο Δημόσιο, διαφαίνεται μια ακόμα απόπειρα αποστειρωμένης, «τεχνικής» προσέγγισης, χωρίς ουσιαστική αναγνώριση των προσόντων, της επιστημονικής επάρκειας και της πολυετούς προσφοράς. Η αξιολόγηση δεν μπορεί να αποτελεί άλλο ένα γραφειοκρατικό εργαλείο ή έναν μηχανισμό συμμόρφωσης. Αντιθέτως, οφείλει να είναι ένα εργαλείο διαρκούς βελτίωσης και ενίσχυσης της ποιότητας, στηριγμένο στην τεκμηρίωση, την αναγνώριση και τη διαφάνεια.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η θεσμική απαγόρευση στους δημόσιους υπαλλήλους να διδάσκουν στα Πανεπιστήμια και να παρέχουν ερευνητικό έργο. Η απαγόρευση αυτή συνιστά ουσιαστικά φίμωση της επιστημονικής δραστηριότητας και στερεί από τα ίδια τα πανεπιστήμια την πολύτιμη εμπειρία και γνώση των ερευνητών που υπηρετούν στον δημόσιο τομέα. Αντί να οικοδομούμε συνέργειες μεταξύ δημόσιου και ακαδημαϊκού χώρου, υψώνουμε θεσμικά τείχη. Οι άνθρωποι που κατέχουν διδακτορικούς τίτλους δεν έχουν τη δυνατότητα να διδάξουν και να κάνουν έρευνα και σε πολλές περιπτώσεις τίθενται στο περιθώριο με πολλούς συναδέλφους να απασχολούνται σε αντικείμενα όπου δεν αξιοποιούνται ούτε οι βασικές, ούτε οι εξειδικευμένες γνώσεις τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η θέση των διδακτόρων στο Δημόσιο παραμένει θολή και επισφαλής. Δεν υπάρχει εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την αξιοποίηση του επιστημονικού τους κεφαλαίου, ούτε πρόνοιες για τη θεσμική και επαγγελματική τους εξέλιξη. Κι όμως, πρόκειται για ανθρώπους που αφιέρωσαν χρόνια έρευνας, διδασκαλίας και διεθνούς αναγνώρισης, πολλοί εκ των οποίων εισήλθαν στο Δημόσιο φέροντας πλούσια εμπειρία από τον ιδιωτικό τομέα. Η Πολιτεία όχι μόνο δεν κεφαλαιοποιεί αυτό το πολύτιμο δυναμικό, αλλά –σε ορισμένες περιπτώσεις– μοιάζει να το αποθαρρύνει ενεργά παρ’ όλες τις ενέργειες και τη «δήθεν» προβολή με στόχο το brain regain.
Έχοντας την τιμή και την ιδιότητα του Προέδρου του Πανελλήνιου Συλλόγου Διδακτόρων Δημοσίου, βιώνω καθημερινά τις ανησυχίες, τις απογοητεύσεις αλλά και την επιμονή εκατοντάδων συναδέλφων. Πρόκειται για μια κοινότητα ανθρώπων με υψηλό αίσθημα ευθύνης, βαθιά γνώση του αντικειμένου τους και διάθεση προσφοράς στο δημόσιο συμφέρον. Το ζητούμενο δεν είναι η προνομιακή μεταχείριση. Είναι η αυτονόητη αναγνώριση. Η αριστεία δεν μπορεί να αποτελεί ενοχή και δεν μπορεί να εξισώνεται με τη μετριότητα. Χρειαζόμαστε πολιτικές που να στηρίζουν την έρευνα, να αναγνωρίζουν την επιστημονική προσπάθεια και να εντάσσουν τους υπαλλήλους κατόχους διδακτορικών τίτλων στο κέντρο του μεταρρυθμιστικού σχεδιασμού για μια πραγματικά σύγχρονη και παραγωγική Δημόσια Διοίκηση.
Η Παιδεία μας αξίζει καλύτερα. Και η χώρα μας, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται τους ανθρώπους της γνώσης στην πρώτη γραμμή και όχι στο περιθώριο. Κλείνοντας και σε συνέχεια και παλαιότερων ανοιχτών επιστολών μου και άρθρων διευκρινίζω ότι όλα τα ανωτέρω τα γράφω ως ελεύθερος πολίτης αυτής της χώρας και όχι ως αντιπολιτευόμενος. Δεν κομματικοποιώ και δεν πολιτικοποιώ καμία κατάσταση, αλλά εκφράζω δημόσια τις ανησυχίες μου για το κράτος στο οποίο μεγάλωσα, εργάζομαι και συνεχίζω να ζω, αλλά δυστυχώς δεν βλέπω να αλλάζει.
Δρ. Ιωάννης Χ. Λαμπρόπουλος
Πρόεδρος Πανελλήνιου Συλλόγου Διδακτόρων Δημοσίου (ΠΑΣΥΔ)
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Π.Θ.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ τον Ιούνιο: Ανακοινώθηκε ΕΠΙΣΗΜΑ η ύλη!
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 31/03
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ