Δημόσια παραδοχή αποτυχίας αποτελεί η δήλωση Μητσοτάκη μετά την επίσκεψή του στο Υπουργείο Παιδείας: «συζητήσαμε την πορεία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και νομίζω ότι εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι είναι μια καινούργια διαδικασία, η οποία ακόμα δεν έχει φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα». Μετά από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, χωρίς ίχνος αντιπολίτευσης, ομολογεί την αποτυχία της πιο σκληρής αντιεκπαιδευτικής επίθεσης και την αποδίδει στις ισχυρές αντιστάσεις της ζωντανής εκπαίδευσης. Όσο για τη συνέχεια της δήλωσής του «ειδικά για την κατηγορία εκείνων των εκπαιδευτικών που αρνούνται επί της αρχής να αξιολογηθούν[…]εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης» δεν έχει καμία νομική ισχύ, καθώς ο νόμος 4823/21, δηλαδή ο δικός του νόμος, προβλέπει συγκεκριμένες ποινές ακόμη και στην ακραία περίπτωση που ένα πειθαρχικό συμβούλιο παρακάμψει τη συμμετοχή στην Απεργία-Αποχή. Αφού βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση ο κύριος Μητσοτάκης από το εκπαιδευτικό κίνημα, ας φτιάξει έναν καινούριο νόμο που να ελέγχει και τα φρονήματα των εκπαιδευτικών, ώστε αν κάποιος είναι αντίθετος με την αξιολόγηση από θέση αρχής να απολύεται πάραυτα, κάτι σαν το Ιδιώνυμο για παράδειγμα. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις του ξεπερνούν κάθε πολιτικό και πολιτειακό όριο.
Η φράση «επί της αρχής» παραπέμπει σαφώς σε φρονήματα, κάτι πραγματικά πρωτοφανές εδώ και 51 χρόνια. Τη θέση στο δημόσιο σχολείο δεν τη χάρισε κανείς στους εκπαιδευτικούς, την κέρδισαν με κόπους ετών και την κερδίζουν κάθε μέρα που δίνουν και την ψυχή τους για τα παιδιά. Οι εκπαιδευτικοί ήταν, είναι και θα είναι στο χώρο που αγαπάνε στα σχολεία τους. Οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Παιδείας έρχονται και παρέρχονται, οι εκπαιδευτικοί είναι σταθερά στη θέση τους υπερασπίζοντας έμπρακτα το δικαίωμα όλων των παιδιών στη μόρφωση.
Στην ίδια δήλωση, ο πρωθυπουργός ανέφερε: «Πιστεύω ότι θα πρέπει να ασχοληθούμε περισσότερο και το συζητήσαμε με την υπουργό στο ωρολόγιο πρόγραμμα, με την ποιότητα αλλά και την ποσότητα της ύλης. Και με ικανοποίηση άκουσα ότι εξετάζονται προτάσεις από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής για μια λελογισμένη μείωση της ύλης, έτσι ώστε να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα». Όμως, ως γνωστόν, το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν έχει καμία σχέση με την ποιότητα και την ποσότητα της ύλης και επιπλέον, το ΙΕΠ με τα νέα αναθεωρημένα προγράμματα σπουδών (ΠΣ) προωθεί την αύξηση και όχι τη μείωση της ύλης. Θα μπορούσε για παράδειγμα η κυρία Ζαχαράκη να μας πει πως σκέφτεται να μειώσει την ύλη με βάση τα νέα (ΠΣ) της ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, την οποία το ΥΠΑΙΘΑ με τη διαχρονική πολιτική του έχει αναδείξει ως το απεχθέστερο μάθημα για τα παιδιά; Βεβαίως, της επισκέψεως του Μητσοτάκη στο ΥΠΑΙΘΑ προηγήθηκε η επίσκεψη κλιμακίου του ΟΟΣΑ, το οποίο επίσης έμεινε δυσαρεστημένο από το βαθμό εφαρμογής της αξιολόγησης.
Είναι γεγονός ότι η μάχη της αξιολόγησης είναι η πλέον μακρόχρονη και σκληρή αναμέτρηση που έχει δοθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην εκπαίδευση. Η ιστορικότητα της μάχης αυτής έγκειται στην επιθετική επιδίωξη της κυβέρνησης και των πολιτικών-ιδιωτικών συμφερόντων που εκπροσωπεί να προχωρήσει σε μια βαθιά, δομική αλλαγή όλου του εκπαιδευτικού μοντέλου ώστε να υλοποιηθούν στρατηγικοί στόχοι:
- Να μετατραπεί η εκπαίδευση σε πεδίο παραγωγής κέρδους για τα επιχειρηματικά συμφέροντα, είτε μέσω της άμεσης ιδιωτικοποίησης, είτε μέσω της εμπορευματοποίησης ολοένα και περισσότερο εκπαιδευτικών λειτουργιών.
- Να ανακατανεμηθεί όλο το μαθητικό δυναμικό και όλο το δυναμικό που βγαίνει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση με στυγνό εργαλειακό τρόπο, ώστε να εξυπηρετούνται συγκεκριμένα πεδία των οικονομικών επιλογών των κρατούντων και των δεσμεύσεών τους στο ευρωενωσιακό πλαίσιο και τις παγκόσμιες κυρίαρχες ελίτ. Αυτό σημαίνει πως τα παιδιά μας γίνονται βορά στα σαγόνια του κέρδους, της ανεργίας, της εργασιακής εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά μας δεν πρέπει να ονειρεύονται το μέλλον τους, αλλά να προσαρμόζονται στο μέλλον που τους προδιαγράφουν τα οικονομικά συμφέροντα.
- Να ηττηθεί η θεμελιώδης αντίληψη ότι η παιδεία αποτελεί κοινωνική ανάγκη και δωρεάν κοινωνικό δικαίωμα για όλους/ες, με συλλογικότητα, δημοκρατία και ισότητα και να αντικατασταθεί με τις αξίες του ατομικού ανταγωνισμού, της ιεραρχίας και του ελέγχου, της ατομικής ευθύνης και του ωφελιμισμού.
Οι παραπάνω στρατηγικές επιδιώξεις συνοδεύονται με μια σειρά εργαλείων που διαρκώς νομοθετούνται και εφαρμόζονται:
- Υποχρηματοδότηση και απορρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης (κατάργηση σχολικών επιτροπών) και οικονομικός στραγγαλισμός των σχολείων ώστε να υποχρεωθούν να αναζητήσουν πηγές χρηματοδότησης.
- Αξιολόγηση μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων. Κάθετη, ιεραρχική δομή διοίκησης. Αύξηση των εξεταστικών και ποικίλων άλλων φραγμών (π.χ. Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής).
- Εφαρμογή της πολιτικής των κουπονιών (vouchers), ώστε να υπάρχει μονάδα μετατροπής της εκπαιδευτικής λειτουργίας σε πραγματικό χρήμα.
- Πολυτυπία σχολείων και παράλληλα δίκτυα καθορισμού του μέλλοντος των παιδιών.
- Αναδιάρθρωση των αναλυτικών προγραμμάτων ώστε να παράγουν ιδεολογία, να εντείνουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες και ταυτόχρονα η παραγωγή τους και η εφαρμογή τους να παράγει χρηματικό κέρδος.
- Ανελέητο κυνήγι των σωματείων και των εργασιακών δικαιωμάτων.
- Πλήρης εμπορευματοποίηση των ΑΕΙ με ταυτόχρονη ένταση του αυταρχισμού και του ελέγχου τόσο των πανεπιστημιακών όσο και του φοιτητικού σώματος.
Οι τελευταίες κινήσεις του Υπουργείου πάνω στη σκακιέρα, με τα Ωνάσεια σχολεία και το «διεθνές απολυτήριο», καθώς και η εξαγορά ιδιωτικών σχολείων από διεθνή funds αποδεικνύουν όσα ως τώρα υποστηρίξαμε: η επίθεση είναι στρατηγική, με την αξιολόγηση να αποτελεί κινητήριο άξονα της αποδόμησης του ενιαίου δημόσιου δωρεάν σχολείου και αιχμή του δόρατος των αναδιαρθρώσεων ενάντια στη ζωντανή εκπαίδευση. Απέναντι σε αυτή την επίθεση το εκπαιδευτικό κίνημα έχει επιδείξει γενναία αντίσταση, ιστορική αντίληψη, επιστημονική τεκμηρίωση και υλοποίηση αναπλαισιωτικών προταγμάτων και πρακτικών υπεράσπισης του δημόσιου σχολείου.
Αυτή η σκληρή αναμέτρηση μπορεί να κερδηθεί μόνο αν μετατραπεί σε κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που δεν θα αφορά αποκλειστικά τους εκπαιδευτικούς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Το σύνθημα «εργάτη κάνε υπόθεση δική σου, το μέλλον και τη μόρφωση που θα ‘χει το παιδί σου», δεν πρέπει να είναι μόνο σύνθημα, αλλά να αποκτήσει υλική υπόσταση με τη συγκρότηση τοπικών και ευρύτερων μορφών επικοινωνίας και δράσης όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας, με την οργάνωση κοινών δράσεων και αγώνων, με τη συγκρότηση αγωνιστικών πλειοψηφιών στα σωματεία και τις ομοσπονδίες, με τη διαμόρφωση μετωπικών γραμμών αντίστασης και με την υλοποίηση αντίπαλων παρεμβάσεων στα εκπαιδευτικά προγράμματα, που θα ξαναφέρνουν την κοινωνική και κριτική παιδαγωγική στο προσκήνιο.
Το συνδικάτο πρέπει να περάσει από την ηττοπαθή/συναινετική γραμμή «των ναρκοθετημένων πεδίων» στη γραμμή της κοινωνικής απεύθυνσης και της μετωπικής δράσης. Να υπερασπίσει τους/τις διωκόμενους/ες εκπαιδευτικούς με όλα τα θεσμικά και κινηματικά μέσα, αλλά πρώτα και κύρια να μετατρέψει το εκπαιδευτικό ζήτημα σε πολιτικό ζήτημα της κοινωνίας. Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει να οργανώσει τις γενικές συνελεύσεις και τη συζήτηση στο εσωτερικό του κλάδου, να οργανώσει εξωστρεφείς δράσεις, ειδικά τούτη τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει σημάνει επίθεση σε όλα τα μέτωπα, ξεδιπλώνοντας το οπλοστάσιο των πειθαρχικών, των εκβιασμών, των απειλών, της αυθαιρεσίας, της τρομοκρατίας, .
Ποια είναι η έκβαση αυτής της μάχης;
Ας κάνουμε μια ψύχραιμη αποτίμηση, περισσότερο ποιοτική, μετά από 5 χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Τι πέτυχε σε αυτά τα πέντε χρόνια από όσα σχεδίαζε; Όταν μάλιστα άσκησε πολιτική με παντελή απουσία αντιπολίτευσης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό; Υπενθυμίζουμε τους προεκλογικούς κυβερνητικούς στόχους για την α/θμια και β/θμια εκπαίδευση:
- Κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης σε «εξαιρετικούς», «πολύ καλούς», «ικανοποιητικούς», «μη ικανοποιητικούς» και παραπομπή των τελευταίων προς «επιμόρφωση» από προγράμματα του ΙΕΠ (θεσμοθετήθηκε με τον 4823/21).
- Σύνδεση της αξιολόγησης με τη μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη (δεν θεσμοθετήθηκε καν).
- Κατηγοριοποίηση σχολείων μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης σχολικής μονάδας, τη βαθμολόγησή της από τους συμβούλους/αξιολογητές, τα αποτελέσματα των πανεθνικών εξετάσεων σε Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού σε όλες τις σχολικές μονάδες και τη δημοσίευση όλων των παραπάνω στην ιστοσελίδα κάθε σχολικής μονάδας (θεσμοθετήθηκε με το ν.4692/20).
- Εφαρμογή πανεθνικών εξετάσεων στην Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού σε όλες τις σχολικές μονάδες στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά, με την προοπτική να επεκταθούν και σε άλλα μαθήματα και σε άλλες τάξεις και να δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα σε πανεθνικό επίπεδο, επίπεδο περιφέρειας αλλά και σε κάθε σχολική μονάδα
- Γονεϊκή επιλογή σχολείων με βάση τη σειρά κατάταξής τους στις εξετάσεις των μαθητών και από την αξιολόγησή τους, κατακερματισμός των τύπων σχολείων, ένταση των ταξικών φραγμών μέσω της ενίσχυσης των ιδιωτικών σχολείων, της αύξησης των απαιτούμενων οικογενειακών δαπανών, της αύξησης των εξεταστικών φραγμών(δεν θεσμοθετήθηκε καν).
Προφανώς, το Υπουργείο έχει προχωρήσει την ατομική αξιολόγηση με το σουγιά στο κόκαλο σε ένα σημαντικό μέρος νεοδιόριστων, περισσότερο στη δευτεροβάθμια, έχει ρίξει προγεφυρώματα και ανεβαίνει πίστα, απλώνοντας σε ορισμένες επαρχίες της πρωτοβάθμιας το δίχτυ της αξιολόγησης σε συναδέλφους με 20 και 25 χρόνια προϋπηρεσίας. Από την άλλη, σύμφωνα με τα ίδια τα δημοσιεύματα των πληρωμένων κονδυλοφόρων της δεξιάς στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, το Υπουργείο Παιδείας έχει κάνει μια τρύπα στο νερό: η ατομική αξιολόγηση, σύμφωνα με όσα γράφουν οι δηλητηριώδεις πένες τους, μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία ιδιότυπου «συμβιβασμού» παρά με την αξιολόγηση που σχεδίαζαν. Θα ήθελαν πολύ να κατηγοριοποιούνται οι εκπαιδευτικοί, ακόμη και να απολύονται ή να μετατίθενται ή έστω να παραπέμπονται προς «επιμόρφωση» στα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ προγράμματα του ΙΕΠ ως «μη ικανοποιητικοί».
Αλλά και η αξιολόγηση/κατηγοριοποίηση της σχολικής μονάδας δεν προχώρησε αφού η πλειοψηφία των σχολείων ακολούθησε τα κείμενα της ΔΟΕ. Όσο για τις πανεθνικές εξετάσεις στην Στ΄ Δημοτικού και τη Γ΄ Γυμνασίου, τη ναυαρχίδα της κατηγοριοποίησης, ακόμα δεν έχει τολμήσει το Υπουργείο να εφαρμόσει τον ίδιο του το νόμο, την πανεθνική υλοποίησή τους σε όλες τις σχολικές μονάδες. Ακόμα και στο επιλεγμένο «αντιπροσωπευτικό δείγμα» σχολικών μονάδων, λόγω των αντιστάσεων εκπαιδευτικών και γονέων το 22% των μαθητών της πρωτοβάθμιας απέχει – τα συμπεράσματα που επιμένει να εκμαιεύει το ΙΕΠ μετά από τέτοιο ποσοστό αποχής είναι ενδεικτικά της μεροληψίας και της αντιεπιστημονικής του προσέγγισης.
Το πεδίο όμως όπου έχει καταγραφεί το μεγαλύτερο Βατερλό του Υπουργείου είναι αυτό των ιδεών. Αν οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ μιλούσαν για εμπέδωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης, τι θα πρέπει να πούμε σήμερα; Η άποψη ότι με την αξιολόγηση το σχολείο μπορεί να γίνει καλύτερο μόνο ως ανέκδοτο ακούγεται στο εκπαιδευτικό σώμα, καθώς οι αξιολογικές διαδικασίες συνδέονται ευθέως με τον καταναγκασμό, τα πειθαρχικά, τις απειλές, την αυθαιρεσία, τους εκβιασμούς, τις ανοιχτές πλέον συναλλαγές του τύπου κάτσε-να-σε-αξιολογήσω-και-θα-σε-βαθμολογήσω-ως-εξαιρετική. Γνωρίζουν πολύ καλά οι εκπαιδευτικοί ότι η αξιολόγηση δε θα εξαντλείται σε μια διαδικασία καταναγκασμού και θεατρικής παράστασης, αλλά θα διαποτίζει κάθε στιγμή μιας ανυπόφορης εκπαιδευτικής πραγματικότητας γεμάτης ταπεινώσεις, προσβολές, ευτελισμό του παιδαγωγικού τους κύρους από στελέχη που αποφεύγουν την τάξη και το μάθημα ως το χειρότερο μαρτύριο και μισούν τη συναναστροφή με τα παιδιά.
Εκπαίδευση για λίγους: η Ζώνη Ενδιαφέροντος του 21ου αιώνα*
Την ίδια στιγμή, η κληρονομιά Πιερρακάκη στην επόμενη Υπουργό, για το διευθυντή που πλέον θα γράφεται με Δ κεφαλαίο, για την εξαφάνιση των αρμοδιοτήτων των Συλλόγων Διδασκόντων, τα «Ωνάσεια» και τα νέα πρότυπα σχολεία, καταδεικνύουν μια δυναμική που δεν πρέπει να αγνοήσουμε, ακριβώς για να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία. Δεν πρέπει να φανταζόμαστε τη μετάβαση από το παραδοσιακό συντηρητικό δημόσιο δωρεάν σχολείο στο σχολείο της αγοράς ως ένα ξαφνικό γύρισμα του διακόπτη από τη θέση Α στη θέση Β. Η σχολική κανονικότητα των αρχών της δεκαετίας του ’90 δεν κατέρρευσε σε μια στιγμή, είχε αρχίσει να διαβρώνεται από την κλιμακούμενη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος από το 1996 εμφανιζόταν με το προσωπείο του εκσυγχρονισμού και εν μέσω πολύ σκληρών αναμετρήσεων με τα κινήματα στην εκπαίδευση (μεγάλη απεργία της ΟΛΜΕ το 1997, αδιόριστοι και Ιούνης του 1998, μαθητικές και φοιτητικέας καταλήψεις) προωθούσε την ατζέντα των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων: με το νόμο 2525/97, το διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και την κατάργηση της επετηρίδας, τις αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις μιας αξιολόγησης που όμως μπλόκαρε το εκπαιδευτικό κίνημα, τη μετατροπή του Λυκείου σε εξεταστικό κέντρο. Επιπλέον, τα νέα ΑΠΣ-ΔΕΠΠΣ του 2003 και ακολούθως τα νέα σχολικά βιβλία του 2006 αύξησαν την ύλη, απογείωσαν την εντατικοποίηση και επέβαλαν ένα τεχνοκρατικό περιεχόμενο ενώ πίσω από το προσωπείο μιας ψευδεπίγραφης διαθεματικότητας αναπαρήγαγαν το νοησιαρχικό σχολείο, τον πολυκατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων χωρίς καμία απολύτως σύνδεση μεταξύ τους, ως να πρόκειται για ψηφίδες ατάκτως ερριμμένες επί των κεφαλών των παιδιών. Σε όλα τα παραπάνω η πανδημία και τα δύο lockdown με τον εγκλεισμό αλλά και τα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά προβλήματα που δημιούργησε η παρατεταμένη διακοπή της σχολικής λειτουργίας (με τα οποία ποτέ δεν ασχολήθηκε το υπουργείο, όχι λόγω ανικανότητας αλλά ακριβώς λόγω των αγοραίων προτεραιοτήτων του), ο ελάχιστος χρόνος που απομένει πλέον στους γονείς να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα παιδιά τους, η μάγευση του παιδικού νου από τη γοητεία της οθόνης και τα ακραία και ευρέως διαδεδομένα φαινόμενα εθισμού, τα νέα κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά μιας νέας μαθητικής γενιάς όπου η απόσταση διδασκόντων και διδασκόμενων μοιάζει να γίνεται απροσπέλαστη.
Το σημερινό σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις μορφωτικές, κοινωνικές, ψυχοπαιδαγωγικές ανάγκες των παιδιών. Είναι αφιλόξενο, οι χώροι του δεν είναι ελκυστικοί (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες διδασκόντων και γονέων), στις τάξεις του στοιβάζονται όλο και περισσότερα παιδιά, οι αξιακοί του κώδικες, οι διδακτικές του μέθοδοι, οι στόχοι που προβάλει μοιάζουν με μια ξένη, εντελώς άγνωστη γλώσσα. Η πλέον κοινότυπη αντίδραση των παιδιών είναι να ακολουθήσουν μια διεκπεραιωτική τακτική επιβίωσης, ώστε να περνούν απαρατήρητα και να αντιμετωπίζουν τις σχολικές απαιτήσεις με φαινομενική επιτυχία.
Το σημερινό σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εκπαιδευτικών που αγαπούν τα παιδιά και το λειτούργημά τους, που σέβονται και υπηρετούν τον κοινωνικό και παιδαγωγικό τους ρόλο. Η δομή του σχολικού θεσμού εξελίσσεται σε ένα όλο και πιο ιεραρχικό και αυταρχικό οικοδόμημα, οι συλλογικές λειτουργίες αμφισβητούνται από την κεντρική εξουσία, ο λόγος των εκπαιδευτικών της πράξης μοιάζει να μην έχει σημασία, το management κερδίζει όλο και περισσότερο χώρο από τη ζωντανή εκπαίδευση, κάθε παιδαγωγική πρωτοβουλία μοιάζει επικίνδυνη, η τυποποίηση, η ρουτίνα και η πειθάρχηση εμφανίζονται ως αρετές και η γραφειοκρατία κατακλύζει ολόκληρο το 24ωρο με ένα βομβαρδισμό εγκυκλίων, αλληλοαναιρούμενων οδηγιών, άσκοπων σεμιναρίων, ατελείωτων papers που πρέπει να συμπληρωθούν ή/και να απαντηθούν. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στιγμές όπου όλα τα παραπάνω αναιρούνται, εξαιρέσεις όπου μια άλλη συνθήκη έχει επικρατήσει, εκπαιδευτικοί που κατορθώνουν να υπερβούν λιγότερο ή περισσότερο τις δύσκολες νέες συνθήκες έστω για κάποιες φευγαλέες στιγμές. Σημαίνει όμως ότι η εξουσία, εν γνώσει της, διαμορφώνει μια εκπαιδευτική δυστοπία που οδηγεί σε αποδόμηση το δημόσιο σχολείο, αφυδατώνει την παιδικότητα και τη χαρά της μάθησης και της διδασκαλίας. Από τις τέσσερις κατηγορίες της αξιολόγησης άριστος-πολύ καλός-ικανοποιητικός-μη ικανοποιητικός, μακράν πολυπληθέστερη όλων μαζί είναι η πέμπτη κατηγορία: μη ικανοποιημένος.
Αν τελικά υπάρχει ίχνος ειλικρίνειας στο σύνθημα «όχι γνώσεις αλλά δεξιότητες», τότε μιλάμε για την απόλυτη αποτυχία: ούτε γνώσεις, ούτε δεξιότητες, ένα σχολείο που δεν εμπνέει και δεν το αγαπούν τα παιδιά δεν μπορεί να επιτελέσει ούτε τους βασικούς στόχους της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, γι΄ αυτό και οι φορείς της αρκούνται στη διαχείριση της αποτυχίας, στη μετάθεσή της σε άλλους (εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, φοιτητές), στη δημιουργία πολλών τύπων σχολείων και ιδιαίτερα στη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής «ζώνης ενδιαφέροντος» που θα αντλεί τη ζωτικότητά της από ένα πληβειακό εκπαιδευτικό αρχιπέλαγος αποτυχίας και πολυκατηγοριοποίησης. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση με την κατηγοριοποίηση των σχολείων και τα Ωνάσεια, διαμορφώνει ένα νέο εκπαιδευτικό αφήγημα: το δημόσιο σχολείο δεν μπορεί να βελτιωθεί, δεν μπορεί να γίνει καλύτερο. Μπορούμε όμως να σας φτιάξουμε ένα «καλό» σχολείο για κάθε περιοχή, ένα «καλό» σχολείο για «καλά» παιδιά, ένα «άριστο» σχολείο για «άριστους» μαθητές, με ωνάσειες χορηγίες και χρηματοδοτήσεις, με ωνάσειο επίδομα για τους εκπαιδευτικούς του και, το σημαντικότερο, γνήσιο, ωνάσειο, επιχειρηματικό πνεύμα, αυτό το πνεύμα που πλούτισε σκυλοπνίγοντας μερικές χιλιάδες ναυτικούς σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς αυτού του πλανήτη.
Το κυβερνητικό σχέδιο συνοδεύεται από την ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αυτό αποδεικνύεται και από την εξαγορά των σημαντικότερων ιδιωτικών σχολείων από ισχυρότατα funds. Σήμερα φοιτούν στα ιδιωτικά σχολεία περίπου το 7% του μαθητικού πληθυσμού. Ο στόχος τους είναι μέσα στην επόμενη πενταετία το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 20% του μαθητικού πληθυσμού. Για να μπορέσει να γίνει αυτό, θα πρέπει η «ελεύθερη» γονεϊκή επιλογή να συνοδευτεί από voucher και ταυτόχρονα να είναι τέτοια η υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου ώστε ένα τμήμα της μεσαίας τάξης να στραφεί μαζικότερα στην ιδιωτική εκπαίδευση. Μέσω του μοντέλου υπερτουρισμού, των ΕΣΠΑ, της εκποίησης γης και ύδατος της χώρας, των Τραπεζών, των ΜΜΕ και των μαφιόζικων δικτύων, συγκροτούνται νέα κοινωνικά στρώματα που μέσα από τέτοιες οικονομικές δραστηριότητες ωφελούνται, ανέρχονται ταξικά και εντάσσονται σε ένα πλέγμα οικονομικών συμφερόντων, κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με τον ακραίο νεοσυντηρητισμό/νεοφιλελευθερισμό και, συνεπώς και με τις εκπαιδευτικές του πολιτικές.
Απέναντι στο σημερινό σχολείο στο οποίο τα όνειρά μας ασφυκτιούν και στο δυστοπικό εκπαιδευτικό τοπίο που κυοφορείται, δε μας αρκεί μια οπτική στην οποία περισσεύει η κοινωνιολογική προσέγγιση αλλά υπάρχει ελάχιστος χώρος για την παιδαγωγική, η ενασχόληση με την οποία ενοχοποιείται ως απολίτικος παιδαγωγισμός, δεν μας αντιστοιχεί να ασχοληθούμε με κάποιον «ιδεατό παιδαγωγικό παράδεισο» εν μέσω μιας εκτεταμένης καταστροφής, δε μας αξίζει μια προσέγγιση που αντιμετωπίζει τους εκπαιδευτικούς αποκλειστικά ως εργαζόμενους και το σχολείο απλώς ως έναν ακόμα χώρο εργασίας. Έχουμε ανάγκη από θεωρητική τεκμηρίωση, παιδαγωγικές έρευνες και εργασίες, δίκτυα ανταλλαγής διδακτικού υλικού και εμπειριών, έχουμε ανάγκη από ένα νέο σύμπαν αντιιεραρχικών συλλογικοτήτων που θα δικτυώνονται και θα ανταλλάσσουν βιωμένες διδακτικές εμπειρίες και υλικό που θα έχει ήδη δοκιμαστεί και ταυτόχρονα στις κρίσιμες μάχες θα παρατάσσονται μετωπικά και θα συγκρούονται αποφασιστικά τόσο σε ιδεολογικό/παιδαγωγικό όσο και σε συνδικαλιστικό/πολιτικό επίπεδο. Έχουμε ανάγκη από κοινωνικές συμμαχίες που θα στηρίζονται σε κοινά υλικά συμφέροντα γύρω από τη δημόσια παιδεία και τη δημόσια υγεία.
Μια νέα γενιά εκπαιδευτικών παίρνει τη σκυτάλη
Ταυτόχρονα, η νέα περίοδος στην εκπαίδευση έχει ως βασικό της χαρακτηριστικό τη μαζική είσοδο νέων εκπαιδευτικών, αναπληρωτών αλλά και μόνιμων και, από την άλλη πλευρά, τη μαζική συνταξιοδότηση χιλιάδων εκπαιδευτικών. Δηλαδή, την ανανέωση του εκπαιδευτικού σώματος με μαζικούς όρους σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Επομένως, έχει στρατηγική σημασία για το εκπαιδευτικό κίνημα και την κριτική ριζοσπαστική παιδαγωγική η συγκρότηση μέσα από τους αγώνες και τις μάχες του σήμερα, μιας νέας γενιάς εκπαιδευτικών με μια αξιακή αντίληψη για το σχολείο, για τον κοινωνικό ρόλο του εκπαιδευτικού και την ταξική του θέση. Η στάση τους και ο ρόλος τους μέσα στις σημερινές αντιπαραθέσεις, καθώς και η έκβασή τους θα κρίνει τι άποψη θα σχηματίσουν για τους Συλλόγους και την Ομοσπονδία, για τη συλλογικότητα, για τους αγώνες, για το σχολείο, για την εργασία και τον ρόλο τους.
Τα παραπάνω αποτελούν την κοινωνική και εκπαιδευτική βάση των αντιπαραθέσεων και των συγκροτήσεων της νέας περιόδου.
Τα αξιακά/πολιτισμικά μοντέλα καθορίζουν δεκαετίες/εποχές και μεταβάλλουν τους συσχετισμούς στο πεδίο του δημόσιου σχολείου. Η γενιά των εκπαιδευτικών της δεκαετίας του ‘60 έβαλε τις βάσεις της μαζικής εκπαίδευσης, παρά τις αντιπαιδαγωγικές ορίζουσες. Η γενιά των 70s και των 80s πέταξε τον επιθεωρητισμό έξω από το σχολείο και διαμόρφωσε ένα πλαίσιο συλλογικών οργάνων και ενδοσχολικής δημοκρατίας. Η γενιά των επόμενων δεκαετιών πέταξε την έδρα και απέρριψε το διδακτικό φορμαλισμό, ενώ ταυτόχρονα, αναχαίτισε σε μεγάλο βαθμό τη νεοφιλελεύθερη επέλαση.
Η νέα γενιά εκπαιδευτικών, η οποία μπαίνει μαζικά στη δημόσια εκπαίδευση και κάτω από ιδιαίτερα σκληρούς εργασιακούς όρους, ποια στάση θα κρατήσει στις εκπαιδευτικές αντιπαραθέσεις και τι αποτύπωμα θα αφήσει; Αυτό είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο διακύβευμα, πολύ περισσότερο που, σχεδόν όλοι, κατανοούν ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές διαμεσολαβούνται από τους εκπαιδευτικούς, επομένως οι στάσεις τους και οι αντιλήψεις τους επηρεάζουν καταλυτικά την επιτυχία ή αποτυχία αυτών των πολιτικών.
Η απεργία-αποχή και τα ενιαία κείμενα, ως όπλα ενάντια στην αξιολόγηση, απευθύνονται στους Συλλόγους Εκπαιδευτικών ΠΕ αλλά και στους Συλλόγους Διδασκόντων. Μέσα στις ειδικές συνεδριάσεις, σε αρκετές περιπτώσεις δόθηκαν συγκλονιστικές και αξιακές μάχες. Εκεί υπήρξε μια ιδιαίτερη ώσμωση και αλληλεπίδραση των διαφορετικών γενεών της εκπαίδευσης. Αναδείχθηκε σε κάθε σχολείο ένα δυναμικό που:
• Υπερασπίζεται την έννοια της δημόσιας εκπαίδευσης και αναστοχάζεται για τον ρόλο του σχολείου, τον ρόλο των δασκάλων αλλά και τις σχέσεις τους με τους μαθητές και τους γονείς
• Αντιπαραθέτει στο management και στην εκπαιδευτική ιεραρχία τη δημοκρατία στο σχολείο και τις συλλογικές διαδικασίες
• Αντιπαραβάλλει στον ατομισμό τη συλλογικότητα
• Αναδεικνύει την παιδαγωγική, αλλά και την παιδαγωγική ελευθερία, ως κομβικό σημείο της αντιπαράθεσης
Οι σημερινοί/ες αγωνιστές/στριες θα πρέπει να αναζητήσουν και να διαμορφώσουν ως πρωταγωνιστές τις νέες αγωνιστικές συλλογικότητες της επόμενης ημέρας, με τους όρους, τις διαδικασίες και τον προσανατολισμό που θα επιλέξουν εκείνοι. Αν επικρατήσει μια αντίληψη στο σώμα των εκπαιδευτικών ότι ο ρόλος μας είναι παιδαγωγικός, συλλογικός και κοινωνικός ή αν θα ηγεμονεύσει μια συντηρητική λογική για ένα ρόλο υπαλληλικό, διοικητικό, ατομικό και εξεταστικοδιδακτικό. Αυτή είναι μια μάχη που δίνεται αυτή τη στιγμή, έχει ξεκινήσει και θα έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού σώματος όλης της επόμενης περιόδου. Οι χιλιάδες νεοδιόριστοι και οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί συνολικά που συμμετέχουν στην απεργία-αποχή σε όλη τη χώρα, οι συνεχείς κινητοποιήσεις ενάντια στα εκατοντάδες πειθαρχικά, τις καθαιρέσεις διευθυντών/ντριών και προϊσταμένων νηπιαγωγείων, ενάντια στη δυνητική αργία σε μαχόμενη εκπαιδευτικό, οι κοινοί αγώνες γονιών-εκπαιδευτικών-μαθητών ενάντια στα Ωνάσεια, το κύμα αλληλεγγύης στον αγώνα μας από εκατοντάδες σωματεία, συλλόγους, συλλογικότητες, Ενώσεις και συλλόγους γονέων, το κείμενο αλληλεγγύης 532 πανεπιστημιακών, η μαζική πανελλαδική πανεκπαιδευτική κινητοποίηση στο Μαξίμου στις 29 Μαρτίου έχουν σημαδέψει όλη την προηγούμενη περίοδο. Οι δηλώσεις της νέας υπουργού παιδείας ότι «υπάρχουν πολλά πειθαρχικά για την αξιολόγηση» και οι αντίστοιχοι προβληματισμοί για νέες μεθόδους αντιμετώπισης των αντιστάσεων των εκπαιδευτικών, αναδεικνύουν τις δυσκολίες του υπουργείου και τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού κινήματος.
Σαφώς, ούτε το σχολείο λειτουργεί μέσα σε μια γυάλα, αποκομμένο από το κοινωνικό γίγνεσθαι, ούτε οι εκπαιδευτικές αντιπαραθέσεις εξελίσσονται σε πολιτικό κενό. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από τις μαζικότατες κινητοποιήσεις για το έγκλημα στα Τέμπη με αποκορύφωμα τη μεγάλη απεργία της 28ης Φλεβάρη και τα τεράστια σε όγκο απεργιακά συλλαλητήρια σε όλη τη χώρα. Οι «ομάδες αλήθειας» που εργάστηκαν υπερωρίες τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες σε συνεργασία με τα αργυρώνητα ΜΜΕ δεν μπορούν να αντιστρέψουν τις εξελίξεις: η κυβέρνηση έχει χάσει την κοινωνική της νομιμοποίηση αλλά και την όποια ικανότητα να την ανακτήσει και από την άλλη η αντιπολίτευση δεν εκφράζει, ούτε και πρόκειται να εκφράσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια ούτε τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Πρόκειται για μια ιδιόμορφη κατάσταση που έχει τις ρίζες της σε όσα συνέβησαν στα χρόνια των μνημονίων. Ο λαϊκός παράγοντας που βγήκε ορμητικά στο προσκήνιο, ανέτρεψε κυβερνήσεις, αποσταθεροποίησε το πολιτικό σύστημα και απονομιμοποίησε τις μνημονιακές πολιτικές, δημιούργησε ένα βαθύ κοινωνικό ρήγμα που θορύβησε τον επίσημο πολιτικό κόσμο στο σύνολό του και άνοιξε προοπτικές που εν τέλει έμειναν αναξιοποίητες. Από το 2012 και μετά, ο περιορισμός λαϊκών στρωμάτων στην εκλογική αναμονή και, ακολούθως, η ανατροπή και ακύρωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την παλινόρθωση της μνημονιακής δεξιάς πολιτικής, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις στη σφοδρότητά της και τις εναλλαγές των πολιτικών διαχειριστών της. Οι αλλαγές στην κεντρική πολιτική σκηνή, από την αμφισβήτηση και τη μαζική είσοδο του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο το 2010, μέχρι τη συντηρητική στροφή του 2023 όπου ένα συγκροτημένο κοινωνικό μπλοκ ταξικών συμφερόντων επιβεβαίωσε στις κάλπες την πολιτική ηγεμονία της δεξιάς με alt right ρητορική, δημιουργούν μια νέα κοινωνική/πολιτική πραγματικότητα που δεν αφήνει ανεπηρέαστη την εκπαίδευση και από την άλλη στερεί και από το λαϊκό παράγοντα αλλά και από το σύστημα εξουσίας κάθε εναλλακτική διέξοδο. Έτσι, οι κυρίαρχοι κύκλοι (εσωτερικοί και εξωτερικοί) αγωνιωδώς προσπαθούν να υλοποιήσουν μια νέα πολιτική αναδιάταξη στην οποία θα υπάρχουν δύο πόλοι «σταθερότητας» του πολιτικού τους συστήματος, ώστε να προωθηθούν πιο αποτελεσματικά οι νεοφιλελεύθεροι στόχοι που έχουν. Την ίδια στιγμή μεγιστοποιούν την καταστολή αγώνων, χώρων, αγωνιστών για να διακόψουν κάθε φωνή αντίστασης, κάθε συλλογική αναζήτηση, κάθε προσπάθεια κοινωνικής ανασυγκρότησης.
«Μαράθηκε η καρδούλα μου από την αδικία» (ρεμπέτικο τραγούδι)
Η κυβέρνηση μέσω των ελεγχόμενων ΜΜΕ, των καλοπληρωμένων τρολς και των ξιπασμένων και ψευδών υπουργικών δηλώσεων παρουσιάζει μια εικόνα «ανάπτυξης» και ευημερίας. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα που τη νιώθουμε στην καθημερινή μας ζωή;
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης που από το 2009 έως σήμερα υπάρχει συνεχής συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης. Πρόκειται για μία άνευ προηγουμένου καταστροφή που διαρκώς μεγαλώνει. Σε αυτές τις συνθήκες το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου πλησιάζει (το 2024) τα 35 δις €, απεικονίζοντας τον κατήφορο της πραγματικής οικονομίας και ξεσκεπάζοντας την προπαγάνδα του «οικονομικού θαύματος». Το ονομαστικό χρέος της χώρας αυξάνεται και μόνο με λογιστικές ταχυδακτυλουργίες «κρύβεται» η ποσοστιαία αύξησή του επί του ΑΕΠ. Η κυβερνητική πολιτική επιδιώκει και ευνοεί με τον πιο ακραίο τρόπο την εξυπηρέτηση των άμεσων συμφερόντων του κεφαλαίου, με αντίστοιχη ακραία επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων (με εξαίρεση του 5% αυτών που βρίσκονται στα ανώτατα μισθολογικά εισοδήματα).
Τα κέρδη των τραπεζών, διαρκώς αυξανόμενα φτάνουν το 2024 τα 2,5 δις€, κυρίως από τις προμήθειες, τις κάρτες και τις αποπληρωμές δανείων.
Τα κέρδη των εταιρειών ενέργειας φτάνουν τα 2 δις€, χωρίς να υπολογίζουμε τα κέρδη από τις υποτιθέμενες επενδύσεις στην «πράσινη» ενέργεια που κατατρώει νησιά και βουνοκορφές.
Ο υπερτουρισμός και το δόγμα της «τουριστικής βιομηχανίας» μετατρέπουν τη γη και τη στέγη σε επιχειρηματικό πεδίο κερδοφορίας, με αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών ακινήτων, των ενοικίων και της γης, που πωλείται σε ξένα και «ντόπια» funds. Πέραν των τεράστιων και μακροπρόθεσμων συνεπειών στην κοινωνία, το άμεσο και μακροπρόθεσμο θύμα της «τουριστικής βιομηχανίας» είναι το βασικότερο αγαθό, το νερό.
Η υγεία προχωράει στο τρίτο στάδιο της ιδιωτικοποίησης μέσω της διαπλοκής τραπεζικών, ασφαλιστικών και υγειονομικών ιδιωτικών εταιρειών.
Η παιδεία γίνεται το πεδίο εντεινόμενης ιδιωτικής επιχειρηματικής διείσδυσης που στοχεύει στη μεταφορά του 20% των μαθητών προς τη φοίτηση σε ιδιωτικά σχολεία, που με μανία αγοράζονται από τα διεθνή funds. Οι κρατικές δαπάνες περιορίζονται (σχεδόν οι χαμηλότερες στην Ευρώπη) και τα κουπόνια βρίσκονται προ των πυλών για να αξιοποιηθούν από τους επιχειρηματικούς ομίλους. Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα εμπορευματοποιούν τα υπάρχοντα δημόσια σχολεία και τα ΕΣΠΑ χρηματοδοτούν αρπαχτικά συμφέροντα που με γελοία «προγράμματα» μπαίνουν μέσω νομοθετικών και περιφερειακών ρυθμίσεων στα σχολεία. Η ταξική επιλογή στην εκπαίδευση έχει διπλασιαστεί μέσα στα τελευταία 5 χρόνια. Ήδη στα πανεπιστήμια μέσω της άμεσης ιδιωτικοποίησης και της νομοθετημένης εμπορευματοποίησης έχει επέλθει μια βαθύτατη ταξική επιλογή των μαθητών που εισάγονται σε αυτά.
Μια αδυσώπητη και εγκληματική διαπλοκή κράτους, τραπεζών, μεγάλου κεφαλαίου, κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, τουριστικής βιομηχανίας, μαφιόζικων συμφερόντων και πρακτικών, ευρωενωσιακών αποφάσεων και ξένων funds, με την υποστήριξη των ελεγχόμενων ΜΜΕ, λυμαίνονται την κοινωνία. Η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται, πλουτίζοντας παράφορα μια μικρή ολιγαρχία και μοιράζοντας μικρά μερίδια σε ένα 25% της κοινωνίας που διαπλέκεται για να μαζέψει τα περισσεύματα του «οικονομικού θαύματος». Δημιουργούνται νέες πυραμίδες αναδυόμενων συμφερόντων, νέες «ζώνες ενδιαφέροντος», όπου η ζωή κυλάει πλουσιοπάροχα την ίδια στιγμή που δίπλα καταστρέφεται…
Την ίδια ώρα το 70% της κοινωνίας κινείται κάτω από τα όρια της επιβίωσης.
Οι μισθοί βρίσκονται στο κατώτερο επίπεδο της Ευρώπης, συνοδευόμενοι από μαύρη εργασία, από κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, από αύξηση του χρόνου εργασίας, από χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης και των εργασιακών δικαιωμάτων, από απαίτηση υποταγής στα συμφέροντα του κάθε επιχειρηματία.
Πάνω από 1 εκατομμύριο φυσικά και νομικά πρόσωπα αδυνατούν να αποπληρώσουν τις ρυθμίσεις προς τον ΕΦΚΑ, ποσοστό που προσεγγίζει το 60% των ρυθμίσεων. Το ραγδαία αυξανόμενο ποσό των ιδιωτικών οφειλών ξεπερνάει τα 100 δις€
Το κόστος της στέγης μεσοσταθμικά ξεπερνάει το 50% του εισοδήματος για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων. Ένας στους τρεις εργαζόμενους καταβάλλουν έναν κατώτατο μισθό για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Τα νοικοκυριά κάνουν διαρκώς περικοπές. Οι κοινωνικές σχέσεις επιδεινώνονται.
Η κοινωνία δεν μπορεί να ανασάνει. Δεν έχει οξυγόνο. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα την αποδομεί, την λεηλατεί, την καταστρέφει.
Οι εκπαιδευτικοί ως κομμάτι της εργαζόμενης πλειοψηφίας βιώνουν την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της χώρας. Η συνείδησή μας επηρεάζεται από τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η αίσθηση της ανημπόριας να αλλάξουν πορεία τα πράγματα είναι εμφανής. Όμως η εισβολή του λαϊκού παράγοντα με την ορμητικότητα που γέμισε δρόμους και πλατείες για το έγκλημα των Τεμπών και η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού δείχνουν αυτό που μπορεί να συμβεί εν δυνάμει. Μπορούν να διαμορφωθούν, πιο ευνοϊκοί για τα λαϊκά συμφέροντα, όροι της ταξικής αντιπαράθεσης, για να συγκροτηθούν πολιτικά-κοινωνικά υποκείμενα αντισυστημικά και όχι αυτοαναφορικά.
Όπλα χωρίς σιγαστήρα, πόλεμοι δίχως έλεος
Προφανώς το μεγάλο φόντο ενός παγκόσμιου εμπορικού – οικονομικού (και όχι μόνο) πολέμου με πολλά μέτωπα, η επέλαση του τραμπικού κυνισμού και της alt-right διεθνούς που σχηματίζεται σε συμμαχία με ακροδεξιά εθνικιστικά σχήματα και η απόλυτη απουσία συστημικής αντιπολίτευσης στην κυβερνητική μαφία (δε συζητάμε για φιλολαϊκή έστω, πόσω δε μάλλον για αντισυστημική), κάθε άλλο παρά ευνοούν τις κοινωνικές μάχες.
Η νέα εποχή που αναδύεται μετά την επικράτηση του τραμπισμού στις ΗΠΑ, εποχή εθνοκεντρικού νεοφιλελευθερισμού με πλήρη απορρύθμιση των προηγούμενων οικονομικών δεδομένων, συνοδεύεται από έναν ακραίο πολιτισμικό υπερσυντηρητισμό, από απογείωση της σύζευξης πολιτικής εξουσίας και ολιγαρχικού πλούτου, από εθνικιστικό αυταρχισμό μιας νέας Pax Americana και από τη συγκρότηση μιας νέας alt-right διεθνούς. Τα δεδομένα γίνονται αδυσώπητα, σίγουρα όμως διαμορφώνουν τις αντιθέσεις που θα καθορίσουν έναν νέο ταξικό ανταγωνισμό. Ο αδιανόητος κυνισμός του Τραμπ, ο εμπορικός πόλεμος και οι ελιγμοί με τους δασμούς, η συνεχιζόμενη γεννοκτονία στη Γάζα, το πλήρες άδειασμα της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, συνθέτουν ένα πολυδιάστατο διεθνές τοπίο, το βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι οι οξυμένες έως τα άκρα ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Οι κοινωνικές ανάγκες μπροστά
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, το τοπίο δεν πρόκειται να βελτιωθεί μόνο του. Και σίγουρα δεν θα βελτιωθεί με συναισθηματικές επικλήσεις. Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες έχουμε ανάγκη από ένα κίνημα που θα θέτει ατζέντα κοινωνικών αναγκών και διεκδικήσεων, αψηφώντας τους υπάρχοντες συσχετισμούς, που θα διακρίνει δυνατότητες εκεί που οι άλλοι βλέπουν αδιέξοδα ή μάχες διαμαρτυρίας για την τιμή των όπλων. Ένα κίνημα που δε στηρίζεται στη στιβαρότητα της δομής του αλλά στην ευελιξία του, απευθύνεται στο σύνολο των αγωνιζόμενων χωρίς προϋποθέσεις, δεν επιδιώκει τη στράτευση σε μια ιεραρχική δομή αλλά παρακινεί κάθε αγωνιζόμενο/η συνάδελφο στο δρόμο της πραγματικής αυτοοργάνωσης, της συγκρότησης συλλογικοτήτων που θα έχουν απόλυτο δικαίωμα αυτοκαθορισμού αλλά όχι αυτοαναφορικότητας. Ένα κίνημα που στηρίζεται στην άμεση δράση, στην απάντηση σε πρώτο χρόνο κάθε κρατικής διοικητικής αυθαιρεσίας. Που θα εκφράζει και τη διάσταση των υλικών συμφερόντων του εκπαιδευτικού-εργαζόμενου και τη διάσταση των καθηκόντων και των δικαιωμάτων του εκπαιδευτικού-παιδαγωγού. Έχουμε ανάγκη να αντιπαραθέσουμε την αλληλεγγύη στον ωφελιμισμό, τη συλλογικότητα στον ατομισμό, τη συνεργασία στον ανταγωνισμό, την ανιδιοτελή επιστημονική εργασία στον καριερισμό, τη δημοκρατική διαχείριση στο δεσποτισμό. Έχουμε ανάγκη τις νέες συλλογικότητες. Όταν ο νεοφιλελευθερισμός έχει ως στρατηγική επιλογή να διαλύσει ακόμα και τα συνδικάτα η δική μας δουλειά πρέπει να είναι η συγκρότηση νέων συλλογικοτήτων και νέων κινηματικών δομών και δικτύων, τυπικών και άτυπων, θεσμικών ή μη, εντός ή εκτός των συνδικάτων.
Να επανέλθουμε όχι μόνο με το τοπικό και το συγκεκριμένο αλλά με δράσεις που θα ανοίξουν μπροστά μας νέα πεδία αντιπαράθεσης. Επιδιώκουμε να μπορούμε να αποκτούμε φωνή στα σωματεία και στα θεσμικά όργανα. Διαμορφώνουμε ένα εκπαιδευτικό σχέδιο, ένα παιδαγωγικό σχέδιο, ένα κοινωνικό σχέδιο με συγκεκριμένα αιτήματα που θα αφορούν τα παιδιά, τη δράση των εκπαιδευτικών, τη σχέση του σχολείου με την κοινωνία ώστε μέσω αυτών των πεδίων αντιπαράθεσης να οικοδομείται η κοινωνική συμμαχία και η κοινωνική γείωση που έχουμε ανάγκη. Και ταυτόχρονα, να διαμορφώνουμε τους όρους να σπάμε κρίκους της νεοφιλελεύθερης αλυσίδας , να ενισχύουμε τις οντότητες και συλλογικότητες δράσης, τις άτυπες και εξωθεσμικές συλλογικότητες αγώνα.
Στις ιστορικές εποχές συγκροτούνται ιστορικά ρεύματα. Να γίνουμε μέρος του νέου ιστορικού ρεύματος που έχουμε ανάγκη.
- Ζώνη Ενδιαφέροντος (2023): ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ όπου παρουσιάζεται η ειδυλλιακή καθημερινότητα της οικογένειας του διοικητή του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες και της συζύγου του, οι οποίοι περνούν τις μέρες τους σ’ ένα πανέμορφο σπίτι με κήπο δίπλα στον τοίχο του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
- Τα οικονομικά στοιχεία αντλήθηκαν από τις διευθύνσεις:
- https://thepressproject.gr/i-katoikia-paradomeni-stin-agora-i-genia-ton-enoikiaston-choris-merimna/,
- Περιλαμβάνονται στοιχεία από την εισήγηση του Δ. Αναστασίου στη διαδικτυακή εκδήλωση του «Σημείου» στις 29/1/2025 https://www.youtube.com/watch?v=lcCV1QQgrIo&t=1832s
Πηγή: e-lesxi.gr
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός: Βγήκε η προκήρυξη - Αιτήσεις από 29/4 έως 14/5
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 29/04
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ